Το 2011, ο Αμερικανός Μέριλ Τζένκινς αποφάσισε να κάνει ένα σημαντικό βήμα στην ζωή του, να αναζητήσει τις χαμένες του ρίζες που τον οδηγούσαν κατευθείαν στην Ελλάδα.
Η ιστορία της ζωής του είναι μια σύγχρονη περιπέτεια. Γεννημένος σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό, βρέθηκε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του παρατημένος στα σκαλιά μιας εκκλησίας, της Παναγίας της Παντάνασσας. Μοναδικό στοιχείο ταυτότητας, ένα χειρόγραφο σημείωμα που έγραφε: «…είναι βαφτισμένος, τον λένε Μήτσο». Αργότερα μεταφέρθηκε στο Ορφανοτροφείο της Πάτρας, απ’ όπου τον υιοθέτησε ένα ζευγάρι Αμερικανών όταν ήταν 11 μηνών, βάζοντάς τον σε μια νέα πορεία ζωής.
Ο Μήτσος, που στη συνέχεια πήρε το όνομα Μέριλ Τζένκινς, έλαβε πολλή αγάπη από τους θετούς του γονείς και μεγάλωσε αμέριμνος κάνοντας ποδήλατο και παίζοντας ατέλειωτες ώρες με τα παιδιά της γειτονιάς του στο Cedar Hill (Τσένταρ Χιλ), μια μικρή πόλη κοντά στο Saint Louis (Σαιντ Λούις), στο Μιζούρι των ΗΠΑ.
Έκανε τη δική του οικογένεια και παρόλο που πάντα ήξερε πως ήταν υιοθετημένος και είναι Έλληνας δεν είχε νιώσει ποτέ την ανάγκη να βρει τη βιολογική του οικογένεια.
«Εκείνο το πρωινό καθόμουν μπροστά στον υπολογιστή και αποφάσισα να πληκτρολογήσω ορφανοτροφείο Πάτρας” αναζητώντας πληροφορίες. Το είχα ξανακάνει 2-3 φορές στο παρελθόν, χωρίς να προκύψει κάτι ενδιαφέρον. Αυτή τη φορά, στη λίστα των αποτελεσμάτων εμφανίστηκε ένα άρθρο των New York Times από το 1996, που μιλούσε για τα “κλεμμένα” παιδιά του ορφανοτροφείου της Πάτρας. Δεν είχα ακούσει ποτέ τίποτα γι’ αυτό. Διάβασα το άρθρο απνευστί, μένοντας με ανοιχτό το στόμα… Αισθάνθηκα την ανάγκη να αρχίσω να ερευνώ το παρελθόν μου και να δω τι μπορώ να βρω. Πήγα στο υπόγειο και αναζήτησα τον φάκελο της υιοθεσίας μου, που είχαν κρατήσει οι γονείς μου, και πέρασα την υπόλοιπη μέρα μου μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή», εξιστορεί ο Μέριλ, ο οποίος ήρθε αμέσως σε επαφή με μια οργάνωση στην Ελλάδα για να τον βοηθήσει στην έρευνά του, ενώ παράλληλα αναζήτησε τον φάκελο με τα στοιχεία του στα αρχεία της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των ΗΠΑ.
«Ήλπιζα ότι θα βρω στοιχεία σε αυτό τον φάκελο αλλά δυστυχώς δεν υπήρχαν άλλες πληροφορίες ή ονόματα», λέει. «Στη δευτέρα δημοτικού είπα στη δασκάλα μου ότι είμαι υιοθετημένος. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς μου το είπαν οι γονείς μου, αλλά ήξερα πάντα πως είμαι υιοθετημένος και ότι είμαι Έλληνας. Ήμουν, μάλιστα, πολύ υπερήφανος που είμαι Έλληνας, αν και τότε δεν ήξερα τι ακριβώς σημαίνει αυτό».
Δυο χρόνια αργότερα, το 2013, αποφάσισε να κάνει ένα DNA τεστ στο Ancestry, αλλά το μόνο που κατάφερε να εντοπίσει ήταν κάποια πολύ μακρινά του ξαδέλφια. Και παρότι πέρασαν αρκετά χρόνια, δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια και το 2018 αποφάσισε ν’ ανεβάσει τα στοιχεία του και σε άλλους σχετικούς ιστότοπους, όπως το My Heritage, για να δει αν μπορεί να βρει κάτι περισσότερο. Ήταν τότε που η Ευτυχία Νούλα (Λίντα Κάρολ Φόρρεστ), η δραστήρια πρόεδρος του «The Eftychia Project» (σ.σ. ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός, που από το 2019 βοηθάει ελληνικής καταγωγής παιδιά υιοθετημένα στις ΗΠΑ να βρουν τις ρίζες τους) και στενή φίλη του Μέριλ, τον συμβούλεψε να κάνει ένα ακόμη τεστ DNA, αυτή τη φορά στο 23andme, το οποίο και τον οδήγησε στο να βρει έναν πρώτο του ξάδελφο.
