Οι προσεχείς, πιθανά διπλές, εθνικές εκλογές είναι κρίσιμες όχι μόνο για τη χώρα και την πορεία των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο του ελληνικού λαού και διά αυτής τη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και για την εθνική άμυνα.
–Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Όποια κυβέρνηση σχηματιστεί, αυτοδύναμη ή συνεργασίας, θα κληθεί από το περιβάλλον ασφαλείας της χώρας, όπως έχει διαμορφωθεί και εξελίσσεται, να δώσει απαντήσεις σε καυτά ζητήματα που αφορούν την εθνική άμυνα και τα οποία μέχρι και σήμερα είτε κρύβονταν κάτω από το χαλί είτε υποχωρούσαν σε δεύτερο πλάνο, στο φόντο των αναθέσεων συμβάσεων υψηλού κόστους για εξοπλιστικά προγράμματα.
Οι ενδείξεις ότι η πρακτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα, περίπου 50 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, στην εθνική άμυνα έχει εξαντλήσει τα όριά της συνεχώς αυξάνονται. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πρακτικής είναι η αποσπασματική φύση της και η σχεδόν παντελής έλλειψη συνέχειάς της. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τους εξοπλισμούς, τα τελευταία 50 χρόνια παρουσιάζεται το φαινόμενο η συντριπτική πλεινότητα των εξοπλιστικών προγραμμάτων να υλοποιείται υπό καθεστώς ανάγκης, που επιβάλλεται από μείζονα κλιμάκωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε το 1974 (τουρκική εισβολή στην Κύπρο), το 1996 (Κρίση των Ιμίων) και το 2020 (κρίση συνόρων Εβρου – ανατολικής Μεσογείου).
Δυστυχώς, για το 1974 δεν διατίθενται επαρκή στοιχεία, όμως για την περίοδο 1980 έως και 1995, δηλαδή συνολικά 16 έτη, οι συνολικές δαπάνες μόνο για υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων υπολογίζονται σε περίπου 4,9 δισ. ευρώ (κατά μέσον όρο 300.000.000 ευρώ ετησίως). Αντίστοιχα, μετά την Κρίση των Ιμίων, την περίοδο 1998-2008, το ύψος των συμβάσεων που ανατέθηκαν από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ), υπολογίζεται στα 23,678 δισ. ευρώ. Τέλος, από τον Ιούλιο του 2019, όταν ανέλαβε την εξουσία η παρούσα κυβέρνηση, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2022 έχουν συμβασιοποιηθεί συνολικά 172 εξοπλιστικά προγράμματα συνολικής αξίας 14,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νικόλαος Παναγιωτόπουλος κατά την ομιλία του ομιλία του στη Βουλή για την κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2023.
Και στις τρεις περιπτώσεις η χώρα αναγκάστηκε να προβεί σε μεγάλες προμήθειες οπλικών συστημάτων, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να καλύψει στον ταχύτερο δυνατό χρόνο την υστέρηση στον ελληνοτουρκικό συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος. Τόσο το 1974 όσο και το 1996, την αρχική περίοδο της «φρενίτιδας» ακολούθησαν χρόνια «χαλάρωσης», είτε λόγω πολιτικής επιλογής είτε λόγω της οικονομικής πραγματικότητας, ενώ μετά τη χρεωκοπία του 2010 η εθνική άμυνα τέθηκε σε καθεστώς υποχρεωτικής αγρανάπαυσης.
