Το Αγιο Πάσχα και η Ανάσταση του Κυρίου είναι ως γιορτή συνυφασμένη και με τους αγώνες του Ελληνισμού για την απόκτηση της ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης. Ημέρα της Λαμπρής ήταν και το 1919, όταν οι κάτοικοι των Δωδεκανήσων εξεγέρθηκαν ζητώντας την απομάκρυνση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής και την ένωση με την Ελλάδα. Ο ιταλικός στρατός ήδη από τις αρχές του 1912 -κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου- είχε ξεκινήσει να καταλαμβάνει σταδιακά τα Δωδεκάνησα, επιβάλλοντας συγχρόνως το δικό του καθεστώς διοίκησης.
Την επαύριο από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πόλεμου, στα τέλη του 1918, ετέθη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις και το θέμα των Δωδεκανήσων. Η ελληνική πλευρά είχε με ξεκάθαρο τρόπο καταστήσει σαφές πως τα Δωδεκάνησα κατοικούνταν αδιαλείπτως ανά τους αιώνες από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Και ως εκ τούτου προέβαλε ως αυτονόητο το αίτημα για την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος, το οποίο διεύρυνε συνεχώς τα όριά του μετά το πέρας του Μεγάλου Πολέμου.
Από το 1912 έως και το τέλος του 1918 οι κάτοικοι των Δωδεκανήσων με τη φωτεινή καθοδήγηση της Εκκλησίας αντιτάχθηκαν στα σχέδια αφελληνισμού που επεδίωκαν οι Ιταλοί. Πλησίαζε το Πάσχα του 1919 όταν ο μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος -σε συνεργασία με τον Δωδεκανησιακό Σύλλογο Αθηνών- έλαβε την απόφαση για την πραγματοποίηση συλλαλητηρίου στην πόλη της Ρόδου με σκοπό να ακουστεί ακόμη πιο δυνατά το αίτημα για την ένωση με την Ελλάδα.
Η συγκέντρωση ορίστηκε να γίνει ανήμερα το Πάσχα, στις 7 Απριλίου του 1919. Εκτός όμως από την πόλη της Ρόδου συγκεντρώσεις έγιναν και σε άλλα σημεία του νησιού. Στις ειρηνικές εκδηλώσεις οι ιταλικές Αρχές απάντησαν με τη δύναμη των όπλων. Στο χωριό Αρχάγγελος τραυματίστηκαν περίπου 100 χωρικοί, ενώ μετά τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν δύο ιερείς, ο κοινοτάρχης και οι δύο δάσκαλοι του χωριού.
Αλλά και στο χωριό Αφάντου την ίδια μεταχείριση υπέστη και ο παπα-Εμμανουήλ, ο οποίος σύρθηκε τραυματισμένος στη φυλακή, όπως και άλλοι κάτοικοι του χωριού. Στο χωριό Βιλανόβα, το οποίο σήμερα ονομάζεται Παραδείσι, ξέσπασαν αιματηρές συμπλοκές ανάμεσα στους κατοίκους και στις στρατιωτικές δυνάμεις των Ιταλών, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους ο ιερέας παπα-Λουκάς και η Ανθούλα Ζερβού και να συλληφθούν πολλά άτομα.
Η αναφορά στη Ζερβού
Πολύτιμη μαρτυρία για το τι συνέβη εκείνη την ημέρα αποτελεί και το βιβλίο «Το Αιματηρόν Πάσχα του 1919», που συνέγραψε ο δικηγόρος Γεώργιος Γεωργιάδης (1883-1951) και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1945. Ιδού λοιπόν μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο: «Από πρωίας, την ημέραν του Πάσχα, ολόκληρος ο ελληνικός λαός της πρωτευούσης Ρόδου, αψηφών τας απειλάς τας οποίας αι Ιταλικαί Αρχαί από της Μεγάλης Εβδομάδος ήρχισαν ν’ απευθύνωσι προς αυτόν διαφοροτρόπως, είχε συγκεντρωθεί εις τον αυλόγυρον της Ιεράς Μητροπόλεως ίνα αφ’ ενός μεν συνοδεύση τον Μητροπολίτην κατά το κρατούν έθιμον εις τον Καθεδρικόν Ναόν, όπου θα ετελείτο η συνήθης ακολουθία της Β! Αναστάσεως αφ΄ετέρου δε να εκδηλώση άπαξ έτι τους κατακλύζοντας την ψυχήν του προαιωνίους πόθους, υπέρ της ενώσεως και της Ρόδου μετά της μητρός Ελλάδος».
