Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Στις 7 Δεκεμβρίου του λήγοντος έτους, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης γιόρτασε σε κλίμα συγκίνησης, κατάνυξης και λαμπρότητας την επέτειο των 50 ετών από την έναρξη των προσπαθειών για την ίδρυσή του. Ο Γεώργιος Μανούδης μετέδωσε, τότε, πριν από μισό αιώνα, την αγωνία του, για το μέλλον της περιοχής, και μπόρεσε να πείσει πολυμελή ομάδα πανεπιστημιακών από το ΑΠΘ και το ΠΑΜΑΚ, καθώς και πολυάριθμους τοπικούς παράγοντες, για την εθνική ανάγκη ίδρυσης Πανεπιστημίου στην περιοχή.
Από τους πανεπιστημιακούς της πρωτοβουλίας, για την ίδρυση του Δημοκρίτειου, είμαι η μοναδική εν ζωή, ενώ ο γιός του Γεωργίου Μανούδη, ο Άρης Μανούδης, παρέδωσε στον Πρύτανη του Δημοκρίτειου, Αλέξανδρο Πολυχρονίδη, το πολύτιμο Αρχείο με τις λεπτομέρειες και τις φωτογραφίες, που κρατούσε επιμελώς ο πατέρας του και που αποτελεί την ιστορία της ίδρυσής του.
Όι τοπικές αρχές και η κοινωνία τίμησαν με την αθρόα παρουσία τους την εκδήλωση, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη σειράς εορτών, μέσα στο 2023.
Δυστυχώς, και πριν περατωθεί μήνας από την εορταστική εκείνη εκδήλωση στην Κομοτηνή, υπήρξαν σε αυτήν, εξαιρετικά δυσάρεστα συμβάντα, τα οποία ναι μεν υπογραμμίζουν την καταλυτική σπουδαιότητα του Δημοκρίτειου, στη Θράκη, αλλά ταυτόχρονα προβάλλουν, δυστυχώς, και την ανεπαρκή κρατική παρουσία και μέριμνα στην περιοχή (ακριβώς όπως και πριν από 50 χρόνια).
Να αναφερθώ, λοιπόν, στο πρόσφατο θέατρο του παραλόγου, που ανέβηκε στον Ίασμο Θράκης με πρωταγωνιστή τον μουσουλμάνο δήμαρχο Οντέρ Μουμίν. Ο περί, ου, λοιπόν δήμαρχος απέλυσε εργαζόμενο τού εκεί δήμου, με την κατηγορία ότι ανήκε στους τρομοκράτες Γκιουλενιστές, που όπως είναι γνωστό, τυγχάνουν άσπονδοι εχθροί του κ. Ερντογάν. Αλλά ωστόσο η χώρα μας δεν έχει λόγους να είναι εναντίον τους. Στη συνέχεια της απόλυσης του υπαλλήλου, ο δήμαρχος έσπευσε να εγκρίνει τη μετακίνηση του στην Αθήνα για «λόγους ασφαλείας» και «δημοσίου συμφέροντος», εκλαμβάνοντας προφανώς τη Θράκη, ως περιοχή της Τουρκίας, στο εσωτερικό της οποίας οι Γκιουλενιστές διώκονται ως τρομοκράτες, και εντός της οποίας οφείλει να εφαρμοστεί η ίδια τουρκική πολιτική.
Δυστυχώς, το απαράδεκτο αυτό επεισόδιο, συνδέεται, θα έλεγα, άμεσα, με το περιεχόμενο των αποσπασμάτων από τον λόγο μου στον εορτασμό των 50 ετών, από την έναρξη των προσπαθειών ίδρυσης του Θρακικού Πανεπιστημίου, και τα οποία παραθέτω στη συνέχεια:
«Αυτό το Πανεπιστήμιο έγινε για να ακουστούν ακόμη πιο δυνατά σε αυτή την παραμεθόρια περιοχή οι χτύποι της καρδιάς της Ελλάδας. Για να φωτιστούν τα κάθε μορφής σκοτάδια μέσα από τη λαμπερή παρουσία του ελληνικού κράτους, και την ιδιαίτερη φροντίδα του για αυτή τη γωνιά της πατρίδας μας».
«Καθώς, λοιπόν, είμαι, η τελευταία αυτής της ομάδας, που ζω ακόμη, πιστεύω ότι οφείλω να απαντήσω, στο αν πράγματι η ίδρυση του Δημοκρίτειου ανέδειξε και θωράκισε την περιοχή. Στο αν η λειτουργία του εκπλήρωσε τα οράματα των πανεπιστημιακών της Βόρειας Ελλάδας.
Η απάντηση, φυσικά, και δεν είναι δύσκολη, καθώς η επίδραση του Δημοκρίτειου, στην εμφάνιση, στη ζωντάνια, στην ανάπτυξη της περιοχής είναι έντονα παρούσα και αναμφισβήτητη. Για όσους, όπως εγώ, γνώριζαν τη Θράκη, και ειδικότερα την Κομοτηνή πριν από τη γένεση του Δημοκρίτειου, η ανατροπή του παντός είναι, θα έλεγα, ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Αλλά και πως να μην είναι, όταν 24.000 νέα παιδιά, που νοικιάζουν διαμερίσματα, που αγοράζουν τα πάντα επιτοπίως, και που διαθέτουν αρκετά από τα εισοδήματά τους για διασκέδαση, έχουν δημιουργήσει, σε καθημερινή βάση, μια άλλη όψη, πιο λαμπερή και πιο αισιόδοξη, σε σύγκριση με το πριν.
