Έναν εφιάλτη δίχως τέλος βιώνει τα τελευταία 18 χρόνια μία γυναίκα, από την Θεσσαλονίκη, που έμεινε ανάπηρη μετά από εργατικό ατύχημα!
Ο γολγοθάς της κυρίας Κυριακής ξεκίνησε στις 5 Φεβρουαρίου 2005. Ήταν η πέμπτη ημέρα που εργαζόταν στο νέο της πόστο. Η εργαζόμενη καθάριζε ένα τρένο το οποίο πήγαινε στο αμαξοστάσιο στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης, όταν μία μηχανή ήρθε κατά πάνω τους. Από τη σύγκρουση η γυναίκα έπεσε κάτω, ενώ τα χτυπήματά της ήταν πολλαπλά σε κεφάλι, αυχένα και σπονδυλική στήλη.
Το ατύχημα την άφησε ανάπηρη κατά 67%, ενώ μετά από δικαστική διαμάχη έλαβε ως αποζημίωση 4.000 ευρώ. Έκτοτε η ζωή της έχει αλλάξει δραματικά και παραμένει κλεισμένη στο σπίτι της, εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει μετά το εργατικό ατύχημα. «Αυτό που έπαθα να μην το πάθει άνθρωπος. Είμαι 18 χρόνια χτυπημένη. Δεν μπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου, κάνω φυσιοθεραπείες από μόνη μου, κάνω χίλια δύο για να ζήσω», είπε η κυρία Κυριακή και συμπλήρωσε:
«Δεν πιστεύω σε κανέναν, είναι όλοι τους ανεύθυνοι. Δεν τους ενδιαφέρει η ανθρώπινη ζωή. Ο Θεός να με συγχωρέσει, πόσες φορές έχω πει γιατί δεν έμεινα επί τόπου εκεί; Τώρα που ζω, τι ζω; Περιμένω να βραδιάσει και περιμένω να ξημερώσει… Εάν νομίζετε ότι αυτή είναι ζωή… Είμαι μέσα σε 50 τμ, μέρα νύχτα φοβάμαι να πάω μακριά γιατί χάνομαι. Μου λένε να πάω βόλτα, κάνω τη γενναία, λέω ότι δεν θέλω να πάω. Και στην παραλία να κατέβω να κάνω βόλτα, μετά από λίγο σταματάει το μυαλό μου. Κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει…».
«Είμαι ζωντανή νεκρή»
Η κυρία Κυριακή κατήγγειλε πως κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαμάχης δεχόταν απειλές για τη ζωή του παιδιού της.
«Τους παρακαλούσα να με πάνε σε γιατρό, να με κάνουν καλά. Ήμουν 44 χρονών, έκανα δύο δουλειές και μεγάλωσα μόνη το παιδί μου. Μετά καταστράφηκε η ζωή μου. Ούτε στον γάμο του παιδιού μου δεν πήγα, από ευαισθησία, μη πάθω τίποτα. Κανένας δεν ρωτάει τι κάνω, κανένας δεν ήρθε να μου χτυπήσει την πόρτα. Με ειρωνεύονταν, με απειλούσαν, έλεγαν ότι θα βρω το παιδί μου σε χαντάκι», επεσήμανε και κατέληξε λέγοντας:
«Είμαι ζωντανή νεκρή, το καταλαβαίνετε; Και περιμένω να ξημερώσει και να βραδιάσει. Μέσα στο σπίτι μου τριγυρνάω σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Μέ έχουν καταστρέψει».