Σε καταγγελίες-«φωτιά» προχώρησε σήμερα ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστος Ράμμος, μιλώντας στην επιτροπή LIBE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για το σκάνδαλο υποκλοπών το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπάθησε να συσκοτίσει με κάθε μέσο, διαβάλλοντας τους υπαλλήλους της ανεξάρτητης αρχής που έκαναν τη δουλειά τους και ερεύνησαν την σκιώδη υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων.
Ο κ. Ράμμος μίλησε μεταξύ άλλων για απειλές που δέχτηκε από βουλευτές και στελέχη της κυβέρνησης, όταν επικοινώνησε με τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, ενώ παράλληλα στηλίτευσε την καθυστέρηση στην έρευνα για το σκάνδαλο που διέσυρε τη χώρα μας σε διεθνές επίπεδο.
«Ζήτησα να καταθέσω στην Επιτροπή Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου προκειμένου να καταθέσω για να ενημερώσω τη Βουλή για τα ήδη υπάρχοντα ευρήματά μας από τις έρευνες. Το αίτημα απορρίφθηκε από τον πρόεδρο της Επιτροπής και τον πρόεδρο της Βουλής. Κατόπιν αυτού, τον Ιανουάριο με προσέβαλαν και με απείλησαν προσωπικά, δημοσίως και με ωμότητα, βουλευτές και αξιωματούχοι της κυβέρνησης, όταν η ΑΔΑΕ προσπάθησε να ενημερώσει τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με βάση δικό του αίτημα που εδράζεται στην κείμενη νομοθεσία (5002/2022, άρθρο 8, παράγραφος 6), να μάθει αν υπήρξαν στόχος παρακολούθησης υψηλά ιστάμενοι δημόσιοι αξιωματούχοι από την κρατική υπηρεσία πληροφοριών, την ΕΥΠ» σημείωσε αρχικά ο Χρήστος Ράμμος, ενώ σε ερώτηση της ευρωβουλεύτριας της ΝΔ Ελίζα Βόζεμπεργκ αν έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για αυτή την τόσο σοβαρή καταγγελία, ο ίδιος απάντησε: «Αυτά έγιναν όταν ενημέρωσα τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον κύριο Τσίπρα. Δεν προσέφυγα στη δικαιοσύνη, καθώς υπήρχε τέτοια μεγάλη οξύτητα που δεν ήθελα να προστεθεί και μία δικαστική διαμάχη για αυτά τα θέματα. Έτσι προτίμησα να τα προσπεράσω».
Παράλληλα, ο κ. Ράμμος κατήγγειλε ότι η ελληνική δικαιοσύνη δεν έχει κάνει τίποτα εδώ και 18 μήνες, κανένας δεν έχει διωχτεί για τις παράνομες υποκλοπές, παρά μόνο δύο μέλη της ανεξάρτητης αρχής, οι οποίοι απλά έκαναν το καθήκον τους. «Ήταν μεγάλο σοκ για μένα η δίωξη δύο εξαιρετικών συνεργατών μου, της Κατερίνας Παπανικολάου και του Στέφανου Γκρίτζαλη. Έχω συνεργαστεί μαζί τους χρόνια και μπορώ να εγγυηθώ για τον επαγγελματισμό τους προς το καθήκον τους. Παρόλο που δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες για τους λόγους που έχουν διωχθεί, είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι η εισαγγελία θα διαψευστεί σύντομα. Λυπάμαι ότι κάποιοι από τους καλύτερους αξιωματούχους της Ελλάδας υφίσταται όλα αυτά» ανέφερε μεταξύ άλλων, επισημαίνοντας ότι η ΑΔΑΕ και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δέχθηκαν αυξανόμενες πιέσεις το τελευταίο διάστημα.
Αναλυτικά η τοποθέτηση του Χρήστου Ράμμου στη LIBE:
«Είχαμε συναντηθεί ξανά στις 7 Μαρτίου με την Επιτροπή σας. Θα περάσω στα γεγονότα. Από το τέλος του 2022 ο Τύπος στην Ελλάδα ανέφερε πως το απόρρητο των επικοινωνιών, μεταξύ τους δημόσιων αξιωματούχων, είχε παραβιαστεί, κατά παράβαση της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος. Αυτό προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη», ανέφερε εισαγωγικά.
