Σε επιφυλακή βρίσκονται οι υγειονομικές αρχές της χώρας καθώς αποκαλύφθηκαν δύο κρούσματα αλλαντίασης που αφορούν σε ένα ζευγάρι.
Όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του ο ΕΟΔΥ, στις 15 Νοεμβρίου δηλώθηκαν μέσω του Συστήματος Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων του ΕΟΔΥ, δύο ύποπτα κρούσματα αλλαντίασης που συνδέονται μεταξύ τους με οικογενειακή σχέση (ζευγάρι).
Άμεσα κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός διάθεσης αντιτοξίνης της αλλαντίασης μέσω του ΕΟΔΥ, σε συνεργασία με τους θεράποντες ιατρούς, για χορήγηση της αντιτοξίνης στους δύο ασθενείς.
Με τη συνδρομή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κατέστη δυνατή η χορήγηση της ειδικής αντιτοξίνης εντός του πρώτου εικοσιτετραώρου από τη δήλωση των δύο κρουσμάτων στον ΕΟΔΥ.
Σύμφωνα με την ενημέρωση, οι δύο ασθενείς νοσηλεύονται σε σταθερή κατάσταση σε υγειονομικές μονάδες της Αττικής, ωστόσο η γυναίκα είναι διασωληνωμένη.
Από το αναφερόμενο ιστορικό κατανάλωσης τροφίμων προέκυψε ότι το ζευγάρι που βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές, κατανάλωσε, λίγες ημέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων, σπαράγγια παρασκευασμένα από τους ίδιους με τη διαδικασία της κονσερβοποίησης.
Τι είναι η αλλαντίαση
Η αλλαντίαση, σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από μια νευροτοξίνη η οποία παράγεται από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum και μερικές φορές από στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης: α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με την επιδημιολογική επιτήρηση του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) την περίοδο 2004-2020 δηλώθηκαν μόλις τέσσερα περιστατικά: το 2009 ένα εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα αλλαντίασης σε βρέφος ηλικίας 3,5 μηνών στην περιφέρεια Πελοποννήσου, το 2017 δύο εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα σε βρέφη 3 και 2 μηνών στις περιφέρειες Αττικής και Πελοποννήσου, αντίστοιχα και την ίδια χρονιά καταγράφηκε ένα ενδεχόμενο κρούσμα σε γυναίκα 59 ετών στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Πώς δημιουργείται η τροφιμογενής αλλαντίαση
Η τροφογενής αλλαντίαση προκύπτει όταν το Clostridium botulinum αναπτύσσεται και παράγει τοξίνη σε τρόφιμο το οποίο στη συνέχεια καταναλώνεται χωρίς να προηγηθεί κατάλληλο μαγείρεμά του ώστε να καταστραφεί η τοξίνη. Η τοξίνη παράγεται συνήθως, σε τρόφιμα ακατάλληλα παρασκευασμένα ή κονσερβοποιημένα, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι ή ζάχαρη, χαμηλής οξύτητας, καθώς και σε παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα τρόφιμα που δεν έχουν καταψυχθεί, ειδικά σε αυτά σε αεροστεγή συσκευασία (π.χ. καπνιστά ψάρια, προϊόντα κρέατος, σάλτσες κ.α). Η τοξίνη καταστρέφεται με το βρασμό (85°C για 5 λεπτά ή περισσότερο), ενώ τα σπόρια απαιτούν περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν (120Τ για 10 λεπτά ή περισσότερο).
Τα συμπτώματα
Αρχικά οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία, λόγω της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την αλλαντική τοξίνη. Τα νευρολογικά συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της μυϊκής παράλυσης που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη και περιγράφονται ως «χαλαρή συμμετρική κατιούσα παράλυση». Η παράλυση των αναπνευστικών μυών μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης. Μπορεί να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια.
Τα συμπτώματα στην τροφιμογενή αλλαντίαση ξεκινούν είτε πολύ νωρίς, μέσα σε 6 ώρες από την κατανάλωση μολυσμένης τροφής, είτε αργά έως και 10 ημέρες μετά. Συνήθως, ο μέσος χρόνος επώασης της νόσου είναι 18-36 ώρες. Στην εισπνευστική αλλαντίαση ο χρόνος επώασης είναι μεγαλύτερος και κυμαίνεται από 12 έως 80 ώρες μετά την έκθεση, ενώ στη βρεφική είναι άγνωστος λόγω του ότι δεν διευκρινίζεται συνήθως πότε έγινε η κατάποση των σπόρων του βακτηρίου. Παρόλο που η απέκκριση τοξίνης και μικροβίων στα κόπρανα των ενηλίκων ασθενών με εντερική τοξιναιμία συνεχίζεται για εβδομάδες ή μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων δεν έχει καταγραφεί μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση της τροφιμογενούς αλλαντίασης στηρίζεται στην ανεύρεση της αλλαντικής τοξίνης στον ορό, στα κόπρανα, στις γαστρικές εκκρίσεις του ασθενή και στο τρόφιμο που ενοχοποιείται για τη μόλυνση ή στην ανεύρεση του Clostridium botulinum σε καλλιέργεια γαστρικών εκκριμάτων ή κοπράνων των ασθενών.
Η ανίχνευση του Clostridium botulinum σε ύποπτο τρόφιμο δεν θέτει τη διάγνωση της αλλαντίασης δεδομένου ότι οι σπόροι του μικροβίου μπορούν να βρεθούν παντού, εν αντιθέσει με την ανίχνευση τοξίνης στο ύποπτο τρόφιμο που είναι ισχυρά διαγνωστική.
Η θεραπεία
Η τροφιμογενής και τραυματική αλλαντίαση θεραπεύονται με αντιτοξίνη η οποία μπλοκάρει τη δράση της τοξίνης.
Όταν η αντιτοξίνη δοθεί πριν ολοκληρωθεί η παράλυση μπορεί να προλάβει την επιδείνωση και να βραχύνει τον χρόνο αποθεραπείας. Στην τροφιμογενή αλλαντίαση χρήσιμη είναι η απομάκρυνση της μολυσμένης τροφής από το έντερο είτε με υποκλυσμούς είτε με πρόκληση εμέτου.
Η αναπνευστική παράλυση που συμβαίνει σε σοβαρή μορφή αλλαντίασης αντιμετωπίζεται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με τη χρήση αναπνευστήρα για εβδομάδες ή και μήνες. Στην αλλαντίαση από τραύμα, η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος και χορήγηση κατάλληλης αντιμικροβιακής αγωγής. Ενώ η βρεφική αλλαντίαση θεραπεύεται με χορήγηση ανθρώπινης ανοσοσφαιρίνης ειδικής για την αλλαντίαση, ενώ απαγορεύεται η χορήγηση αντιτοξίνης σε αυτή την περίπτωση.