Η πολιτική του κατευνασμού έχει αποδειχθεί από την αρχαιότητα ως άκρως αναποτελεσματική για την αντιμετώπιση ενός αναθεωρητικού αντιπάλου.
Αυτό άλλωστε ανέφερε ο Περικλής στους Αθηναίους το 431 π.Χ., όταν οι Λακεδαιμόνιοι απέστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα για να προβάλλουν απαιτήσεις και να ζητήσουν υποταγή. Τότε ο Αθηναίος στρατηγός διασαφήνισε στους συμπατριώτες του πως «αν υποχωρήσετε, οι Λακεδαιμόνιοι θα προβάλουν αμέσως άλλη μεγαλύτερη απαίτηση, γιατί θα νομίζουν ότι και τώρα ενδώσατε από φόβο. Αλλά αν δείξετε σταθερότητα, θα τους δώσετε να καταλάβουν ότι πρέπει να μας φέρονται σαν ίσοι προς ίσους».
Το ίδιο απεδείχθη και μετά τη συμφωνία του Μονάχου το 1938, όταν η Αγγλία και η Γαλλία διαπίστωσαν πόσο καταστροφικός ήταν ο κατευνασμός, καθώς η πολιτική τους όχι μόνο δεν εξημέρωσε το ναζιστικό θηρίο, αλλά αντίθετα, ενθάρρυνε και ενίσχυσε την επιθετικότητα του Χίτλερ.
Δυστυχώς το δόγμα του κατευνασμού, υιοθετήθηκε από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την επεκτατική Τουρκία.
Το νέο βιβλίο των Εκδόσεων Ινφογνώμων με τίτλο, «Το ντόμινο των υποχωρήσεων στο Αιγαίο», αναλύει τις πρόσφατες ελληνοτουρκικές κρίσεις (1976, 1987, Ίμια), και βασίζεται σε προσωπικές συνεντεύξεις διπλωματών, στρατιωτικών και πολιτικών οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα,στα σχετικά αρχεία των ΗΠΑ (κατόπιν αποχαρακτηρισμού ή διαρροής τους), στα πρακτικά της Τουρκικής Βουλής και την μέχρι τώρα άγνωστη τουρκόγλωσση βιβλιογραφία.
Εκτός των κρίσεων, το βιβλίο αναλύει εις βάθος τις τρεις ελληνοτουρκικές συμφωνίες που ακολούθησαν – το Πρακτικό της Βέρνης (1976), το Ανακοινωθέν του Νταβός (1988) και το Ανακοινωθέντης Μαδρίτης (1997), αναδεικνύοντας τις υποχωρήσεις και τις σαφείς παραχωρήσεις των Ελλήνων αξιωματούχων προς τους Τούρκους ομολόγους τους.
Καθιστώντας σαφές ότι έννοιες όπως συνεκμετάλλευση, συγκυριαρχία και διαμοιρασμός του Αιγαίου, το τουρκικό casusbelli εναντίον της Ελλάδας, οι τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά, και η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, «γεννήθηκαν» και νομιμοποιήθηκαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια των εν λόγω τριών κρίσεων, αρχής γενομένης από το 1976, το βιβλίο αναδεικνύει τα εθνικά επιζήμια χαρακτηριστικά του κατευνασμού, και της διολίσθησης των ελληνικών κυβερνήσεων προς τις τουρκικές θέσεις.
Στον αντίποδα, το βιβλίο προτάσσει ως μοναδική εναλλακτική την υιοθέτηση ενός δόγματος αποτροπής της επεκτατικής Τουρκίας, ως την μόνη ικανή πολιτική για να διασφαλίσει την ειρήνη στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Έχει άλλωστε αποδειχθεί πως η τουρκική απειλή για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι ενδημική και διαχρονική, καισυνεπώς για να αντιμετωπιστεί, απαιτείται ένα νέο δόγμα αλλά και όραμα, αμυντικής φύσεως, αλλά και προβολής ήπιας ισχύος και επιρροής του Ελληνισμού στην γύρω περιοχή.
Διότι από το «γκριζάρισμα» της ελληνικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου το 1976, μέχρι το Νταβός του 1988 και την εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση για όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος του Ελληνισμού, και από τις «γκρίζες ζώνες» νησιών του Αιγαίου στην κρίση των Ιμίων το 1996, μέχρι το «πειρατικό» δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας, το ντόμινο των υποχωρήσεων κλιμακωνόταν διαρκώς από την Ελλάδα, καθώς την ίδια στιγμή κλιμακώνονταν και οι απαιτήσεις της Τουρκίας.