Το ζήτημα που εγείρεται είναι αν αντίστοιχη «χαλάρωση» θα εμφανιστεί και κατά τα επόμενα χρόνια. Με βάση τα στοιχεία που ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Αμυνας στην ίδια ομιλία, ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξήθηκε από 3,35 δισ. ευρώ το 2020 σε 5,44 δισ. ευρώ το 2021 και 6,39 ευρώ το 2022, για να μειωθεί σε 5,65 δισ. ευρώ για το 2023. Να σημειωθεί, δε, ότι η μείωση μεταξύ 2022 και 2023 οφείλεται αποκλειστικά στην περικοπή των πιστώσεων του προϋπολογισμού για τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Γενικά, η οικονομική κατάσταση της χώρας σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία παρουσιάζεται βελτιωμένη, αλλά παντελώς απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η πανδημία ή η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αποδείχτηκε ότι εύκολα μπορούν να εκτροχιάσουν την κατάσταση σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Ελπίζουμε ότι τα κόμματα που θα διεκδικήσουν την ψήφο του ελληνικού λαού στις προσεχείς εκλογές να έχουν κατανοήσει ότι:
– Χωρίς ισχυρή οικονομία και κοινωνία δεν υπάρχει ισχυρή εθνική άμυνα, καθώς για αυτή απαιτείται η διάθεση ανθρώπινων και οικονομικών πόρων.
– Απαιτούνται δομικές και διαρθρωτικές αλλαγές στο ελληνικό οικοσύστημα της άμυνας που η σχεδίαση και υλοποίηση τους υπερβαίνει τον τετραετή βίο μιας κυβέρνησης.
– Η καταγεγραμμένη τάση υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων υπό συνθήκες πίεσης που δημιουργεί η εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας και η μετά αυτής «χαλάρωση» δεν αποτελούν την αποδοτικότερη πρακτική. Σε τελική ανάλυση, από τη δεκαετία του 1950 η Αγκυρα ουδέποτε έκρυψε τους στρατηγικούς αντικειμενικούς σκοπούς της ούτε τις μεθόδους για την επίτευξή τους. Το μόνο που μεταβάλλεται ανά περιόδους είναι ο ρυθμός – ένταση και η φύση των μεθόδων.
Δυστυχώς, πλέον στην εθνική άμυνα, όπως σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, οι γενικόλογες αναφορές και θεωρήσεις μπορεί να δίνουν το στίγμα της πολιτικής, αλλά δεν επαρκούν. Τα προβλήματα και οι προκλήσεις έχουν ενταθεί και απαιτούνται συγκεκριμένη στρατηγική και σαφείς λύσεις.
Τα λάθη του παρελθόντος και οι απαντήσεις που πρέπει να δώσουν τα κόμματα εξουσίας
Πλέον κόμματα και κοινωνία θα πρέπει, αφού απαντήσουν σε ορισμένα βασικά ερωτήματα, να λάβουν δύσκολες αποφάσεις, πολλές εκ των οποίων θα έπρεπε να είχαν ληφθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Πρώτο και βασικότερο είναι πώς οραματιζόμαστε τη θέση της χώρας μας στον κόσμο, ποιους στρατηγικούς σκοπούς θέτουμε και τι απαιτείται να πράξουμε για να τους επιτύχουμε. Εξίσου βασικό είναι το πώς διαχειριζόμαστε όχι μόνο σήμερα, αλλά σε βάθος προβλεπτού χρόνου τις σχέσεις με την Τουρκία και γενικότερα τον ελληνοτουρκικό γεωστρατηγικό ανταγωνισμό, που πλέον έχει ήδη επεκταθεί στην ανατολική Μεσόγειο και έχει αποκτήσει «υλικό» περιεχόμενο, την πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και τη νομή των ωφελημάτων από την εκμετάλλευσή τους.