Σχετικά με τον θάνατο της Ανθούλας Ζερβού στο χωριό Βιλανόβα (Παραδείσι) στο ίδιο βιβλίο αναφέρονται τα εξής: «Η χωρική Ανθούλα Γεωργίου Μανωλά ή Ζερβουιδούσα στρατιώτην Ιταλόν κτυπώντα ανηλεώς διά του υποκοπάνου δωδεκαετές τι παιδίον ζητωκραυγάζον, ηθέλησε να παρατηρήση αυτώ ότι δεν έπρεπε να κτυπά τοιουτοτρόπως έν μικρόν παιδίον. Αλλ’ ο στρατιώτης εκμανείς εκ της παρατηρήσεως ταύτης επυροβόλησε δια του περιστρόφου του εις το στήθος της γυναικός, η οποία ζώσα εισέτι, επεχείρησε να λάβη λίθον δια να αμυνθή, οπότε λογχισθείσα υπό τριών άλλων στρατιωτών εκ των όπισθεν, έπεσεν αμέσως νεκρά».
Εκφοβισμός
Υστερα από αυτά τα δραματικά γεγονότα ο μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος απέστειλε κείμενο διαμαρτυρίας στον στρατιωτικό διοικητή των Δωδεκανήσων καθώς και στους προξένους των ξένων δυνάμεων στη Ρόδο. Από ιταλικής πλευράς επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί κλίμα εκφοβισμού εις βάρος του μητροπολίτη, ο οποίος κατηγορήθηκε ως υποκινητής των επαναστατικών διαδηλώσεων. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά πτόησε τον μακαριστό, ο οποίος με νέα επιστολή του προς τον Ιταλό διοικητή (10 Απριλίου 1919) μεταξύ άλλων τόνιζε και τα εξής: «Οσον αφορά το ευτελές άτομόν μου, σας βεβαιώ ότι γαλήνιος και ατάραχος αναμένω εν τέλος τόσον ένδοξον, εν μαρτύριον, το οποίον άλλοτε η Υμετέρα Εξοχότης απέκρουσε μετά τόσου αποτροπιασμού. Το μαρτύριον ενός Πατριάρχου, του οποίου, κατά σύμπτωσιν σήμερον είναι η επέτειος και το οποίον καθηγίασε την Απελευθέρωσιν της Ελλάδος. Μεγάλη μου τιμή, εάν το ιδικόν μου καθαγιάση την Απελευθέρωσιν των Δωδεκανήσων».
Ο μαρτυρικός θάνατος του παπά-Λουκά
Εξίσου όμως παραστατικά περιγράφεται και ο μαρτυρικός θάνατος του παπα-Λουκά στο ίδιο χωριό. «Ενώ δε διεδραματίζοντο ταύτα, εις άλλο σημείον της οδού είς στρατιώτης Ιταλός διαταχθείς υπό του αξιωματικού έσπευσε πλησίον των εκεί ισταμένων ιερέων παπα-Αναστασίου και παπα-Λουκά και διέταξεν αυτούς να αποσυρθώσι.
Επειδή όμως οι ιερείς εξηκολούθουν να παρακολουθώσι τας διαδραματιζομένας σκηνάς μεταξύ αφ’ ενός στρατιωτών κτυπώντων διά λόγχης και αφ’ ετέρου αόπλων χωρικών προσπαθούντων παντί σθένει να αμυνθώσιν, ο στρατιώτης ελόχγισε εις το στήθος τον παπα-Λουκά εκπνεύσαντα μετ’ ολίγα λεπτά, λαβών δε, ως φαίνεται ρητήν εντολήν παρά του αξιωματικού του, ειπόντος καθ’ ήν στιγμήν ο στρατιώτης εσκόπει να κτυπήση τον παπα-Αναστάσιον, “τον άλλον, τον άλλον”, δηλαδή τον παπα-Λουκάν, πράγμα το οποίον σημαίνει καθαράν προμελέτην, διότι εναντίον του φονευθέντος ιερέως οι Ιταλοί έπνεον μένεα, καθότι καταδικασθείς μάλιστα προ δύο μηνών, υπό του στρατοδικείου εις εξάμηνον φυλάκισιν μόνον διότι είπεν ότι “η Ελλάς θα έλθη εδώ”» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο.