Απρόσμενη τροπή πήρε η δίκη στο Β’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθήνας με κατηγορούμενους πρώην και νυν αστυνομικούς, δικηγόρους και ιδιώτες για το αδίκημα της δωροδοκίας (την περίοδο 2015-2016), μετά την -κατά πλειοψηφία- απόφαση του δικαστηρίου να καταστήσει «αναγνωστέα έγγραφα» τηλεφωνικές υποκλοπές της ΕΥΠ (επί εποχής Γιάννη Ρουμπάτη), χωρίς την έγκριση του αρμόδιου εισαγγελέα.
Μία απόφαση, δηλαδή, που θέτει την ΕΥΠ υπεράνω του συντάγματος και των νόμων και βάζει βόμβα στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος, δίνοντας το δικαίωμα στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών να παρακολουθεί ανεξέλεγκτα οποιοδήποτε πολίτη για λόγους δήθεν «εθνικής ασφάλειας».
Παρακολούθηση με το Pegasus;
Κατά την τελευταία συνεδρίαση, ο συνήγορος εκ των κατηγορουμένων, Γιάγκος Λαμπίρης, κατέθεσε αίτηση προκειμένου να διαβιβαστούν, με έκθεση από το δικαστήριο, κατ’ άρθ. 39 παρ. 1 ΚΠΔ, οι προχείρως απομαγνητοφωνηθείσες από την ΕΥΠ και φερόμενες ως τηλεφωνικές συνομιλίες του εντολέα του προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Αντώνη Ελευθεριάνο, ο οποίος εποπτεύει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τις παράνομες υποκλοπές και τα παράνομα λογισμικά.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε στην αίτησή του ο κ. Λαμπίρης, από έγγραφα των παρόχων κινητής τηλεφωνίας που υπάρχουν στη δικογραφία, σαφώς προκύπτει ότι εμφανίζονται εκατοντάδες τηλεφωνικές καταγραφές του εντολέα του σε χρόνους που δεν καλύπτονται ούτε από διάταξη του εισαγγελέα της ΕΥΠ, ούτε από βούλευμα Δικαστικού Συμβουλίου. Επομένως, αφού οι πάροχοι αρνούνται ότι έκαναν αυτές τις καταγραφές, οι προχείρως απομαγνητοφωνηθείσες συνομιλίες του εντολέα του από την ΕΥΠ, οι οποίες δεν φέρουν τον τύπο της «έκθεσης», όπως ορίζει το αρθ. 48 του ΚΠΔ, είτε είναι πλαστές, είτε για την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών χρησιμοποιήθηκε από την ΕΥΠ το παράνομο λογισμικό κατασκοπείας Pegasus, το οποίο έδινε τη δυνατότητα παγίδευσης οποιουδήποτε κινητού χωρίς να είναι αναγκαία η παρεμβολή των παρόχων κινητής τηλεφωνίας.
Σημειώνεται, ότι σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, το λογισμικό αυτό φέρεται να χρησιμοποιήθηκε στη χώρα μας από το 2016.
«Έκρηξη» του εισαγγελέα της έδρας
Τοποθετούμενος επί του αιτήματος ο εισαγγελέας της έδρας, Παναγιώτης Μεϊδάνης, τόνισε ότι από την πρώτη στιγμή της δίκης έχει υποστηρίξει ότι οι προχείρως απομαγνητοφωνηθείσες συνομιλίες από την ΕΥΠ δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, αφού δεν έχουν γίνει νομότυπα και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Το δικαστήριο, ωστόσο, τις κατέστησε αναγνωστέα έγγραφα, χωρίς ακόμα να έχει αποφασίσει αν τελικά θα τις λάβει υπόψη. Όμως, όπως τόνισε ο κ. Μεϊδάνης, θα πρέπει σε αυτό το στάδιο της δίκης να υπάρξει απόφαση επί των αιτημάτων της υπεράσπισης, έτσι ώστε να γνωρίζουν όλοι οι διάδικοι ποιο ακριβώς είναι το αποδεικτικό υλικό.
Μετά από ολιγόλεπτη διακοπή, το δικαστήριο, τελικά, επιφυλάχθηκε για να απαντήσει επί του νέου αιτήματος του συνηγόρου υπεράσπισης κ. Γιάγκου Λαμπίρη, με την έκδοση της τελικής απόφασης επί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων. Μετά από αυτό, ο κ. Λαμπίρης κατέθεσε δήλωση για τα πρακτικά της δίκης, σύμφωνα με την οποία, ο πρόεδρος του δικαστηρίου κ. Στ. Κακκαβιάς «έχει κλονίσει ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη του εντολέα του για το απολύτως αντικειμενικό, απροκάλυπτο και αδιάβλητο της κρίσης του», παραβιάζοντας με τη συμπεριφορά του το αρθ.6 παρ.1 της ΕΣΔΑ «με το οποίο καθιερώνεται δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όχι με την έννοια της ορθότητας της απόφασης, αλλά της ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό δικονομικές εγγυήσεις, διεξαγωγή της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του κατηγορούμενου».
Μετά την εξέλιξη αυτή, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε ότι υπέβαλε δήλωση αποχής και έτσι το δικαστήριο διέκοψε την ακροαματική διαδικασία για τις 15 Δεκεμβρίου, προκειμένου δικαστήριο με άλλον πρόεδρο να αποφανθεί αν κάνει δεκτή ή όχι την αίτηση του κ. Κακκαβιά.