Στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης αναβίωσε σήμερα η εκδίκαση του διπλού φονικού στα Ανώγεια, με θύματα τον 63χρονο Λευτέρη Καλομοίρη και τον 32χρονο Γιώργο Ξυλούρη.
Ο γιος του 63χρονου λυράρη, Μανώλης Καλομοίρης δικάζεται σε δεύτερο βαθμό για την δολοφονία του 32χρονου Ξυλούρη, ο οποίος πριν πέσει νεκρός, είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον πατέρα του κατηγορούμενου, μετά από συμπλοκή στα Ανώγεια, τον Μάιο του 2020.
Απαρηγόρητη η μητέρα του Ξυλούρη έξω από τα δικαστήρια, σπάραζε για τον χαμό του γιού της. «Παιδί, παιδί, παιδάκι μου» φώναζε και μοιρολογούσε, ενώ συγγενείς της προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν.
Υπενθυμίζεται ότι πρωτόδικα ο Μανώλης Καλομοίρης κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση καθώς και για οπλοφορία, οπλοχρησία και οπλοκατοχή και καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης συν επτά ετών για τις υπόλοιπες πράξεις.
Σύμφωνα με το Neakriti.gr, ο Καλομοίρης στην απολογία του περιέγραψε όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ, υποστηρίζοντας ότι έπραξε έτσι επειδή φοβήθηκε.
«Από εκείνο το βράδυ υπάρχουν εικόνες σκόρπιες. Όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησα να τις κατανείμω στη σωστή σειρά. Μέχρι σήμερα δεν τα έχω καταφέρει» είπε αρχικά ο Μανόλης Καλομοίρης.
«Εκείνος μας κυνήγησε»
Για τις σχέσεις της οικογένειάς του με τον Ξυλούρη, ανέφερε ότι υπήρχε διαμάχη με τον πατέρα του για κτηματικές διαφορές: «Οι σχέσεις μας δεν ήταν καλές. Εγώ τη θεωρούσα αστεία αυτή τη διαμάχη. Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με κτηματικές διάφορες. Εκείνο το κομμάτι γης για μας δε σήμαινε τίποτα και να σας το χάριζαν δεν θα το παίρνατε. Για εκείνον ήταν όλη του η ζωή. Η συμπεριφορά του ήταν εριστική με όλους κι έλεγα στον πατέρα μου πως με όλους το ίδιο είναι» ανέφερε και υποστήριξε: «Αν ήθελα να τον βλάψω ή να επέλθει σύγκρουση, θα έμπαινα στο σπίτι μου, θα ταμπουρωνόμουνα και θα περίμενα. Είπα να φύγω σκεπτόμενος πως ακόμη κι αν πυροβολήσει το σπίτι και το αμάξι, δεν θα κινδυνεύσει κάνεις. Εκείνος μας κυνήγησε. Ο πατέρας μου ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που με ακούμπησε στην αριστερή ωμοπλάτη κι αυτό το ακούμπισμα το νοιώθω ακόμη».
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε στην απολογία του με δάκρυα στα μάτια: «Μπήκα στο σπίτι και πήρα ένα όπλο. Ανάθεμα την ώρα που το έβαζα στη μέση μου και που το έπαιρνα. Έσφαλα κυρία πρόεδρε. Λειτούργησα υπό καθεστώς φόβου και με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ήταν ένα όπλο με μια γεμιστήρα γεμάτο σφαίρες. Αφού δε φρόντισα να απομακρυνθεί το όπλο από το σπίτι, αναλαμβάνω όλη την ευθύνη. Τα όπλα δεν έχουν θέση σε κανενός το σπίτι, ούτε Ξυλούρη, ούτε Καλομοίρη. Πίστεψα ότι ο Ξυλούρης αν έρθει θα μας γαζώσει. Ήξερα ότι ο Ξυλούρης δε θα ερχόταν με τα χέρια. Σκέφτηκα πως αν έβλεπε ότι έχω όπλο θα σταματήσει. Άκουγα φωνές το μικρό διάστημα που ήμουν στο σπίτι. Δεν προσπάθησε κάνεις να με πάρει και κάνεις δεν είδε ότι πήρα όπλο. Έφυγα με βήμα γοργό, με δική μου πρωτοβουλία, έφυγα σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ το σπίτι μου. Ο λόγος ήταν ότι φοβόμουν πως θα μας γαζώσει. Όλοι έφυγαν με δική μου προτροπή» ανέφερε ο κατηγορούμενος και πρόσθεσε:
«Έφυγα από το σπίτι χωρίς να πιστέψω ότι θα μας κυνηγήσει. Κάποια στιγμή, άκουσα πολλές φωνές παρατεταμένες: Παναγία μου το Λευτέρη! Ρε Λευτέρη!» είπε και επειδή ήταν πολύ φορτισμένος συναισθηματικά, ο πρόεδρος πρότεινε μια μικρή διακοπή.
