Το έγκλημα των Τεμπών θύμισε την άβυσσο που χωρίζει τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας με τη… δημοσιογραφική ελίτ. Δίπλα στα ονόματα των πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, που φέρουν βαρύτατες ευθύνες για ό,τι συνέβη με το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, βρίσκονται και αυτά γνωστών δημοσιογράφων που έχουν καταφέρει με τα σχόλια και τις αναλύσεις τους να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους.
- Του Κυριάκου Δημάγγελου
Τις τελευταίες ημέρες, γνωστοί τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι γίνονται viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπαίνουν σε πανό γηπέδων ή γίνονται το κύριο θέμα σε σατιρικές εκπομπές. Η απάντηση σε αυτόν τον ορυμαγδό επιθέσεων ήρθε άμεσα από την ΕΣΗΕΑ, ενώ πολλοί εκ των δημοσιογράφων που βίωσαν τα πυρά της κριτικής βγήκαν στην αντεπίθεση, μιλώντας για φασιστική στοχοποίηση. Κάπως έτσι, τα δίπολα μπήκαν στην ατζέντα και πλέον ο κόσμος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον Κανάκη και τον Πορτοσάλτε. Είναι όμως αυτό το πραγματικό ερώτημα;
Το πρόβλημα της ελληνικής δημοσιογραφίας δεν είναι η μηδενιστική κριτική του Αντώνη Κανάκη, ούτε τα ξεσπάσματα του Γιώργου Λιάγκα. Ο Αντώνης Κανάκης και κάθε Κανάκης δεν δημιουργεί το κλίμα. Αντίθετα, πατάει πάνω σε ένα υπάρχον κύμα αμφισβήτησης της δημοσιογραφικής ελίτ.
Απόκρυψης της είδησης
Για μεγάλη μερίδα κόσμου, και ιδιαίτερα για τη νέα γενιά, η δημοσιογραφία έχει χάσει την τιμή της. Ο λόγος είναι απλός: Δεν τηρεί έναν εκ των βασικότερων κανόνων της – δεν ελέγχει την εξουσία. Αντίθετα, πολλές φορές την υποστηρίζει, και ορισμένες φορές με χυδαίο και εξόφθαλμο τρόπο. Τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια, η στήριξη αυτή χτύπησε «κόκκινο», καθώς για πρώτη φορά μετά την εποχή Σημίτη υπήρχε μια διαρκής και συστηματική προσπάθεια απόκρυψης ή παραποίησης των ειδήσεων, ενώ άλλες φορές δεν έλειπε και η προσπάθεια ενοχοποίησης του κόσμου από τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Η λίστα είναι μακρά και περιλαμβάνει τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, τη λίστα Πέτσα, τους διθυράμβους για το στιλ του πρωθυπουργού, την απόκρυψη των εξορμήσεων του πρωθυπουργού εν μέσω καραντίνας, τη συστηματική παραποίηση των ειδήσεων για τον κορονοϊό και φυσικά το σκάνδαλο των υποκλοπών. Με λίγα λόγια, η… ελίτ μετατράπηκε από ελεγκτής της εξουσίας σε αποκούμπι της.
Το πρόβλημα δεν είναι οι αναλύσεις ορισμένων δημοσιογράφων, αλλά η απουσία αντίλογου. Κάθε δημοσιογράφος έχει την άποψή του και είναι αναγκαίο να τη λέει ελεύθερα και χωρίς φόβο (όταν δεν κάνει ρεπορτάζ). Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι οι αναλύσεις ούτε του Δ. Χιώτη ούτε του Α. Πορτοσάλτε ούτε του Παύλου Τσίμα.
Το πρόβλημα είναι πως οι απόψεις ή οι εκτιμήσεις τους είναι οι μοναδικές που ακούγονται μέσα σε ένα μονότονο τηλεοπτικό – ενημερωτικό τοπίο. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι πως, σύμφωνα με την Εκθεση για την Πολιτική Πολυφωνία που εξέδωσε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ο μ.ό. προβολής της κυβέρνησης στα κανάλια έφτασε το 74,8%, του ΣΥΡΙΖΑ το 16,2% και των υπολοίπων μόλις το 5%.