Για παράδειγμα, θεωρούμε ότι τυχόν αλλαγή ηγεσίας στις επικείμενες τουρκικές εθνικές εκλογές θα δημιουργήσει προϋποθέσεις εξεύρεσης ενός στρατηγικού modus vivendi, που θα μεταβάλλει τα δεδομένα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών; Ή ότι η πληθυσμιακά και οικονομικά ισχυρότερη Τουρκία (περίπου οκταπλάσιος πληθυσμός και ακαθάριστο εθνικό προϊόν) μετά δύο δεκαετίες πολιτικής κυριαρχίας του Ερντογάν και του κόμματος του έχει πλέον υποστεί μία μετάλλαξη που καθιστά ελάχιστα πιθανή κάποιου είδους συνεννόηση και έχει θέσει τη γειτονική χώρα σε νομοτελειακή πορεία σύγκρουσης μαζί μας; Ή, για να χρησιμοποιήσουμε ενδεχόμενο που πρόσφατα διατυπώθηκε δημόσια και προκάλεσε αντιδράσεις, θεωρούμε ότι πιθανή συνεκμετάλλευση των θαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών θα σημάνει την εξάλειψη του ελληνοτουρκικού γεωστρατηγικού ανταγωνισμού και της καταφανούς επιδίωξης της Αγκυρας να ελέγχει γεωστρατηγικά την ανατολική Μεσόγειο και τον «διάδρομο» του Αιγαίου;
Γιατί οι απαντήσεις στα ανωτέρω ενδεικτικά και σε απλοποιημένη μορφή ερωτήματα θα καθορίσουν τι είδους εθνική άμυνα επιθυμούμε/πρέπει να έχουμε και θα προσδιορίσουν, επίσης, τους πόρους, οικονομικούς και ανθρώπινους, που θα πρέπει να διαθέσουμε για να την αποκτήσουμε. Λάθη του παρελθόντος, όπως, παραδείγματος χάριν, η επίσημη διακήρυξη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ) Ελλάδας – Κύπρου, η αδυναμία υλοποίησής του και, τελικά, η εγκατάλειψή του, δεν θα πρέπει να επαναληφθούν, καθώς, αντί να ενισχύσουν την εθνική αποτροπή, τελικά την υπονομεύουν.
Ας σημειωθεί ότι, κατά μαρτυρία παρισταμένων, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας ενημερώθηκε από επιτελείς του ΓΕΕΘΑ για τη μελλοντική (σε βάθος δεκαπενταετίας) δομή δυνάμεων και το άμεσα συνδεδεμένο με αυτή ΔΕΣΕΣ (Δεκαπενταετές Σχέδιο Εξοπλιστικών Στόχων) προς υποστήριξη των στόχων της Πολιτικής Εθνικής Αμυνας (συμπεριλαμβανομένου του ΕΑΧ), υπέστη δυσάρεστο αιφνιδιασμό από τον… λογαριασμό, καθώς είχε προϋπολογιστεί σε περίπου 52 δισ. ευρώ (εκείνη την εποχή περί τις 17,8 τρισ. δραχμές). Στη συνέχεια πληροφόρησε τους επιτελείς ότι η διακήρυξη του δόγματος του ΕΑΧ είχε πρωτίστως πολιτική σημασία.
Έντεκα συν ένα κρίσιμα ερωτήματα
Απαιτείται, επίσης, να απαντηθούν και ερωτήματα που αφορούν επιμέρους, αλλά εξίσου σημαντικά ζητήματα, όπως:
– Η ίδρυση «πολιτικού» υπουργείου Εθνικής Άμυνας στο οποίο θα μεταβιβαστούν όλες οι αρμοδιότητες του ΓΕΕΘΑ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας) ως επιτελείου σε συνδυασμό με τον μετασχηματισμό του δευτέρου σε Ανώτατο Διακλαδικό Στρατηγείο, ώστε να επικεντρωθεί στην κύρια αποστολή του, δηλαδή τη διεξαγωγή διακλαδικών επιχειρήσεων.
– Η αφαίρεση από τα Γενικά Επιτελεία των κλάδων (Στρατός, Ναυτικό, Αεροπορία) όλων των επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων και η μετά την κατάλληλη αναδιοργάνωσή τους εστίαση αποκλειστικά στη συγκρότηση, εκπαίδευση, εξοπλισμό και υποστήριξη δυνάμεων (force providers), που θα διατίθενται στο Ανώτατο Διακλαδικό Στρατηγείο για να διεξαγάγει επιχειρήσεις σε ειρήνη, κρίση και πόλεμο (force employer).
– Η υπαγωγή των αρχηγών των Γενικών Επιτελείων (ΓΕΕΘΑ. ΓΕΣ, ΓΕΝ και ΓΕΑ) απευθείας στον υπουργό Εθνικής Άμυνας.