«Έχω πει και θα ξαναπώ ότι πυροβολισμό δεν άκουσα. Σεβόμενος τη μνήμη και των δύο ανθρώπων θα πω την αλήθεια. Η φυλακή και η κατάσταση που νιώθω είναι το λιγότερο που έχω χάσει. Ορφάνεψα. Έχασα έναν άγιο πατέρα, έχασα τον άνθρωπο μου κι έχω διαπράξει τη μεγαλύτερη αμαρτία. Δεν είμαι κακοποιός, δεν είμαι εγκληματίας, δεν έγινα από επιλογή, σας ορκίζομαι, δεν ήθελα. Αντιλήφθηκα ότι χάνω τον πατέρα μου. Αν έβγαλα φτερά ή όχι δεν το θυμάμαι. Πως έφτασα δεν το θυμάμαι. Βγαίνοντας από το στενό έβλεπα σώματα. Τον πατέρα μου δεν τον έβλεπα. Σας δίνω το λόγο μου ότι δεν θυμάμαι αν έσπρωξα τους ανθρώπους. Ο πρώτος άνθρωπος που είδα ήταν ο Ξυλούρης. Είδα κάτω τον πατέρα μου. Η εικόνα του νεκρού μου πατέρα στοιχειώνει τις μέρες, τα βράδια και τις σκέψεις μου. Είναι μόνιμα στο μυαλό μου. Όλες τις μέρες που κάθομαι στη καρέκλα έχω καρφωμένο το βλέμμα στην εικόνα που βρίσκεται από πάνω σας. Κυρία πρόεδρε, τον βλέπω σ’ αυτή την εικόνα. Ένα πράγμα σκέφτομαι: Χριστέ μου γιατί με παράτησες. Αργότερα έμαθα ότι επάνω στο Σταυρό το ίδιο πράγμα είπε στον πατέρα του. Κυρία πρόεδρε, όταν είδα τον πατέρα μου νεκρό ανήμπορο να μου μιλήσει πάτησα τη σκάνδαλο ενστικτωδώς όσο πιο δυνατά κι όσο πιο γρήγορα μπορούσα» πρόσθεσε και ανέφερε:
«Δεν ξέρω γιατί δεν έφυγε ο Ξυλούρης. Αν ήθελε να σκοτώσει τον πατέρα μου; Πιο πριν δεν το πίστευα. Μετά το πίστεψα. Αργότερα, δεν ήθελα να φύγω απ’ το νεκροτομείο. Δεν ήθελα να φτάσει η ώρα του αποχαιρετισμού. Παρακαλούσα να με βάλουν πάνω στον πάγκο που κείτονταν νεκρός. Παρακαλούσα το θεό και την Παναγία να κάνουν ένα θαύμα και να αναστηθεί ο πατέρας μου» ανέφερε και επανέλαβε πολλές φορές: «Έσφαλα. Και μόνο που ήξερα ότι υπάρχει όπλο στο σπίτι».
«Ο πατέρας μου ήταν για μένα τα Αγία δισκοπότηρα, η Αγία τράπεζα της ζωής μου. Τώρα δεν έχω τίποτα» είπε ο 31χρονος κατηγορούμενος, ο οποίος μέσα από τη φυλακή, σπουδάζει Πολιτισμό και τέχνες στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
«Στον επικήδειο του πατέρα μου, η αδελφή μου η δασκάλα, είπε ότι εμείς σήμερα θρηνούμε δύο νεκρούς. Το ίδιο θα σας πω σήμερα. Αυτή η δικογραφία που έχετε στα χέρια σας, έχει και το αίμα του νεκρού πατέρα μου. Στο πρωτοδικείο δικαστήριο το ξεχάσατε. Το βάρος που σηκώνω το γνωρίζω μόνο εγώ. Εύχομαι να καταφέρω να βγω από τα σκοτάδια μου» είπε στο τέλος της απολογίας του.
Σημειώνεται ότι επόμενη δικάσιμος έχει οριστεί για τις 28 Απριλίου, ενώ απομένουν δύο ακόμη δικάσιμοι, στις 2 και 4 Μαΐου.