Η Γεωργία Παπαδάμου, διευθύντρια του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας (ΠΓΝΛ), Πρόεδρος του Συλλόγου Ιατρών ΕΣΥ και ειδικευόμενων ιατρών του ΠΓΝΛ, περιγράφει τις «φρικιαστικές» στιγμές που αντίκρισαν και βίωσαν οι γιατροί του ΠΓΝΛ, όταν ξεκίνησαν να φθάνουν τα ασθενοφόρα με θύματα και τραυματίες από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη.
Η κ.Παπαδάμου κατακεραυνώνει τις κυβερνήσεις που απαξίωσαν το ΕΣΥ και άφησαν υποστελεχωμένο το νοσοκομείο και τονίζει ότι παρά την εξάντληση, οι υγειονομικοί συνεχίζουν γιατί έχουν «ευθύνη απέναντι στους ασθενείς». Την ανακοίνωση απέστειλε το ΚΚΕ.
Αναλυτικά:
«Από την πρώτη στιγμή της τραγωδίας, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό των δύο δημόσιων Νοσοκομείων της πόλης ρίχτηκε με αυταπάρνηση στη μάχη για να σωθούν ανθρώπινες ζωές, να δοθούν οι πρώτες βοήθειες στους τραυματίες.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας που εφημέρευε, στο Γενικό Νοσοκομείο, αλλά και στα Νοσοκομεία σε Κατερίνη και Θεσσαλονίκη, σήμανε συναγερμός.
Αμέσως ξεκίνησαν οι πρώτες διακομιδές ασθενών με τα ασθενοφόρα, άνοιξαν κλίνες, οργανώσαμε τη μάχη για τον συνάνθρωπο μας που το είχε ανάγκη. Πολλοί συνάδελφοι, παρόλο που είχαν σχολάσει μετά από μια εξαντλητική βάρδια, γύρισαν αμέσως πίσω στο Νοσοκομείο και χωρίς να υπολογίζουν κόπο, ρίχτηκαν και αυτοί στη μάχη. Πολλοί από αυτούς δούλεψαν ασταμάτητα για 20 ώρες, μπήκαν στα χειρουργεία, διασωλήνωσαν τραυματίες, έδωσαν τις πρώτες βοήθειες.
Όσο και αν έχουμε εμπειρία στη διαχείριση ασθενειών, ειδικά μετά από τρία χρόνια πανδημίας, το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν φρικιαστικό.
Απανθρακωμένα, διαμελισμένα πτώματα. Αλλά και έξω από το Νοσοκομείο απελπισμένοι, γεμάτοι οργή άνθρωποι, που με αγωνία ρωτούσαν για τους συγγενείς και τους φίλους τους. Με ψυχραιμία -όσο γίνεται σε τέτοιες στιγμές- προσπαθήσαμε να τους ενημερώσουμε, να απαντήσουμε στα ερωτήματα για το αν ζει το παιδί τους.
Σφίξαμε τα δόντια μας και τους δώσαμε κουράγιο και ελπίδα.
Το νεαρό της ηλικίας των περισσότερων θυμάτων και τραυματιών ήταν ακόμα μια γροθιά στο στομάχι μας, με το ερώτημα “ποιος φταίει που χάνονται άδικα ακόμα μια φορά ανθρώπινες ζωές”, να τριγυρνά στο κεφάλι μας.
Αλλά εμείς έπρεπε να είμαστε ακόμα μια φορά δυνατοί, όχι για εμάς αλλά για αυτούς που έπρεπε να σώσουμε, για τις οικογένειες τους.
Και ήμασταν!
Κόντρα στην απαξίωση που έχουμε βιώσει κατά καιρούς από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, κόντρα στην υποστελέχωση που μας οδηγεί πολλές φορές στην εξάντληση.
Παρόλο που είμαστε πολύ θυμωμένοι θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με το κεφάλι ψηλά. Όποιος το σκύψει δεν βοηθάει κανέναν παρά μόνο αυτούς που έφεραν την κατάσταση έως εδώ. Έχουμε ευθύνη απέναντι στους ασθενείς, στο λαό μας γιατί ξέρουμε καλά ότι “μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό”»