Την Παρασκευή έληξε η προθεσμία για την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την είσοδο στρατηγικού επενδυτή στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ). Εκτός από ορόσημο έναρξης του πρώτου σταδίου της διαδικασίας που προβλέπει το κυβερνητικό σχέδιο, αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ενδιαφέρον crash test.
Υπενθυμίζεται ότι το σχέδιο με την ονομασία «Ουρανός» προβλέπει την είσοδο στρατηγικού επενδυτή με ποσοστό 49% στην Commercial Company της ΕΑΒ, που θα ασκεί την εμπορική-παραγωγική δραστηριότητα και ο οποίος μέσω συμφωνίας των μετόχων θα έχει τον έλεγχο της διοίκησης. Στην εν λόγω εταιρία το Ελληνικό Δημόσιο θα κατέχει το 51%, ενώ όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, εγκαταστάσεις και εξοπλισμός της ΕΑΒ που θα μεταβιβαστούν στην Asset Company θα παραμείνουν στην απόλυτη κυριότητα (100%) του Ελληνικού Δημοσίου.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, η είσοδος στρατηγικού επενδυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της ΕΑΒ με τεχνογνωσία και στην πραγματοποίηση επενδύσεων για την αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της. Κύρια απαίτηση αποτελεί επίσης η δυνατότητα του στρατηγικού επενδυτή να υποστηρίξει σχεδόν το σύνολο των τύπων των αεροσκαφών και ελικοπτέρων σε υπηρεσία με τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις.
Αν και η εκδήλωση ενδιαφέροντος απέχει πάρα πολύ από την κατάθεση δεσμευτικής προσφοράς, που αποτελεί το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, εντούτοις θα αποτελέσει ισχυρή ένδειξη για το ενδιαφέρον που μπορεί να προσελκύσει η ΕΑΒ.
Lockheed Martin, Airbus, Leonardo και Boeing oι πιθανοί «μνηστήρες»
Με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι στιγμής, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η εκδήλωση ενδιαφέροντος από την αμερικανική Lockheed Martin. Πρόκειται για τον κύριο προμηθευτή αεροσκαφών και ελικοπτέρων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και τον πελάτη της ΕΑΒ που μέσω του έργου που της αναθέτει διασφαλίζει περίπου το 80% του ετήσιου κύκλου εργασιών της κρατικής εταιρίας.
Επίσης, ενδιαφέρον να συμμετάσχουν στη διαδικασία φέρεται ότι έχουν εκδηλώσει η γαλλική Dassault Aviation, η οποία με την προμήθεια των 24 μαχητικών Rafale διατηρεί τον ρόλο της ως προμηθευτή μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, η ευρωπαϊκή Airbus, η ιταλική Leonardo και ενδεχομένως η αμερικανική Boeing.
Πρόκειται για μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρίες αεροδιαστημικής και αμυντικής τεχνολογίας παγκοσμίως και η κοινή λογική υποδεικνύει ότι όσες τελικά υποβάλουν δεσμευτική προσφορά σημαίνει ότι έχουν αξιολογήσει την ΕΑΒ ως ελκυστική και οικονομικά αποδοτική επένδυση.
Ας σημειωθεί εδώ ότι πιθανότατα η είσοδος μίας από τις ανωτέρω εταιρίες ως στρατηγικού επενδυτή αυτομάτως αποκλείει τη συνεργασία – συμμετοχή άλλης. Γι’ αυτό εξάλλου και στο κείμενο της εκδήλωσης ενδιαφέροντος που συνέταξε η Ernst & Young ως σύμβουλος του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων αναφέρεται ότι η Asset Company ή το Ελληνικό Δημόσιο, σε συμφωνία με τον στρατηγικό επενδυτή, μπορούν να επιλέξουν την άμεση ή έμμεση διαχείριση συγκεκριμένων συμβάσεων της ΕΑΒ που βρίσκονται ήδη σε ισχύ, για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης και της σύγκρουσης συμφερόντων του επενδυτή.
Εάν όμως, έστω και εν μέρει, επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες για τις εταιρίες που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, τότε η προβληματική ΕΑΒ δεν μετατρέπεται αυτομάτως σε «πολύφερνη νύφη»; Είμαστε δηλαδή ενώπιον «απόπειρας ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου από τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη»; Ή της «παράδοσης της λαϊκής περιουσίας στα διεθνή μονοπώλια, στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση»;
Αδιαμφισβήτητη αποτυχία του ελληνικού κράτους
Σίγουρα πάντως πρόκειται για την αδιαμφισβήτητη αποτυχία του ελληνικού κράτους κατά τα τελευταία 50 χρόνια να αναπτύξει εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Για αυτή την αποτυχία, που ουδείς ποτέ παραδέχτηκε δημοσίως ούτε φυσικά αναζητήθηκαν ευθύνες, υπάρχουν πολλοί λόγοι.
Εχει όμως πλέον αποδειχθεί στην πράξη ότι σημαντική βαρύτητα κατέχει η εξαρχής μονοσήμαντη εμμονή στον κρατικό έλεγχο του τομέα. Η ΕΑΒ ιδρύθηκε ως κρατική εταιρία το 1975, η πρώην Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων (ΕΛΒΟ) κρατικοποιήθηκε το 1987 και από τις δύο συνιστώσες της Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) η μεν ΠΥΡΚΑΛ κρατικοποιήθηκε το 1982, η δε ΕΒΟ ιδρύθηκε ως κρατική το 1977.
Λογικά, λοιπόν, μεταφέρθηκαν και ενσωματώθηκαν στον «γενετικό κώδικά» τους όλες οι γνωστές παθογένειες του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Παρεμπιπτόντως, η διαχρονικά προνομιακή μεταχείριση που απολαμβάνουν από τις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου που ταυτόχρονα αποτελεί τον μέτοχο/ιδιοκτήτη τους έχει λειτουργήσει και σε βάρος της εγχώριας ιδιωτικής βιομηχανίας.
Σε μία εναλλακτική πραγματικότητα, όπου η ΕΑΒ τα περίπου 50 χρόνια της ζωής της είχε διοικήσεις προερχόμενες από τα «σπλάχνα» της και όχι οριζόμενες από την εκάστοτε κυβέρνηση και οι οποίες και θα λογοδοτούσαν για τα πεπραγμένα τους, λειτουργούσε με αυστηρά ιδιωτικά κριτήρια και ήταν διεθνώς ανταγωνιστική, θα αποτελούσε σήμερα εξαιρετικά ελκυστικό εταίρο για τη σύσταση συμπράξεων με όλες σχεδόν τις προαναφερθείσες εταιρίες, θα είχε αποκτήσει αξιόλογη πνευματική ιδιοκτησία και ως εθνικός πρωταθλητής θα συμμετείχε με αξιώσεις σε διμερή και πολυεθνικά (ευρωπαϊκά και διεθνή) προγράμματα.
Δυστυχώς, όμως, στην πραγματικότητα που ζούμε, είναι ένας υπεργολάβος που καταγράφει ζημίες (μέχρι το 2020) και καθυστερήσεις στην έγκαιρη εκτέλεση του έργου που έχει αναλάβει. Και, το χειρότερο, ο ιδιοκτήτης του, το Ελληνικό Δημόσιο, με τις πρακτικές που ακολουθεί επί 50 χρόνια την έχει οδηγήσει συστηματικά σε πολυεπίπεδη απαξίωση.