Το έτος 1962 βρήκε την Ελλαδική Εκκλησία σε μεγάλη αναστάτωση. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου στις 8 Ιανουαρίου του 1962, εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Ιάκωβος, σε διάστημα μόλις 5 ημερών από την εκδημία του προκατόχου του, στις 13 Ιανουαρίου. Ωστόσο η διάρκεια της αρχιεπισκοπίας του υπήρξε βραχύτατη, διότι διαβλήθηκε από κάποιους κύκλους και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 25 Ιανουαρίου 1962.
- Από τον
Γιάννη Ζαννή
Η περίοδος στα πράγματα της Εκκλησίας ήταν γενικότερα ταραχώδης τα χρόνια εκείνα. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας, μετά την παραίτηση του Ιακώβου, εξέλεξε παμψηφεί νέο Αχιεπίσκοπο τον ως τότε μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσόστομο Χατζησταύρου. Ένα Ιεράρχη προερχόμενο από την Μικρά Ασία, εγνωσμένου κύρους και αδιαμφισβήτητου ήθους, με πλούσια ποιμαντική και εθνική δράση σε κρίσιμες καμπές της νεώτερης (αλλά και της εν γένει) Ιστορίας μας.
Κλήρος και λαός υποδέχθηκαν μέσα σε παραλήρημα χαράς την εκλογή του, με την ιαχή «Άξιος», ενώ και ο τύπος αναφέρθηκε με ιδιαίτερα εγκωμιαστικά λόγια στον νέο Αρχιεπίσκοπο.
Ο κατά κόσμον Θεμιστοκλής Χατζησταύρου γεννήθηκε το 1880 στις Τράλλεις (Αϊδίνι) της Μικράς Ασίας. Φοίτησε στη Σχολή Αρώνη της Σμύρνης και στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο Σάμου και συνέχισε τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε αριστεύσας το 1902. Η διδακτορική του διατριβή με θέμα: «Αἱ ἡσυχαστικαὶ ἔριδες τοῦ ΙΔ΄αἰῶνος», ήταν η πρώτη μελέτη Έλληνα Θεολόγου στη νεότερη εκκλησιαστική μας ιστορία που ασχολήθηκε με την συμβολή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην Ορθόδοξη Θεολογία.
Κατά την περίοδο των σπουδών του στην Χάλκη, γνωρίστηκε με τον Ιερομάρτυρα και εθνομάρτυρα Άγιο Χρυσόστομο Καλαφάτη, τότε Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Θρόνου. Ο Χρυσόστομος εξελέγη Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών. Λίγο διάστημα μετά την ενθρόνισή του έφτασε στη Δράμα και ο νεαρός Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, τον οποίον ο άγιος Χρυσόστομος χειροτόνησε διάκονο και τον όρισε Αρχιδιάκονο και Αρχιερατικό Επίτροπο της Μητροπόλεώς του.
Είναι μια δύσκολη περίοδος για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, καθώς τα βουλγαρικά κομιτάτα επιχειρούν να προσαρτήσουν στον έλεγχο της αποσχισθείσης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Βουλγαρικής Εξαρχίας τις περιοχές της Μακεδονίας, διαπράττοντας εγκλήματα σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού.
Ο Μητροπολίτης Δράμας θα αναλάβει αναγκαστικά και εθνική δράση παράλληλα με την ποιμαντική. Στενότερος και πιο έμπιστος συνεργάτης του, θα αναδειχθεί ο Αρχιδιάκονός του Θεμιστοκλής Χατζησταύρου.
Στο «Μακεδονικόν ημερολόγιόν του», θα καταθέσει: «Η Οργάνωσις πού εμυούσε τους Έλληνας ήταν εντελώς μυστική. Τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο προσπαθούσαμε να τον κρατούμε μακρυά από τον κίνδυνο. Αποφεύγαμε να τον ανακατεύωμε φαινομενικά στην Οργάνωση. Θέλαμε να τον προφυλάξωμε από τον κίνδυνο, που τον οδηγούσεν ο ορμητικός χαρακτήρας του και ο φλογερός πατριωτισμός του. Γενικός αρχηγός στην Οργάνωση ήταν ο Ίων Δραγούμης. Την πρωτοβουλία στην ορκωμοσία των μειουμένων στη Δράμα την είχα εγώ. Εγώ ήμουν πού ώρκισα τον Άρμεν και τον πατέρα του από τον Βώλακα, καθώς και τον Βαλαβάνη από την Πλεύνα. Τούς δίναμε και όπλα».
Για τη δράση του αυτή καταδικάστηκε, ερήμην, σε φυλάκιση 4 ετών από το Τουρκικό Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Φυγαδεύτηκε με τη βοήθεια του Πατριαρχείου, και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λωζάννη. Το 1908, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων και τη γενική αμνηστία που δόθηκε, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1910 ο άγιος Χρυσόστομος μετατίθεται από την Δράμα στην Μητρόπολη Σμύρνης, που επέπρωτο να καθαγιάσει με τα μαρτυρικά αίματά του. Ο Αρχιδιάκονός του τον ακολούθησε εκεί . Χειροτονείται πρεσβύτερος και παίρνει το όνομα του Μητροπολίτη του (Χρυσόστομος) και κατόπιν βοηθός επίσκοπος της επισκοπής Τραλλέων.
Το 1913 ο Χρυσόστομος εκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφίας, μιας πόλης όπου κυριαρχούσε έντονα ο εθνικισμός των Νεοτούρκων. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος αγωνίζεται για την διατήρηση της ελληνικότητας των κατοίκων και ιδρύει υπό συνθήκες ημιπαρανομίας το οικοτροφείο Φιλαδελφίας, καταρτίζοντας, σε συνεργασία με τους δασκάλους, αναλυτικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Στο Οικοτροφείο φοιτούν Έλληνες μαθητές όλων των βαθμίδων.
Ήδη από το 1914 οι Τούρκοι μετέφεραν στην μικρασιατική ενδοχώρα Έλληνες των παραλίων, με σκοπό την αλλοίωση των χριστιανικών πληθυσμών. Ο γενναίος Μητροπολίτης παρεμβαίνει ευθαρσώς, απειλώντας τις τουρκικές αρχές ότι θα καταγγείλει τα εγκλήματά τους στη Δύση. Οι αρχές τον καταδικάζουν ερήμην εις θάνατον, αλλά η εκτέλεση απετράπη με την μεσολάβηση των μεγάλων Δυνάμεων.
Το 1919 ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Μικρά Ασία. Στην γενέτειρα του Χρυσοστόμου, το Αϊδίνι, είχαν προηγηθεί σφαγές σε βάρος των Ελλήνων. Ανάμεσα στα θύματα, είναι και μέλη του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος. Αυτό δεν τον εμποδίζει να αντιμετωπίσει με χριστομίμητη ευσπλαχνία τους άμαχους Τούρκους και να μεσολαβήσει γι’ αυτούς προς τον ύπατο Αρμοστή Στεργιάδη.
Ο αγώνας του για τη σωτηρία των αμάχων στο Αϊδίνι, η περίθαλψη 45.000 προσφύγων, το παρόν του στον κυπριακό αγώνα και η παραμονή στον Ερυθρό Σταυρό για ένα μήνα παρά τη θέλησή του
Μετά την απελευθέρωση του Αϊδινίου, ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως αγωνίζεται για την ανασυγκρότηση της πόλης. Αλλά όχι μόνο. Οργανώνει και την άμυνα των αμάχων, που με δικό του επιτελικό σχέδιο απέκρουσαν επίθεση των τσετών, σε μάχες που διήρκεσαν τρεις μέρες. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε με την απονομή του Πολεμικού Σταυρού Γ΄ Τάξεως, με πρόταση της 10ης Μεραρχίας.
Ο Μητροπολίτης έβλεπε ότι το μέτωπο σύντομα θα κατέρρεε και άρχισε να εξοπλίζει τους αμάχους. Όμως η κατάρρευση έγινε συντομότερα απ’ όσο αναμενόταν. Μέσα στην φλεγόμενη Σμύρνη, αφού είχε ακολουθήσει τον πνευματικό του πατέρα ως τον τόπο του μαρτυρίου του, έφτασε στο σπίτι του Βρετανού ναυάρχου και τον έπεισε, παρά τις αντίθετες εντολές που είχε, να διαθέσει πλοία για να φυγαδευτούν οι άμαχοι. Επιβίβασε και τους μισούς από τους Έλληνες ιερείς, αλλά όταν επέστρεψε να παραλάβει και τους υπόλοιπους, είχαν ήδη σφαγιασθεί.
Έφτασε στην Ελλάδα ως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα και περιέθαλψε τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το 1924 μετατέθηκε στην Μητρόπολη Φιλίππων και Νεαπόλεως, όπου ο λαός, με πρώτους τους παλιούς συντρόφους του Μακεδονικού αγώνα, τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό.
Από τις πρώτες του προτεραιότητες ήταν η περίθαλψη των 45.000 προσφύγων. Ίδρυσε την Χριστιανική Εστία όπου οργάνωσε ένα ενεργό μορφωτικό κέντρο με αίθουσες διαλέξεων, σχολή ιεροψαλτών, βιβλιοθήκη κλπ. έκτισε ναούς, σχολεία και γηροκομεία.