Και συνέχισε: «Σαν αποτέλεσμα η ΑΔΑΕ έλαβε πολυάριθμα αιτήματα, που προκάλεσαν αρκετές έρευνες που παραμένουν σε εξέλιξη και είναι μυστικές, όπως επιβάλλει ο νόμος. Υπάρχει διαρκής επαφή με τους εισαγγελείς που ερευνούν το ποινική διάσταση της υπόθεσης. Ήθελα να πω το εξής. Στο τέλος του Νοεμβρίου του 2022 είχαμε νέα νομοθεσία, που άλλαξε την διαδικασία για την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών. Κατόπιν, όταν ήρθαμε σε επαφή με πάροχο τηλεπικοινωνιών, έστειλε ένα αίτημα στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου για να παράσχει σχετικά στοιχεία, υπό το νέο νομικό πλαίσιο. Ο εισαγγελέας του ΑΠ εξέδωσε μη δεσμευτική γνωμοδότηση ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον την δυνατότητα να πραγματοποιεί έρευνες είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν αιτήματος πολίτη. Η γνωμοδότηση συνοδευόταν από απειλές ότι αν η ΑΔΑΕ δεν συμμορφωνόταν με τη γνωμοδότηση, πιθανώς θα υφίσταντο δίωξη με κατηγορίες όπως η κατασκοπεία μέλη της διοίκησης και του προσωπικού της. Όμως, βασιζόμαστε στον νόμο 3115/2003, που δεν τροποποιήθηκε καθόλου από τον νόμο του 2022, στον οποίο βασίστηκε ο εισαγγελέας. Δήλωσα δημοσίως ότι αυτή η γνωμοδότηση αντίκειται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ».
Είπε ακόμα: «Μετά από αυτά, ζήτησα να καταθέσω στην Επιτροπή Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου προκειμένου για να τους ενημερώσω τη Βουλή για τα ήδη υπάρχοντα ευρήματά μας από τις έρευνες. Το αίτημα απορρίφθηκε από τον πρόεδρο της Επιτροπής και τον πρόεδρο της Βουλής. Μετά, με προσέβαλαν και με απείλησαν προσωπικά, δημοσίως από βουλευτές και αξιωματούχους της κυβέρνησης, όταν η ΑΔΑΕ προσπάθησε να ενημερώσει τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με βάση δικό του αίτημα που εδράζεται στην κείμενη νομοθεσία (5002/2022, άρθρο 8, παράγραφος 6), να μάθει αν υπήρξαν στόχος παρακολούθησης υψηλά ιστάμενοι δημόσιοι αξιωματούχοι από την κρατική υπηρεσία πληροφοριών, την ΕΥΠ».
Πρόσθεσε το εξής: «Τέλος, εξελίξεις τις τελευταίες ημέρες ανέδειξαν τις ανησυχίες για παρεμβάσεις στην ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, την οποία προστατεύει το Σύνταγμα η ΑΔΑΕ είχε πρόσφατα πραγματοποιήσει έκτακτες επιθεωρήσεις για την νομιμότητα των υποκλοπών στις εγκαταστάσεις της ΕΥΠ, όπως προείπα, η διαδικασία παραμένει σε εξέλιξη. Στις 25 Σεπτεμβρίου το Ελληνικό Κοινοβούλιο αντικατέστησε 3 από τα 7 μέλη του ΔΣ της ΑΔΑΕ. Η θητεία τους είχε λήξει από τον Μάρτιο του 2022, αλλά η αντικατάστασή τους παρουσιάστηκε ως “επείγουσα” μετά την αδράνεια της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής επί 18 μήνες.