«Τα αποτελέσματα βγήκαν έναν μήνα μετά και κατά τύχη η Ευτυχία ήταν στο σπίτι μου εκείνο το Σάββατο, όταν γύρω στο μεσημέρι άνοιξα τον υπολογιστή μου και βρέθηκα μπροστά στην οθόνη να κοιτώ ένα email από το 23andme, χωρίς να μπορώ να πιστέψω αυτό που έβλεπα», θυμάται. Ο ξάδελφός του έμενε στο Μόντρεαλ του Καναδά αλλά για κακή τύχη του Μέριλ, ο πατέρας του, με τον οποίο φαίνεται πως είχαν δεσμούς αίματος, είχε φύγει από τη ζωή. Η επικοινωνία μαζί του «ξεθώριασε» σιγά σιγά, αλλά όχι και η ελπίδα πως θα βρει τελικά τη βιολογική του οικογένεια.
Μια από τις αναζητήσεις τον έφερε σε επαφή με μια γυναίκα που ζούσε σε κοντινή απόσταση από τον ίδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο σύζυγος της οποίας φαίνεται πως ήταν ξάδελφος του Μέριλ. Ο Στιβ είχε καταγωγή από τη Δροσιά, μια μικρή τοπική κοινότητα στον ευρύτερο δήμο Ερυμάνθου, στην Αχαΐα, κι ήταν αυτό το στοιχείο τελικά που «ξεκλείδωσε» τον γρίφο της ιστορίας του Μέριλ.
Θέλοντας να βοηθήσει τον φίλο της, η Ευτυχία, μαζί με τη Μαρία, εθελόντρια στο «The Eftychia Project», βρέθηκαν στις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη στο καφενείο της Δροσιάς να πίνουν καφέ και ν’ απαντούν στις επίμονες ερωτήσεις ενός ηλικιωμένου για το τι τις φέρνει στο χωριό. «Η Δροσιά είναι ένα μικρό ορεινό χωριό στην Τριταία. Δεν είναι πέρασμα, όταν κάποιος πάει εκεί, πάει για κάποιον λόγο. Γι αυτό και μας ρώτησε ο άνθρωπος: τι είστε εσείς ρε κορίτσια;», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο η Μαρία. Του απάντησαν, λοιπόν, πως έχουν έρθει από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να δουν το χωριό ενός φίλου τους. «Μας ρώτησε το όνομά του, του απαντήσαμε και από εκεί και πέρα μας είπε τα πάντα!», λέει με ενθουσιασμό, εξηγώντας πως για καλή τους τύχη όλη η οικογένεια (από την πλευρά του πατέρα) ζει στην Πάτρα, ενώ μια από τις ξαδέλφες του έχει ταβέρνα στα Βραχναίικα.
«Πήγαμε στην ταβέρνα και εκεί έπρεπε να πούμε την αλήθεια. Της εξηγούμε ποιοι είμαστε, τι κάνουμε και αν μπορεί να συζητήσει με τις θείες και τους θείους της να δεχτούν να κάνουν τεστ DNA. Η κοπέλα σοκαρίστηκε καθώς δεν είχε ακούσει ποτέ κάτι σχετικό. Κάποια στιγμή, μάλιστα, δάκρυσε», εξηγεί η Ευτυχία που θυμάται σαν σήμερα τη μέρα που τα ξαδέλφια του Μέριλ έκαναν το τεστ και βγήκαν τα αποτελέσματα. «Άρχισαν να λένε “είναι δικός μας, είναι αδελφός μας” και να ρωτούν με αγωνία πότε θα έρθει στην Ελλάδα!», τονίζει η Ευτυχία -επίσης υιοθετημένη στις ΗΠΑ- που εδώ και χρόνια απολαμβάνει την αγάπη και τη θαλπωρή της δικής της βιολογικής οικογένειας.
Ο Μέριλ ήρθε στην Ελλάδα για να συναντηθεί με τα ξαδέλφια του στις 31 Οκτωβρίου, με την Ευτυχία να τον υποδέχεται στο αεροδρόμιο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν τη χώρα σε αναζήτηση της βιολογικής του οικογένειας, ενώ δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο, αλλά και μια εμφάνιση στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη «Φως στο Τούνελ» μπορεί να έκαναν το τηλέφωνό του να χτυπά συνέχεια από ανθρώπους που πίστευαν πως είχαν κάποια συγγένεια μαζί του, αλλά δυστυχώς δεν είχαν αποτέλεσμα.
