Ο Παύλος μέσα στη νύχτα δέχεται μια ξαφνική επίσκεψη που θα ανατρέψει τις ισορροπίες του, οργισμένος, θα πάει στο σπίτι των Βρουλάκηδων ζητώντας εξηγήσεις, αλλά δεν θα περιμένει την αντίδρασή τους. «Δεν θα μου πεις εσύ αν τιμάω τη μνήμη του άντρα μου με τη στάση που κρατώ. Δεν ξέρεις εσύ πόσο έχω πονέσει στη ζωή μου. Ούτε ήσουν εδώ όταν ήμουν μόνη προσπαθώντας να μεγαλώσω δύο ανήλικα παιδιά», του τονίζει η Μαρίνα.
Όταν εκείνος της απαντήσει: «Η κόρη σου έγινε μετρέσα του Σταματάκη κι εσύ δεν έκανες τίποτα», δεν θα τον λυπηθεί. Θα τον χαστουκίσει και ο Αντρέας θα καταλάβει πως τα λόγια του δεν θα βρουν αποδέκτη.
Η Αιμιλία δέχεται μια πρόταση να δουλέψει στην εισαγγελία της Αθήνας και χωρίς δεύτερη σκέψη λέει το μεγάλο «ναι». Παύλος και Δημήτρης θα χαρούν με την εξέλιξή της, ωστόσο δεν θα κρύψουν την απογοήτευσή τους που στο εξής δεν θα τη βλέπουν καθημερινά.
Τέλος, τη στιγμή που ο Αντώνης και ο Γιώργος επιμένουν να σκαλίζουν τι έγινε στο μαντρί μεταξύ του Νικηφόρου και του Μαθιού, η Στέλλα επισκέπτεται τον Βαγγέλη στη φυλακή και τον συμβουλεύει να μιλήσει για τα σφάλματα του Ευθύμη Φαρμάκη, προκειμένου να ελαφρύνει τη θέση του και να τον βγάλει μια ώρα γρηγορότερα έξω.
Η Άνω Ποριά θρηνεί τον χαμό ενός νέου και αθώου ανθρώπου και η μητέρα του ορκίζεται με δάκρυα στα μάτια, αυτός που του πήρε τη ζωή, ο Λάζαρος, να έχει την ίδια ακριβώς τύχη. Η Βασιλική Σταματάκη στα πρώτα επεισόδια του τρίτου κύκλου του Σασμού θα πάρει την πιο μεγάλη απόφαση της ζωής της.
Θα αποκαλύψει στον Μαθιό και τον Νικηφόρο την πραγματική σχέση που έχουν μεταξύ τους. Και ενώ αρχικά ο γιος της θα αντιδράσει που του είχε κρύψει πως ο Μαθιός είναι ο βιολογικός του πατέρας, τελικά θα το δεχτεί και οι τρεις τους θα κάνουν μια καινούρια αρχή.
Σύμφωνα όμως με το TV24, η ευτυχία τους δεν θα κρατήσει για πολύ αφού ο Λάζαρος θα κόψει στα δύο το νήμα της ζωής του Νικηφόρου, στην προσπάθειά του να σώσει τον Παύλο από την επίθεση του νεαρού με όπλο. Ο χρόνος θα σταματήσει και η ζωή της Βασιλικής θα αλλάξει μέσα σε μια στιγμή, στο παγωμένο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου θα κλείσει τα μάτια του ο μονάκριβός της. Της στέρησαν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, τον μόνο λόγο για τον οποίο αισθανόταν περήφανη στη ζωή της και πλέον είναι αποφασισμένη εκείνος που της πήρε τη ζωή μέσα από τα χέρια να πληρώσει με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο του το αίμα. Αυτό λοιπόν είναι το σχέδιό της και χωρίς να χάσει χρόνο θα το ανακοινώσει στον Μαθιό.
