Να συνέλθει από το τεράστιο σοκ που υπέστη το βράδυ της περασμένης Τρίτης στα Τέμπη προσπαθεί ο Θεόδωρος Κατσιούλης, επιβάτης του μοιραίου Intercity 62. Με τη φράση «κατάλαβα ότι θα πεθάνω» περιέγραψε τα όσα έζησε.
«Κατάλαβα ότι θα πεθάνω. Τότε ένα παιδί έσπασε με ένα σίδερο το τζάμι και βγήκα από εκεί» είπε αρχικά ο επιβάτης, που βρισκόταν στο βαγόνι νο3 της επιβατικής αμαξοστοιχίας. Περιγράφοντας τα πρώτα λεπτά μετά τη σύγκρουση είπε ότι «ήμασταν 3 μέτρα στο ύψος και είπα “τι έγινε εδώ; είμαστε σε γέφυρα;” αυτή την εντύπωση μου έδωσε».
Όπως εξήγησε, πήγε να πιαστεί για να δει πως θα πέσει και εκείνη την στιγμή μια γυναίκα με δύο παιδιά από την Αθήνα του ζήτησε να πάρει τα παιδιά της. «Πήρα πρώτα το κοριτσάκι, μετά το αγόρι και όταν το έπιασα πέσαμε μαζί» περιέγραψε ο κ. Κατσιούλης και συνέχισε:
«Φύγαμε από εκεί κάναμε τον κύκλο αλλά παντού επικρατούσε σκοτάδι. Ακούσαμε τους ανθρώπους που φώναζαν “φέρτε μου ένα μπουφάν, το πόδι μου”. Δεν το πίστευα αυτό που έγινε, κανείς δεν το πίστευε. Πήγαμε να βοηθήσουμε, μου φαίνεται απίστευτο, αλλά πού να τους αφήσεις». Ο ίδιος εξομολογήθηκε ότι «ακόμα δεν μπορώ να δω τις εικόνες, ακόμα και τώρα που σας μιλάω η καρδιά μου χτυπάει, δεν έχω κοιμηθεί ακόμα από την Τρίτη, φοβάμαι. Άνθρωποι που βρίσκονταν δίπλα μας εξαφανίστηκαν, μύριζε παντού καμμένο».
Όπως επεσήμανε, μάλιστα, δείχοντας το εισιτήριό του «για μένα το εισιτήριο ήταν της ζωής, για πολλούς ήταν του θανάτου. Πολλά παιδιά που ήταν εκεί και γελούσαν δεν τους είδα ποτέ ξανά». Συμπλήρωσε, δε, ότι «στα Παλαιοφάρσαλα άκουσα τον μηχανοδηγό να λέει ότι υπήρχε μια βλάβη και έχουμε πολύ κόσμο, τον ένιωσα ότι ήταν ανήσυχος για την καθυστέρηση».
«Αυτή τη στιγμή δεν ανεβαίνω ξανά σε τρένο. Αν δεις τον θάνατο και γλιτώσεις όλα, οι λογαριασμοί και τα άλλα, δεν έχουν άλλη αξία, το ότι αναπνέω τον αέρα είμαι ευγνώμων» κατέληξε ο επιβάτης που βγήκε ζωντανός από την τραγωδία.