Σε επαγρύπνηση βρίσκονται οι επιστήμονες μετά την σεισμική ακολουθία σε Κρήτη και Λέσβο. Ο σεισμολόγος Γεράσιμος Παπαδόπουλος, αλλά και ο καθηγητής Γεωλογίας και Διαχείρισης κρίσεων, Ευθύμιος Λέκκας εξέφρασαν νωρίτερα σήμερα το πρωί, τις απόψεις τους, σε τηλεοπτική εκπομπή.
Σε ό,τι αφορά στην Λέσβο, ο κ. Παπαδόπουλος ανέφερε πως, υπάρχει μία γενική επιφύλαξη στους κύκλους των σεισμολόγων, η οποία προκύπτει από πολλούς λόγους.
«Ο πρώτος είναι ότι μέχρι τώρα έχουν γίνει τρεις ισχυροί σεισμοί, η όλη εικόνα δεν δείχνει αναμφισβήτητα μία ομαλά εξελισσόμενη φυσική μετασεισμική ακολουθία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η σεισμική δραστηριότητα εξελίσσεται πάνω στο χερσαίο τμήμα του νησιού, και αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε κοντά σε πόλεις και κωμοπόλεις και χωριά και οικισμούς. Άρα είναι πολύ πιο εκτεθειμένοι από το εάν ήταν σε θαλάσσιο χώρο όπως είναι για παράδειγμα στην κρητική θάλασσα. Ο τρίτος λόγος είναι ότι η περιοχή έχει σεισμικό ιστορικό, όπως για παράδειγμα το 1867, παρόλο που δεν είναι το μεγάλο ρήγμα της Αγίας Παρασκευής που σχίζει το νησί κυριολεκτικά στη μέση. Είναι ένα παρακείμενο ρήγμα με μικρότερες διαστάσεις» εξήγησε λεπτομερώς ο σεισμολόγος και συνέχισε:
«Προκύπτει από εκτιμήσεις σεισμολόγων ότι το ενδεχόμενο ενός μεγαλύτερου σεισμού είναι ανοιχτό, δεν έχει κλείσει. Η εικόνα που παίρνουμε για την σεισμικότητα της Λέσβου είναι ελλιπής γιατί η περιοχή βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια του σεισμογραφικού δικτύου και χάνουμε πολλούς μικρούς σεισμούς και δεν τους καταγράφουμε και δεν τους λαμβάνουμε υπόψιν στους υπολογισμούς. Χρειάζεται να τους καταγράφουμε πλέον, είναι κοινωνικό το ζήτημα».
Ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος πρότεινε την άμεση μεταφορά και τοποθέτηση φορητών σεισμογράφων, που θα έχουν την δυνατότητα άμεσης μετάδοσης των καταγραφών στα σεισμογραφικά κέντρα. «Έτσι θα καλυτερεύσουμε δραστικά την ακρίβεια και την λεπτομέρειες των δονήσεων που γίνονται στην περιοχή. Η στατιστική των σεισμών είναι γνωστή. Κατά μέσο όρο στην Ελλάδα κάθε χρόνο γίνεται σεισμός μεγέθους 6 Ρίχτερ ή και μεγαλύτερο. Το 2021 είχαμε 4 τέτοιους σεισμούς», κατέληξε.
Από την πλευρά του, ο Ευθύμιος Λέκκας εξήγησε πως ο χθεσινός σεισμός εκδηλώθηκε στην ίδια σεισμογόνο περιοχή που εκδηλώθηκε ο σεισμός των 4,9 Ρίχτερ το Σάββατο το πρωί.
«Έχουμε να κάνουμε με μία ακολουθία που είναι σε αποδρομή – δηλαδή μειώνεται σταδιακά και εκτονώνονται οι τεκτονικές δυνάμεις που συσσωρεύονται στο υπέδαφος», είπε αρχικά και συμπλήρωσε:
«Βεβαίως κρατάμε μία μικρή επιφύλαξη η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι το 1867 είχαμε έναν πολύνεκρο σεισμό στην ίδια περιοχή. αυτή η επιφύλαξη δημιουργεί και επιχειρησιακές δράσεις στην Λέσβο. Είναι 150 χρόνια πριν και είναι μία φυσιολογική περίοδος επανάληψης γιατί τα ρήγματα δεν συγκεντρώνουν δυνάμεις κάθε 20-40 χρόνια. Ο χρόνος επαναπλήρωσης των ρηγμάτων είναι της τάξεως των εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων».
Για τα ρήγματα και για το ενδεχόμενο ενός μεγάλου σεισμού τόνισε πως, «το ρήμα της Αταλάντης έχει 120 χρόνια που έχει ενεργοποιηθεί, θα ενεργοποιηθεί μετά περίπου 700 χρόνια. Το ρήγμα του 1867 υπολογίζεται στα 6,5 Ρίχτερ ωστόσο δεν υπήρχαν σεισμογράφοι, και δεν είμαστε σίγουροι για το εάν προέρχεται από τον ίδιο σεισμογόνο χώρο που έχουμε αυτούς τους σεισμούς. Το επίκεντρο για τότε προσδιορίζεται κατ’ εκτίμηση. Ενδεχομένως να γίνει ένας τέτοιος σεισμός αλλά οφείλουμε να σχεδιάζουμε με βάση αυτό το ενδεχόμενο, ενδεχόμενο το οποίο είναι πολύ μικρό σε πιθανότητα».
Τέλος, ο Ευθύμιος Λέκκαες εξήγησε πως το φαινόμενο της διάσπαρτης σεισμικότητας σε όλη τη χώρα, έχει επαναληφθεί χωρίς να προϊδεάζει κάποιον μεγάλο σεισμό. «Δεν στοιχειοθετείται έξαρση σεισμικής δραστηριότητας, καθώς θα έπρεπε να είναι σεισμοί πάνω από 5 και 6 Ρίχτερ», κατέληξε.