«Απομείναμε μόνοι μας, πια. Οι δυο μας», θα της πει με βαριά καρδιά ο άντρας που σκότωσε για χάρη της πριν λίγα χρόνια και εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο θα του πει: «Εσύ κι εγώ είμαστε ακόμα οικογένεια. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ενωμένοι και να παίρνουμε τις αποφάσεις μαζί. Πρέπει να ξεκινήσουμε Μαθιό, από τώρα κιόλας, έχουμε να πάρουμε μια απόφαση», θα του εξηγήσει αλλά το μυαλό του δεν θα πάει σε αυτό που θέλει να του πει. «Για ποιο πράγμα να πάρουμε απόφαση;», θα τη ρωτήσει ανυποψίαστος. «Πως ο φονιάς του παιδιού μας θα πληρώσει γι’ αυτό που έκανε. Με το αίμα του», θα τονίσει και αυτή θα είναι η πρώτη φορά που ο Μαθιός θα καταλάβει πως η γυναίκα του ζητά εκδίκηση.
«Μου ζητάς να κάνω έγκλημα; Εσύ μέχρι χθες…», της λέει και εκείνη τον κόβει. «Το χθες πέρασε, Μαθιό. Και όλες οι μέρες από εδώ και μπρος θα είναι αλλιώς. Μαύρες μέρες τυλιγμένες στο σκοτάδι. Και για να μπει μια στάλα ήλιος, πρέπει αυτός που μας έκανε το κακό να πληρώσει με τη ζωή του. Δεν δέχομαι τίποτα λιγότερο». Το βλέμμα της έχει σκληρύνει και ο άντρας της δεν μπορεί να την αναγνωρίσει. «Μου ζητάς να γίνω φονιάς;», θα τη ρωτήσει και η Βασιλική θα του απαντήσει ότι αυτό ακριβώς του ζητάει. «Τώρα καταλαβαίνω πως ένιωσες που πήρες τη ζωή του Στεφανή. Ετσι θα πάρεις και του Λάζαρου».
Η Βασιλική θα είναι εκείνη που θα πάει στον νεκροθάλαμο να ντύσει τον γιο της για την τελευταία του κατοικία. Θα του φορέσει το αγαπημένο του κοστούμι και λευκό πουκάμισο. «Παγωμένος είσαι ψυχή μου, κρυώνεις; Θα σε ζεστάνουν τα ρούχα που σου φέραμε». Ο Μαθιός θα την αγκαλιάσει και θα την αφήσει μόνη μαζί του.
Λίγες ώρες μετά, ο Μαθιός και ο Αστέρης θα κρατούν στους ώμους τους το μπροστινό μέρος του φέρετρου του Νικηφόρου, ενώ το πίσω ο Νικολής και ο Δημητρός. Θα ακολουθεί ο παπάς και από πίσω του η Βασιλική υποβασταζόμενη από την Αργυρώ. Ενα βήμα πιο πίσω η Καλλιόπη με την Κατερίνα. Οι καμπάνες θα ηχούν πένθιμα όσο η πομπή θα περνά από το χωριό, την πλατεία, το καφενείο για να καταλήξει στην εκκλησία όπου και θα ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Κανείς δεν θα μπορεί να πιστέψει το άτυχο τέλος του Νικηφόρου, κανείς δεν θα μπορεί να σταματήσει τα δάκρυα που κυλούν.
Το φέρετρο θα φτάσει στην εκκλησία και η λειτουργία μοιραία θα ξεκινήσει. «Γιε μου, αγόρι μου…», θα ψελλίσει η Βασιλική.
Κανείς δεν θα μπορεί να δεχτεί την πραγματικότητα. Ολοι θα στέκουν όρθιοι και θα περιμένουν να τελειώσει η βαριά αυτή υποχρέωση που τους πλακώνει την καρδιά. Σε ένα σημείο απομονωμένη θα είναι και η Θοδώρα που δεν τήρησε τις οδηγίες του γιατρού να μείνει ξαπλωμένη και πήγε για να πει το τελευταίο αντίο στον παιδικό της φίλο. Στον νου της έχει και τον Μανόλη που νιώθει να έχει χάσει τον μισό του εαυτό. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και παράλληλα με τον πόνο που θα την έχει καταβάλλει, η Βασιλική θα ορκίζεται στον γιο της πως ο δολοφόνος του θα τον συναντήσει σύντομα στον άλλο κόσμο.
Μετά τον καφέ της παρηγοριάς στο καφενείο του Παντελή και χωρίς να έχει ανταλλάξουν πολλές κουβέντες, η Βασιλική και ο Μαθιός θα πάνε στο άδειο σπίτι τους. Λίγο πιο μακριά, η Καλλιόπη τσακισμένη από τον πόνο θα δεχτεί τη φροντίδα του Αστέρη που τη βάζει για ύπνο, ενώ εκείνη δεν θα σταματά να κρατά στα χέρια της το πολύτιμο μενταγιόν του άντρα της, ο οποίος και την επισκέπτεται ως φάντασμα. Η επόμενη μέρα θα είναι ακόμα πιο δύσκολη για όλους. Και κυρίως για τον Μαθιό που υποσχέθηκε στη γυναίκα του να αφαιρέσει ακόμα μια ζωή…
Λίγο πριν ο Νικηφόρος πεθάνει, μαζί με τον Μαθιό φύτεψαν ένα δέντρο στο βουνό που το ονόμασαν «Το Σταματόδεντρο» με σκοπό να ριζώσει όπως και η οικογένειά τους. Συμβόλιζε τη νέα αρχή στη σχέση τους, όμως ο Μαθιός που θα χαράξει και τα αρχικά τους πάνω του, δεν θα σταματήσει να το φροντίζει για να το βλέπει να μεγαλώνει, κάτι που θα ήθελε να δει και στον γιο του. Η συγκίνησή του θα είναι τεράστια στο εξής, όταν θα το επισκέπτεται και θα μιλάει στον γιο του…
Παρόλο που θα έχουν αποφασίσει να της το κρατήσουν κρυφό λόγω της εγκυμοσύνης της που θα έχει επιπλοκές, η Θοδώρα μόλις μάθει ότι ο Νικηφόρος είναι νεκρός θα τρέξει στο πλευρό της Βασιλικής. Μάταια ο Γιώργος, ο Μανόλης, η Τζένη και οι δικοί της θα της πουν να μείνει σπίτι. Εκείνη δεν θα δεχτεί κουβέντα βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή της και εκείνη του αγέννητου παιδιού της. Μάλιστα θα αποφασίσει πως αν το παιδί γεννηθεί και είναι αγόρι, θα το ονομάσει Νικηφόρο. Η σκέψη αυτή θα αρέσει και στη Βασιλική, όμως το όνειρό της δεν θα γίνει πραγματικότητα. Μια μέρα μετά την κηδεία όπου και θα πάει με τον Γιώργο στον γιατρό για να τη δει, θα διαπιστώσουν όλοι πως η καρδιά του παιδιού δεν χτυπάει πια…
Ο Νικηφόρος ντυμένος με το καλό του κοστούμι μέσα στο φέρετρο, μόνο θλίψη θα φέρνει στις ψυχές όλων. Ο παπάς θα κάνει τρισάγιο από πάνω του και θα λιβανίζει. Αμέσως μετά και ενώ η Βασιλική την κοιτά με μίσος αφού όλα ξεκίνησαν από την κουβέντα εκείνης, ότι ο Παύλος σκότωσε τον άντρα της, η Καλλιόπη ξεκινά το μοιρολόι…
«Χάθηκε το αγγελούδι μου/ χάθηκε το φεγγάρι, έχασε η γη τον ήλιο της/ το νιο, το παλικάρι, η αγάπη ανοίγει το χορό/ μα ο θάνατος τον κλείνει, φωλιάζει μίσος στη καρδιά/ που ο χρόνος δεν το σβήνει, φωνάξτε μήπως και φανεί/ μήπως και μου γυρίσει, έχω πεθάνει μέσα μου/ τα μάτια έχουν μαυρίσει».