– Η καταπολέμηση της τάσης συγκρότησης νέων διοικήσεων και στρατηγείων που απλώς επιβαρύνουν μία ήδη πολυεπίπεδη δομή διοίκησης και η γενικευμένη χρήση σύγχρονων τεχνολογικών δυνατοτήτων, ώστε να επιτευχθεί η απλοποίησή της με την αφαίρεση ενδιάμεσων επιπέδων. Αντικειμενικός σκοπός είναι η επιτάχυνση του φίλιου κύκλου «Παρατήρησης – Προσανατολισμού – Απόφασης – Ενέργειας» («Observation – Orientation – Decision – Action: OODA loop»), για να επιτευχθεί η ταχύτερη, σε σχέση με τον αντίπαλο, λήψη των κατάλληλων αποφάσεων και, τελικά, η νίκη.
– Ο περιορισμός του πλήθους των ανώτατων αξιωματικών, που είναι υπερβολικός για το μέγεθος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Σήμερα το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (ΑΣΣ) αποτελείται από 11 αντιστράτηγους, το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ) από τέσσερις αντιναυάρχους και 12 υποναυάρχους και το Ανώτατο Αεροπορικό Συμβούλιο (ΑΑΣ) από πέντε αντιπτεράρχους και 19 υποπτεράρχους, και φυσικά στον αριθμό θα πρέπει να προστεθούν ένας στρατηγός (ο Α/ΓΕΕΘΑ) και μεγάλος αριθμός υποστρατήγων Οπλων και Σωμάτων του Στρατού Ξηράς, οι οποίοι δεν μετέχουν στο ανώτατο συλλογικό όργανο, το ΑΣΣ. Ο αριθμός των ανώτατων αξιωματικών πολλαπλασιάζεται εφόσον συμπεριληφθούν και οι εν αποστρατεία, αφού, λόγω ενός εξαιρετικά στρεβλού συστήματος αξιολόγησης και προαγωγών, το οποίο τα τελευταία 50 χρόνια ουδεμία κυβέρνηση εκδήλωσε τη βούληση να εξορθολογήσει, όλες σχεδόν οι προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια καταλήγουν σε δικαίωση. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους οι διοικητές των μεραρχιών είχαν τον βαθμό του συνταγματάρχη, όπως και σήμερα οι διοικητές ταξιαρχιών σε πολλές χερσαίες δυνάμεις ανά τον κόσμο.
– Η μετατόπιση της βαρύτητας από τον σχηματισμό στη μονάδα, που αποτελεί το «κύτταρο» της μαχητικής ισχύος και την κύρια οργανωτική δομή διεξαγωγής του αγώνα. Μονάδες με χαμηλά ποσοστά στελέχωσης ούτε το προσωπικό τους μπορούν να εκπαιδεύσουν επαρκώς ούτε να συντηρήσουν τα υλικά τους.
– Ο αριθμός των στελεχών (αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, επαγγελματίες οπλίτες – ΕΠ.ΟΠ.). Περίπου δύο δεκαετίες μετά την απόφαση μετάβασης σε ημιεπαγγελματικές Ενοπλες Δυνάμεις, επιβάλλεται συνολική αξιολόγηση του κόστους και της απόδοσης του συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον τα δημόσια οικονομικά αδυνατούν να υποστηρίξουν «αξιοπρεπείς» μισθούς και παροχές για τα στελέχη, τότε ας εξεταστεί η μείωση του αριθμού τους με ταυτόχρονη ενίσχυση του ρόλου των στρατευσίμων. Εφόσον το ζήτημα δεν αντιμετωπιστεί, η χαμηλή ελκυστικότητα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων που έχει καταγραφεί τα δύο τελευταία χρόνια είναι πιθανό να γενικευτεί ως φαινόμενο.