«Η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 101α) έπρεπε να υπερψηφίσει με πλειοψηφία 3/5. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η αντικατάσταση αποφασίστηκε με οριακά μικρότερη πλειοψηφία (16/27), κατά παράβαση του Συντάγματος. Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μεσάνυχτα με αξιοσημείωτη βιασύνη, κάτι που δείχνει ότι η αντικατάσταση θα μπορούσε να συνδέεται με συγκεκριμένα γεγονότα. Δεν θέλω να προχωρήσω σε λεπτομέρειες», ανέφερε.
«Τους προηγούμενους μήνες η ΑΔΑΕ επίσης ηγήθηκε των ερευνών, μαζί με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Και οι δύο Αρχές δέχθηκαν αυξανόμενες πιέσεις ενώ προχωρούσαν τις έρευνές τους. Τα γεγονότα στο τέλος Σεπτεμβρίου τελικά εγείρουν ανησυχίες για τον σεβασμό των κανόνων λειτουργίας της ΑΔΑΕ», σημείωσε.
Σαν τελευταίο σχόλιο στην αρχική μου τοποθέτηση: η ΑΔΑΕ έχει λίγα μέσα στη διάθεσή της, μικρό προϋπολογισμό. Και έχει δυσκολίες στο έργο του ελέγχου της νομιμότητας τηλεπικοινωνιών που τίθενται υπό εισαγγελική εντολή. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα σταματήσω εδώ και θα απαντήσω στις ερωτήσεις σας».
Τότε, ο κ. Λένερς, απευθυνόμενος προς τον κ. Ράμμο, θύμισε ότι είναι η τέταρτη φορά που καταθέτει και του έθεσε δύο ερωτήματα. Πρώτον, αν η αλλαγή μελών στο ΔΣ της ΑΔΑΕ επηρεάζει την λειτουργία της και αν αμφισβητείται η ακεραιότητα ή η ικανότητά τους και γιατί. Και δεύτερον: Αν έχει κάποια άποψη για δημοσιεύματα που θέλουν την Δικαιοσύνη να υποψιάζεται διαρροές απόρρητων πληροφοριών από την ΑΔΑΕ.
Ο κ. Ράμμος ξεκίνησε από τη δεύτερη ερώτηση λέγοντας: «Η δίωξη κατά δύο εξαίρετων συνεργατών στο ΔΣ της ΑΔΑΕ, των κ.κ. Παπανικολάου και Γκρίτζαλη, ήταν μεγάλο σοκ για μένα. Συνεργάστηκα μαζί τους για χρόνια και μπορώ να διασφαλίζω τον επαγγελματισμό και την καλή τους πρόθεση, την απόλυτη ακεραιότητά τους και το ύψιστο επίπεδο αφοσίωσης στο καθήκον. Παρόλο που δεν ξέρω ακόμη τους λόγους για τη δίωξή τους, θέλω να δηλώσω εδώ ότι είμαι πλήρως και πεπεισμένος ότι η δίωξη θα αποδειχθεί πολύ σύντομα εσφαλμένη και αβάσιμη. Με θλίβει το ότι μερικοί από τους καλύτερους δημόσιους λειτουργούς που είχε ποτέ η Ελλάδα υποβάλλονται σε τέτοια προβλήματα. Γιατί κάθε ποινική διαδικασία, ακόμη και αν οδηγήσει σε αθώωση, είναι πικρή διαδικασία για κάθε άνθρωπο με συνείδηση. Είναι αξιοσημείωτο και αξιοπρόσεκτο ότι η ελληνική Δικαιοσύνη που δεν έχει κάνει τίποτα μετά από 18 μήνες, δεν έχει προχωρήσει σε καμία δίωξη για την χρήση κακόβουλων λογισμικών, η ίδια Δικαιοσύνη διώκει δύο μέλη της Αρχής, που απλώς κάνουν το καθήκον τους».
Στη συνέχεια απαντώντας στη δεύτερη ερώτηση, ανέφερε ότι «είναι πρώιμο να διατυπώσει κανείς γενικά συμπεράσματα» και θα φανεί στο μέλλον αν αυτή η αλλαγή θα μεταβάλλει τη στάση της ανεξάρτητης αρχής.