Ατιμωρησία και τεράστιο πλήγμα στην απονομή δικαιοσύνης φέρνει το «έμφραγμα» στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών, το οποίο σύμφωνα με εκτιμήσεις θα αφήσει ανεξιχνίαστα εγκλήματα για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν δέχεται πλέον αποστολές δειγμάτων ιστών και βιολογικού υλικού από τις νεκροψίες που έχουν διενεργηθεί, με αποτέλεσμα αυτά να παραμένουν στοιβαγμένα στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών. «Μπλόκο» έχει μπει και στην ανάλυση των τοξικολογικών εξετάσεων.
Το πρόβλημα όπως αναφέρει και το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Πελοπόννησος» προκύπτει από το ψαλίδι στη «χρηματοδότηση» και παρά τις επιστολές της Ιατροδικαστικής Πατρών στο υπουργείο Δικαιοσύνης εδώ και έναν χρόνο, δεν έχει βρεθεί καμία λύση!
Με λίγα λόγια, δεκάδες ιατροδικαστικές εκθέσεις θα παραμείνουν ανοιχτές, ενώ ήδη βρίσκονται σε εκκρεμότητα 55 υποθέσεις οι οποίες δεν γίνεται να διερευνηθούν εάν δεν υπάρχουν οι αναλύσεις από τα εργαστήρια.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, εδώ και έναν χρόνο, δείγματα ιστών φυλάσσονται σε φορμόλη, ωστόσο ο ήδη τεράστιος όγκος αυξάνεται συνεχώς, την ώρα που δεν υπάρχει χώρος και οι κατάλληλες συνθήκες φύλαξης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως ανέφεραν στην εφημερίδα ιατροδικαστικοί κύκλοι: «Ο καθένας θα μπορεί να θέσει αιτιάσεις, τόσο για τις συνθήκες και τον χρόνο φύλαξης του υλικού και το σημαντικότερο της αμφισβήτησης του αποτελέσματος». «Για να υπάρξει ενημέρωση των αρμόδιων υπηρεσιών, αλλά και των πολιτών που ζητούν απαντήσεις, θα πρέπει να έρθουν τα αποτελέσματα από τα εργαστήρια, το οποία πια αρνούνται την οποιαδήποτε συνεργασία» τονίζουν.
«Εξέλιξη που αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας στην ποινική δικαιοσύνη»
Σε δηλώσεις του για το τεράστιο πρόβλημα που έχει προκύψει, ο ποινικολόγος Περικλής Πασχάκης σημειώνει: «Πρόκειται για μία εξέλιξη, η οποία αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας στην ποινική δικαιοσύνη», επισημαίνοντας πως «η παραγγελία από προανακριτικούς υπαλλήλους ή από ανακριτές διενέργειας τοξικολογικών ή ιστοπαθολογικών εξετάσεων αποτελούν ανακριτικές πράξεις με σκοπό τη διακρίβωση της αλήθειας, η οποία τελικώς κατατείνει στην αποκάλυψη του ενόχου και την τιμωρία του ή ενίοτε στην απαλλαγή κατηγορουμένου, ο οποίος κατηγορείται άδικα. Συνήθως, οι εξετάσεις αυτές παραγγέλλονται στο πλαίσιο ποινικής διερεύνησης σοβαρών εγκλημάτων κατά της ζωής, π.χ. ανθρωποκτονίες, κατά της σωματικής ακεραιότητας, κατά της γενετήσιας ελευθερίας π.χ. βιασμοί, αλλά και άλλων εγκλημάτων».
Σύμφωνα με τον ποινικολόγο: «Τις περισσότερες φορές τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών κρίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της ποινικής διερεύνησης τόσο σοβαρών εγκλημάτων, αφού αποτελούν αντικειμενικά ευρήματα, τα οποία τις περισσότερες φορές δεν μπορούν εύκολα τουλάχιστον να ανατραπούν. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ζωτικής σημασίας για την αξιοπιστία τους η συλλογή υλικού και η εξέτασή του όσο το δυνατόν πιο κοντά χρονικά στον χρόνο τέλεσης του διερευνώμενου εγκλήματος. Αντιστρόφως, όσο οι ενέργειες αυτές απομακρύνονται χρονικά από τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος τόσο καθίσταται μειωμένη η αξιοπιστία τους» τονίζει και θίγει το ζήτημα της απονομής δικαιοσύνης σημειώνοντας: «Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι πλήττει τόσο τα θύματα αξιόποινων πράξεων που αξιώνουν την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας και την τιμωρία του δράστη, όσο και κατηγορούμενους, οι οποίοι εξαρτούν την απαλλαγή τους από τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών. Πλήττει, δηλαδή, την ταχύτητα και την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης ιδίως σε μία περίοδο που και τα δύο είναι ζητούμενα της νομοθετικής εξουσίας». Παράλληλα «δίνει στέρεο έρεισμα σε διαδίκους προκειμένου να στραφούν κατά του ελληνικού κράτους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ασκώντας προσφυγή, αιτούμενοι αποζημίωσης, καθώς πρόκειται για σαφή παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη» καταλήγει ο κ. Πασχάκης.