– Η ηλικιακή ανανέωση των ΕΠ.ΟΠ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν έγινε η πρόσληψη των πρώτων ΕΠ.ΟΠ., μέχρι και σήμερα, για το ζήτημα της ηλικιακής ανανέωσης αυτής της κατηγορίας των στελεχών δεν έχει ληφθεί ουδεμία μέριμνα. Η λύση πιθανά βρίσκεται στην επέκταση του θεσμού, ώστε να αποτελεί υποχρεωτικό προκαταρκτικό στάδιο για την πρόσληψη προσωπικού στα Σώματα ασφαλείας και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες που έχουν ανάγκη συγκεκριμένες ειδικότητες. Με άλλα λόγια, ένας ΕΠ.ΟΠ. έπειτα από υπηρεσία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή την εξάντληση της επταετούς υποχρέωσης για την οποίαν έχει προσληφθεί, και εφόσον έχει επιδείξει κατάλληλη διαγωγή και ικανότητες να μπορεί, αν δεν επιθυμεί ή αν για λόγους οροφής δεν είναι εφικτή η μονιμοποίησή του, να μετατάσσεται στα Σώματα ασφαλείας ή σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες.
– Η διάρκεια της θητείας των στρατεύσιμων. Η παρούσα κυβέρνηση διεκδικεί παγκόσμια καινοτομία, καθώς η υπό περιορισμούς αύξηση της διάρκειας της θητείας που ανακοίνωσε το 2021 κατόρθωσε να έχει ελάχιστο πρακτικό όφελος. Οπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, η πρακτική (επιχειρησιακή) αξία της θητείας με την παρούσα διάρκεια και περιεχόμενο για την εθνική άμυνα είναι μικρή, ενώ αντίθετα επιβαρύνει σημαντικά γονείς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Επιπρόσθετα, αν υλοποιηθεί η επιλογή για την εκ νέου ενεργοποίηση των κέντρων εκπαίδευσης, θα αναλώσει πρόσθετους πόρους που απλά δεν περισσεύουν. Το ζήτημα αποτελεί «γόρδιο δεσμό» και αναζητείται αυτός που θα τον κόψει.
– Η κατά προτεραιότητα υποχρεωτική διασφάλιση των αναγκαίων πόρων για τη συντήρηση και υποστήριξη κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, τουλάχιστον των κύριων οπλικών συστημάτων και μέσων. Γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, σε λίγα χρόνια θα συνειδητοποιούμε και πάλι «έκπληκτοι» ότι η επένδυση, δηλαδή τα χρήματα των φορολογουμένων… έχει πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Γιατί προκαλεί τη κοινή λογική να είναι γνωστή επί τουλάχιστον μία δεκαετία σε όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρμοδίους η εξαιρετικά χαμηλή διαθεσιμότητα των C-130, και, όταν αυτό γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό, να παριστάνουν άπαντες τους «έκπληκτους» και να κινητοποιούνται για την επίλυση του προβλήματος!
– Η σημασία των υποδομών. Παραβιάζει την κοινή λογική η προμήθεια υπερσύγχρονων μαχητικών υψηλών επιδόσεων, όπως τα Rafale, που όμως αναγκάζονται να επιχειρούν από υποδομές της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Αντί στον Προϋπολογισμό του 2022 να προβλέπονται πιστώσεις μόλις 400.000 ευρώ για τη συντήρηση των υποδομών ενός κλάδου (!), είναι προτιμότερο οι Ενοπλες Δυνάμεις να περιορίσουν δραστικά τον αριθμό των υποδομών τους, ώστε να εξοικονομηθούν πόροι για την πληρέστερη συντήρηση αυτών που θα διατηρηθούν.
Ποιο είναι το μέλλον της εγχώριας βιομηχανίας;
– Ο «συγχρονισμός» εξοπλιστικών προγραμμάτων με την εγχώρια βιομηχανική βάση. Η μεγιστοποίηση της εμπλοκής της εγχώριας βιομηχανίας στην παραγωγή και, πρωτίστως, στη συντήρηση και υποστήριξη των οπλικών συστημάτων που προμηθεύεται η χώρα είναι πολύ απλά ο μόνος δρόμος ώστε οι σχετικές δαπάνες να καταστούν οικονομικά βιώσιμες. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι η αμυντική βιομηχανία είναι τομέας ο οποίος σε όλο τον κόσμο αποτελεί πεδίο άσκησης κρατικής παρέμβασης. Φυσικά, εντελώς διαφορετικής κατεύθυνσης και περιεχόμενου από όσα μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί στη χώρα μας.