Ενεργή ήταν και η δράση του Χρυσοστόμου στον πόλεμο. Βοήθησε τις οικογένειες των στρατευμένων και φρόντισε την εκπαίδευση εθελοντριών νοσοκόμων. Στην κατοχή η Μητρόπολη Φιλίππων βρέθηκε υπό βουλγαρική κυριαρχία και άρχισαν και πάλι οι δυσκολίες για τον ελληνικό πληθυσμό. Πάλι ο Μητροπολίτης βοήθησε τον Κλήρο και το λαό του και φρόντισε για την διακοπή της βίαιης αλλαγής υπηκοότητας των κατοίκων, ενώ συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση, άρχισε νέο αγώνα για την αναγέννηση της επαρχίας του. Έδωσε το παρόν και στον κυπριακό αγώνα, οργανώνοντας συλλαλητήριο στην Καβάλα, όπου εκφώνησε φλογερό πατριωτικό λόγο.
Κλήρος και λαός υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την εκλογή του Χρυσοστόμου Β΄ στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Όταν το 1964 στην Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Ρόδο ετέθη το θέμα του διαλόγου με το Βατικανό, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος διετήρησε τις επιφυάξεις του: «Αναμένομεν ένδειξιν καλής διαθέσεως εκ μέρους του Βατικανού, η οποία μέχρι στιγμής δεν εφάνη. Ο αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εμμένει εις τα προνόμιά του περί «αλαθήτου» και «πρωτείων».» Έντονη ήταν η αντίδρασή του στην συνάντηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον Πάπα Παύλο τον Στ΄.
Το καθεστώς των συνταγματαρχών έθεσε ως μία από τις προτεραιότητές του την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου 1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, ο Χρυσόστομος πιέστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα, κάποιοι που ισχυρίστηκαν ότι είναι γιατροί, συνοδευόμενοι από νοσοκόμες και αστυνομικούς, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να ετοιμαστεί για εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρά τη σθεναρή άρνησή του και τη διαβεβαίωση του προσωπικού του γιατρού, Δημητρίου Καπνιά, ότι δεν είχε πρόβλημα υγείας, οι αυτόκλητοι επισκέπτες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν χωρίς τον Χρυσόστομο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, οπότε τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Παρά τις πιέσεις, ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να παραιτηθεί.
Τον υποχρέωσαν να παραμείνει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού για περισσότερο από ένα μήνα, χωρίς να είναι ασθενής. Στις 6 Μαΐου, του παρέδωσαν δύο παραλλαγές επιστολής παραίτησης για να διαλέξει ποια θα υπογράψει. Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωνε την πλήρη άρνησή του να παραιτηθεί: «…αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος, και υπό τοιαύτας συνθήκας δε θα θελήσω ποτέ […] να καλύψω εξ αισχύνης το πρόσωπό μου. Αν η Εκκλησία και η πολιτεία θελήσει ούτως ή άλλως, είτε κανονικώς είτε νομίμως να επιβάλει μίαν λύσιν, αντίθετον προς τας πεποιθήσεις μου, εγώ ου δύναμαι εμποδίσαι αυτήν και θα έχω να δικαιολογηθώ ενώπιον του δικαίου Κριτού ότι βία και δυναστεία υπέκυψα, αλλά και μετά διαμαρτυριών ενώπιον Θεού και ανθρώπων».
Εν τω μεταξύ, νομοθετήθηκε όριο ηλικίας και κηρύχθηκε, ζώντος του Αρχιεπισκόπου, ο θρόνος εν χηρεία και εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος από Αριστίνδην-αντικανονική Σύνοδο.
Παρέμεινε ιδιωτεύων μέχρι την κοίμησή του το 1968
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄, χωρίς να παραιτηθεί, παράμεινε ιδιωτεύων ως την κοίμησή του. Την Κυριακή της Πεντηκοστής, στις 9 Ιουνίου του 1968, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, ο Χρυσόστομος Β΄ αναχώρησε για την ουράνια πατρίδα και ετάφη στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών.
Οι κάτοικοι της Καβάλας ποτέ δεν ξέχασαν τον μεγάλο τους ποιμενάρχη. Μία από τις κεντρικότερες οδούς της πόλης φέρει το όνομά του. Υπήρξε αναμφίβολα από τις μεγαλύτερες εκκλησιαστικές μορφές στην νεότερη Ιστορία μας. «Εἴη ἡ μνήμη αὐτοῦ αἰωνία».