Με συγκλονιστικές περιγραφές μαρτύρων συνεχίστηκε σήμερα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών η δίκη για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, στις 23 Ιουλίου 2018, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους.
Στην κατάθεση του ο Αλέξανδρος Φλώρος αφηγήθηκε φορτισμένος τις εφιαλτικές ώρες που πέρασε με την σύζυγο και τα παιδιά του μέσα στην θάλασσα μέχρι να τους βρουν. Όπως είπε:
«Είδα τη φωτιά να έρχεται προς τα εμάς. Υπήρχαν παντού στάχτες. Έβλεπα πυκνή ροή οχημάτων από τη Μαραθώνος και κάτω. Φωνάζω στην οικογένεια να βγουν έξω και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε», είπε ο μάρτυρας το σπίτι του οποίου απείχε 600 μέτρα από την ακτή.
«Μπήκαμε στη θάλασσα, κάποια στιγμή χάσαμε τη στεριά, δεν βλέπαμε. Κολυμπούσαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, ο αέρας δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Προσπαθούσαμε να μείνουμε σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλον. Έπεφταν σπίθες, κουκουνάρια στο νερό. Κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τα πράγματα πάρα πολύ. Ακούγαμε τα αεροπλάνα και νομίζαμε ότι έρχονταν να μας σώσουν, φωνάζαμε “βοήθεια”. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου λέει, “αυτό ήταν!”.
Μετά από πολλές ώρες είδαμε κάτι φώτα. Είχαμε φτάσει κοντά στο λιμάνι της Ραφήνας, ήταν φώτα πλοίου. Ερχόταν ένα ψαροκάικο. Μας έριξε φως με φακό, μετά μια κουλούρα. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες. Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα… Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε… Μας έβγαλαν στην ακτή, από το σοκ δεν θυμόμασταν να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον δικό μας… Δεν βλέπαμε καλά, στην ακτή φαίνονταν κάποια ασθενοφόρα. Εκεί είδαμε πλαστικές σακούλες μαύρες που τις έκλειναν…», είπε ο κ. Φλώρος ο οποίος τόνισε πως αν είχαν μείνει στο σπίτι τους θα είχαν καεί ζωντανοί και πως «τον μόνο ένστολο που είδα, ήταν μια λιμενικός στις 11 τη νύχτα στο λιμάνι της Ραφήνας».
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), η κατάθεση του μάρτυρα πυροδότησε ένταση στην αίθουσα καθώς η υπεράσπιση αντέδρασε γιατί ο κ. Φλώρος δεν έχει χάσει οικείο του πρόσωπο και παρίσταται στην δίκη για υλικές ζημιές.
Οι αιτιάσεις της υπεράσπισης προκάλεσαν τις απαντήσεις σε υψηλούς τόνους της Πολιτικής Αγωγής αλλά και αντιδράσεις συγγενών θυμάτων που φώναζαν προς την πλευρά των εκπροσώπων των κατηγορουμένων «ντροπή σας».
Στο δικαστήριο κατέθεσε ο κ. Ιωάννης Χατζηαθανασίου που έχασε την αδελφή του που έμενε στο Κόκκινο Λιμανάκι. Ο μάρτυρας είπε πως την επομένη το πρωί που πήγε στο σπίτι της αδελφής του «είδα το σπίτι κατεστραμμένο. Είδα μετά το αυτοκίνητο με τα κλειδιά μέσα και με βαλίτσες φορτωμένο να έχει καεί…». Όπως ανέφερε δεν υπήρξε καμία μέριμνα ούτε για την φωτιά, ούτε για οτιδήποτε.
Την ανυπαρξία των αρμόδιων υπηρεσιών επεσήμανε στην κατάθεση του και ο μάρτυρας Κωνσταντίνος Χατζησταματίου που νοσηλεύθηκε 40 ημέρες με εκτεταμένο έγκαυμα στο πρόσωπο. Ο μάρτυρας τόνισε πως ουδείς τους ειδοποίησε ότι η φωτιά πλησιάζει επικίνδυνα: «Εάν δεν βλέπαμε τον καπνό και τη φωτιά δεν θα φεύγαμε» τόνισε και συμπλήρωσε πως πήρε την σύζυγο, τη νύφη και τον εγγονό του να φύγουν όταν η φωτιά ήταν πλέον στην αυλή του σπιτιού. Ο μάρτυρας είπε πως είδε πυροσβεστικό όχημα στις 10 και μισή το βράδυ.