Σε αυτό το μονότονο τηλεοπτικό τοπίο, φωνές κριτικής δεν χωράνε. Το κενό αυτό έχει γίνει τόσο μεγάλο, που πλέον μπορεί να καλυφθεί από οποιονδήποτε και από οποιαδήποτε εκπομπή. Οποιος δεν συντάσσεται διαφέρει και αυτομάτως μετατρέπεται σε «ήρωα».
Ενας τέτοιος ήταν και ο Νίκος Μουτσινάς, ο οποίος το μεσημέρι της Τρίτης είπε «ο άλλος παραιτήθηκε και πάλι θα είναι στο ψηφοδέλτιο. Δεν τα κατάφερε σε εκείνο το υπουργείο, θα τα καταφέρει στων τροφίμων. Και μετά ένας πρωθυπουργός περίλυπος, χαμηλά το κεφάλι, του δίνουν και οδηγίες πού να κοιτάει για να φαίνεται στεναχωρημένος, να λέει “αυτό έγινε, χίλια συγγνώμη”». Ποιος, αλήθεια, από αυτούς τους δημοσιογράφους θα τολμούσε να πει αυτά τα λόγια; Και ποιος, αν τα έλεγε, δεν θα είχε την επόμενη ημέρα πρόβλημα; Ακριβώς αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος.
Οι επιθέσεις του Κανάκη και κάθε Κανάκη μπορεί να ήταν άκριτες και ορισμένες φορές μηδενιστικές. Ομως το πρόβλημα για πολλούς δεν ήταν οι απόψεις καθαυτές, αλλά το γεγονός πως ο Κανάκης πουλάει. Την τελευταία τετραετία, άλλωστε, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί και θεσμοί έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για πολύ πιο δομικά προβλήματα της δημοσιογραφίας στη χώρα με πολύ πιο σφοδρό τρόπο. Ορισμένα εξ αυτών: η συγκεντροποίηση και ο έλεγχος των καναλιών από ολιγάρχες, η αδιαφανής χρηματοδότηση μέσω κρατικών κονδυλίων (λίστα Πέτσα 1 & 2), η ανασφάλεια των δημοσιογράφων στο πεδίο της έρευνας, αλλά και ο πλουραλισμός.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή της πρόσδεσης ορισμένων δημοσιογράφων με το σύστημα εξουσίας, φάνηκε και από τη σφοδρή κριτική που άσκησαν στην αποκαλυπτική έρευνα των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, οι οποίοι το 2022 κατέταξαν τη χώρα μας στην 108η θέση. Τότε, πριν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προλάβει να περάσει στην αντεπίθεση κατά της ευρωπαϊκής ΜΚΟ, το ΑΠΕ είχε φροντίσει να λογοκρίνει την είδηση, ενώ ορισμένοι δημοσιογράφοι σήκωσαν πρώτοι το «γάντι». Ενδεικτική και η προχθεσινή παρέμβαση της Libe, η οποία μίλησε για «περιορισμό της ικανότητας λειτουργίας των ανεξάρτητων μέσων».
Δημοσιογράφοι υπάρχουν! Αγνοείται η… πολυφωνία
Στην οργή και στον μηδενισμό δεν μπορείς να απαντάς με οχύρωση. Στην Ελλάδα υπάρχουν δημοσιογράφοι. Αν δεν υπήρχαν, δεν θα μαθαίναμε τόσες λεπτομέρειες για τα Τέμπη, δεν θα μαθαίναμε για το σκάνδαλο των υποκλοπών, δεν θα μαθαίναμε για μια σειρά πραγμάτων και καταχρηστικών ενεργειών της εξουσίας. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η απουσία των δημοσιογράφων. Το πρόβλημα είναι η μονοφωνία και η απουσία εναλλακτικών φωνών. Συνεπώς, το δίπολο Κανάκη – Πορτοσάλτε είναι ψεύτικο. Γιατί, πολύ απλά, το ζήτημα δεν είναι ούτε το σιωπητήριο στον Πορτοσάλτε ούτε η αποφυγή της σκληρής κριτικής από τη σάτιρα. Το ζήτημα είναι η απουσία πολυφωνίας και η πρόσδεση στην εξουσία, που αποτελεί και το… δάσος της αναξιοπιστίας.