Αλλά, όμως, εγώ ήμουν και εξακολουθώ να είμαι γκρινιάρα, ούσα σίγουρη ότι μεταφέρω απόψε εδώ και τη συνέχεια των απαιτήσεων, για την περιοχή, όσων πια δεν είναι μαζί μας. Το Δημοκρίτειο υπήρξε μια εξαιρετική πρωτοβουλία για τη Θράκη. Αλλά, δεν αρκεί για την περίπτωσή της. Και ήδη προ πολλού, είναι η σειρά της Πολιτείας να συμπληρώσει τα υπόλοιπα.
Θα επανέλθω, λοιπόν, στη γκρίνια μου, που εμπεριέχεται σε σωρεία βιβλίων, άρθρων, συνεδρίων και ομιλιών μου, και που άρχισε από την αρχή της δεκαετίας του ‘60 χωρίς να έχει σταματήσει ποτέ.
Αναφέρομαι στο ελληνικό κράτος το οποίο όφειλε, αμέσως μετά την προσάρτηση αυτής της περιοχής, να τη θωρακίσει κατά απόλυτη προτεραιότητα, με δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής, με υψηλής ποιότητας δημόσια εκπαίδευση και δημόσια υγεία, με διευκόλυνση παροχής δανείων με ευνοϊκούς όρους σε ιδιώτες επιχειρηματίες για επενδύσεις στην περιοχή, με κατάρτιση και εφαρμογή ταχύρρυθμων αναπτυξιακών προγραμμάτων, τα οποία να αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής, με διορισμό των αρίστων εκάστοτε δημοσίων υπαλλήλων, με εφαρμογή καλά μελετώμενων προγραμμάτων προσέγγισης ξένων επενδυτών, με ιδιαίτερες προδιαγραφές του μεταναστευτικού προγράμματος της περιοχής και προπαντός, όλα αυτά, με συνέχεια και συνέπεια. Δηλαδή, όχι όπως συνέβη πολύ συχνά στο διάστημα αυτής της πεντηκονταετίας, να εναλλάσσονται περίοδοι ενθουσιασμού, για τη Θράκη, μέσα στις οποίες να γίνονται έργα και να λαμβάνονται τα εκάστοτε δέοντα αναπτυξιακά μέτρα, αλλά στη συνέχεια αυτές να διαδέχονται από μακροχρόνιες περιόδους κρατικής αδιαφορίας και ουσιαστικής εγκατάλειψης της περιοχής.
Και στο σημείο αυτό να αναφερθώ στο κυριότερο αποτέλεσμα που θα έπρεπε να έχει η συνεχής κρατική φροντίδα για την εθνικά ευαίσθητη περιοχή της Θράκης: αυτή θα όφειλε προ πολλού να έχει καταλήξει στην επίτευξη κατά κεφαλήν εισοδήματος στην περιοχή υψηλότερου του αντίστοιχου μέσου εθνικού όρου. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, το κατά κεφαλήν εισόδημα Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης είναι το χαμηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο κάθε άλλης περιοχής της επικράτειας, εκτός αυτού του Βορείου Αιγαίου. Όπως άλλωστε ήταν και στις δεκαετίες των προσπαθειών για την ίδρυση του Δημοκρίτειου. Τότε, και δυστυχώς φοβούμαι ότι ισχύει και σήμερα, η Θράκη εθεωρείτο από τους δημοσίους υπαλλήλους ως, περίπου, τόπος εξορίας. Και τότε, όπως και σήμερα, μπορούμε να μιλήσουμε για τον οικονομικό και δημογραφικό γιγαντισμό της περιοχής της πρωτεύουσας, που καταπνίγει με την αδηφαγία και την αδιαφορία της τις αναπτυξιακές δυνατότητες της περιφέρειας. Θυμάμαι ότι στο παρελθόν, όταν ήταν επί τάπητος η ίδρυση του εδώ Πανεπιστημίου, ξέφευγα όταν βρισκόμουν στην Αθήνα, με κάποιο είδος κηρυγμάτων σε κοινωνικές συναναστροφές, και εξαγριωνόμουν κυριολεκτικά όταν ως γενικό συμπέρασμα προέκυπτε το «πόσο μακριά βρίσκεται η Θράκη από την Αθήνα».
Ανακεφαλαιώνοντας, θεωρώ ότι, σίγουρα, η συμβολή του Δημοκρίτειου στην ενίσχυση της γενικότερης φυσιογνωμίας της περιοχής είναι αποφασιστική και είναι αναμφισβήτητη. Δεν είναι, ωστόσο, αρκετή, αλλά αντιθέτως πρέπει το ταχύτερο να πλαισιωθεί και από ισχυρή κρατική φροντίδα. Απαιτείται κατεπειγόντως, ένας γενικότερος συντονισμός για τη λήψη μέτρων, που θα ανεβάσουν το κατά κεφαλή της εισόδημα και θα δημιουργήσουν ισχυρά αναπτυξιακά κίνητρα, έτσι που η Θράκη να περάσει στις ταχέως αναπτυσσόμενες περιοχές της Ελλάδας. Το Δημοκρίτειο έχει δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, και θα αποτελέσει ισχυρότατο μοχλό ανάπτυξης όταν και αν συνυπάρξει με ισχυρή κρατική βοήθεια.
Χρόνια πολλά στο Δημοκρίτειο. Να τα χιλιάσει σε μια Ελλάδα ανεξάρτητη και ισχυρή».