Το 2018, μάλιστα, ο Μέριλ και η Ευτυχία είχαν επισκεφθεί τον ιερέα της Παναγίας Παντάνασσας στην Πάτρα καθώς πίστευαν τότε ότι στα σκαλιά εκείνης της εκκλησίας είχε βρεθεί ως εγκαταλελειμμένο βρέφος. Η Ευτυχία δεν ξεχνά τη συγκίνηση που βίωσαν, όταν ο ιερέας καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής να βοηθήσουν τον Μέριλ να βρει την οικογένειά του, ωστόσο στο κάλεσμα του ιερέα η απάντηση ήταν η σιωπή. Μια σιωπή που η Ευτυχία κατάλαβε αργότερα πού οφειλόταν, αφού κατά την επίσκεψή της στη Δροσιά ανακάλυψε ότι η Παναγιά Παντάνασσα που αναφερόταν στην καταγραφή της αστυνομίας για τη μέρα που βρέθηκε ο μικρός Μήτσος ήταν αυτή του μικρού ορεινού χωριού και όχι της Πάτρας.
Μια μέρα μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, ο Μέριλ περιστοιχιζόταν από δεκάδες μέλη της ευρύτερης βιολογικής του οικογένειας (ξαδέλφια και τα παιδιά τους κυρίως), που οργάνωσαν ένα μεγάλο πάρτι υποδοχής σε εστιατόριο της Πάτρας για να υποδεχθούν τον δικό τους άνθρωπο και να τον «πνίξουν» στα λουλούδια, τις αγκαλιές και τα φιλιά.
«Την πρώτη φορά που τους συνάντησα στην ταβέρνα στην Πάτρα, ήταν κάτι ξεχωριστό. Η αγάπη που μου έδειξαν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Οι Έλληνες είναι πολύ θερμοί, ιδίως με την οικογένειά τους. Ένιωσα αμέσως ότι είχα επιστρέψει στο σπίτι μου. Είναι όλοι υπέροχοι», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μέριλ, με έκδηλη τη συγκίνηση στη φωνή.
«Ορισμένα από τα υιοθετημένα παιδιά στην Αμερική που ψάχνουν την οικογένειά τους στην Ελλάδα αναζητούν αυτή ακριβώς τη ζεστασιά που ίσως να τους έλειψε. Εγώ ήμουν από τους τυχερούς. Δεν μου έλειπε κάτι πριν, αλλά το να βρω την ελληνική οικογένειά μου είναι κάτι εκπληκτικό. Ήταν σαν ένα bonus από τη ζωή!», τονίζει.
Μια από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές αυτού του ταξιδιού του Μέριλ ήταν η επιστροφή στο χωριό του. «Είχα δει πώς είναι η Δροσιά στο street view της google αλλά ήταν άλλο πράγμα να βλέπεις το χωριό από κοντά, γνωρίζοντας τους δεσμούς που έχεις μαζί του. Λατρεύω το ορεινό τοπίο και κοιτώντας τα σπίτια και τον περιβάλλοντα χώρο σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν είχα μείνει εκεί. Μου άρεσε πολύ η αίσθηση του “ανήκειν” που ένιωσα φτάνοντας σ’ αυτόν τον τόπο», αφηγείται.
Μπορεί η επιστροφή στο χωριό να ήταν φορτισμένη συναισθηματικά, αλλά ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι μέσα του είναι το να γνωρίζει πως ο πατέρας του πέθανε χωρίς να έχει κάνει άλλα παιδιά και χωρίς να γνωρίζει τη δική του ύπαρξη. «Προφανώς ο πατέρας του ήταν εργένης, δεν έμαθε ποτέ ότι άφησε κάποια κοπέλα έγκυο, παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά και πέθανε χωρίς να ξέρει ότι κάπου στις Ηνωμένες Πολιτείες ζει ο βιολογικός του γιος. Είχε, μάλιστα, πολλά ανίψια, τα οποία και λάτρευε», εξηγεί η Μαρία.
Ο Μέριλ, στο μεγάλο πάρτι που έκανε για να αποχαιρετήσει την οικογένειά του στην Ελλάδα, τους είπε ότι ανυπομονεί να επιστρέψει το Πάσχα για να γιορτάσουν όλοι μαζί στο σπίτι του πατέρα του, στο χωριό!