Στα γεγονότα που οδήγησαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 και το δικό της βίωμα αναφέρθηκε η υπεύθυνη του φαρμακείου στην σχολή την περίοδο εκείνη, Μέλπω Λεκατσά.
Μιλώντας στην ΕΡΤ είπε:
«Μετά από το “αποτυχημένο” πείραμα της Νομικής, που αποτέλεσε προάγγελο, οι φοιτητές ήμασταν έτοιμοι. Βγαίνοντας από τη Νομική φάγαμε πάρα πολύ ξύλο, παρόλο ότι είχαμε συμφωνήσει ότι θα βγούμε ειρηνικά και συλλήψεις έγιναν και ξύλο φάγαμε.
Με πρόσχημα τη θέληση των φοιτητών για ελεύθερες εκλογές, στις 14 Νοεμβρίου, μας μπήκε και η ιδέα “δεν καθόμαστε να κάνουμε ελεύθερο κρατίδιο το Πολυτεχνείο, να πάρουμε κι εμείς λίγο το αίμα μας πίσω;
Ξεκινώντας η αντίστροφη μέτρηση, ξεκίνησε και να οργανώνεται η κινητοποίηση… φαγητά, εστιατόριο, φάρμακα, δωρεές χρημάτων ακπό κόσμο, χειροποίητες προκηρύξεις στα αυτοκίνητα.
Μία οργανωμένη, ελεύθερη, φοιτητική κοινωνία, στην οποία πιστεύουμε ότι για πάντα θα ζήσουμε εκεί, ελεύθεροι».
Το μεσημέρι της 16ης Νοεμβρίου υπήρχε η πληροφορίες ότι θα χτυπήσουν. «Μας είπαν να φύγετε όσοι είστε οργανωμένοι γιατί δεν θέλουμε άλλες συλλήψεις από δικά μας μέλη. Όμως κανείς δεν έφυγε. Αυτό είναι το μεγαλειώδες του Πολυτεχνείου. Όλοι μείναν στις θέσεις τους, Κανένας δεν αποχώρησε ποτέ».
«Στο Πολυτεχνείο δεν πρόλαβα να κλονιστώ. Ήταν σαν να ετοιμαζόμαστε οι 300 του Λεωνίδα. Ένιωθες ότι είσαι στο μικρό αλωνάκι. Κανείς δεν το περίμενε. Παρασκευή μεσημέρι ειδοποιούν τις οργανώσεις ότι έχουμε μια πληροφορία πως θα χτυπήσουμε με τανκς. Ο στρατός θα επέμβει. ”Φύγετε, να σωθούν τα στελέχη”. Εγώ δεν ήμουν σε καμία οργάνωση. Ήμουν το αυθόρμητο σπουργιτάκι που πήγαινε από δω, από κει όπου μπορούσα να βοηθήσω. Και δεν έφυγε κανείς. Ένιωθα πως είμαι ένα κομμάτι μιας πολύ μεγάλης ομάδας που παλεύουμε για τα δίκια μας. Δεν το είδα το τανκς, έφυγα από πίσω μισή ώρα νωρίτερα για να γλιτώσω τη σύλληψη. Το έβλεπα απέναντι το τανκς.
Από τις 18:00 έχουν έρθει για δακρυγόνα, με απλούς τραυματισμούς, και όσο περνάει η ώρα οι μαθητές έχουν κάνει μία μεγάλη αλυσίδα που ανάμεσά τους περνάμε τους τραυματισμένους, αλλά στις 20:00 βλέπουμε πλέον καθαρά από σφαίρες χτυπημένους πολύ άσχημα και τους φέρνουν στο ιατρείο για την πρώτη βοήθεια, σταματούσαμε τις πρώτες αιμορραγίες, διαπιστώναμε κάποιους νεκρούς. Αυτό είναι το θέμα. Να το καταλάβουν ότι υπήρχαν νεκροί. Προσπαθούν να μας πουν 50 χρόνια ότι δεν υπάρχουν νεκροί και ήταν έξω από το Πολυτεχνείο.
Είπαμε λίγα άτομα να φύγουμε από την πίσω πόρτα, να σωθούμε, να χαθούμε μέσα στην Αθήνα γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Άτρωτοι. Δεν είχαμε καμία συναίσθηση με την πραγματικότητα. Ότι θα γράφαμε ιστορία δεν το είχαμε καταλάβει. Εάν δεν είχε χυθεί το αίμα, δεν είχαμε νεκρούς, νεκρούς, νεκρούς, διότι κοντεύουν να μας τρελάνουν πως δεν υπήρχαν νεκροί. Και ένας να υπάρχει νεκρός, το αίμα, θέλει εκδίκηση. Γράφει ιστορία το αίμα. Εάν δεν είχε επέμβει η χούντα, δεν θα είχε γίνει και αυτή η ρωγμή στο καθεστώς.
Η χούντα υποτίμησε τους φοιτητές. Πίστευε ότι θα είναι πάλι ένα πείραμα σαν τη Νομική. Αλλά εκεί γελάστηκε διότι δεν είχε καταλάβει ότι όλο αυτό το πράγμα που χτυπούσε, όλο αυτό το μένος προς τους φοιτητές, οι στρατεύσεις, οι φυλακίσεις, κάπου θα ξεσπάσει», είπε η κ. Λεκατσά.
Η σύλληψη και ο βασανισμός
Η υπεύθυνη του φαρμακείου του Πολυτεχνείου είπε ότι έφυγε μισή ώρα πριν ρίξει την πόρτα το τανκ και κρυβόταν μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου όταν συνελήφθη.
Στον χώρο της ΕΑΤ – ΕΣΑ έμεινε περίπου τρεισήμισι μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Μιλώντας για τις συνθήκες κράτησής της ανέφερε «ήταν επτά κελιά και ένα άλλο που το λένε αναρρωτήριο, σε απόλυτη απομόνωση, με κάτι φεγγίτες να μπαίνει ελάχιστο φως, με μια μικρή λάμπα που δεν βλέπεις τίποτα, με απόλυτη απομόνωση, δεν βλέπεις ούτε τους γονείς σου, ούτε έχεις καμία επικοινωνία. Μόνο ανάκριση, βασανιστήρια, ανάκριση, βασανιστήρια. Μόνο από το φαγητό μπορείς να καταλάβεις την ώρα, διότι το πρωί δίνουν τσάϊ σκέτο».
Η συνάντηση με τους βασανιστές
Η κ. Λεκατσά συγκλόνισε όταν αναφέρθηκε στην συνάντηση που είχε με ένα ταγματάρχη και έναν από τους βασανιστές της.
«Τον είδα στη λαϊκή της Νέας Ιωνίας, να κουβαλάει τα μπαγκάζια που είχαν ψωνίσει με την γυναίκα του. Γιατί αυτός είναι καλός χριστιανός, είναι ο πολύ καλός οικογενειάρχης. Αυτά είναι τα όλα ψέματα που μας λένε για τους εθνικόφρονες, τους καλούς οικογενειάρχες. Εμείς δεν είμαστε εθνικόφρονες, δεν αγαπάμε την πατρίδα μας. Της τα κουβάλαγε, έλεγε το κορίτσι μου, περήφανος για το παιδί του. Μου έλεγε να μοιάσω στο δικό του παιδί, με έλεγε πόρνη», θυμάται. Τον άνθρωπο αυτό τον συνάντησε μετά από 10 χρόνια και όπως αναφέρει, δεν του είπε τίποτα γιατί φοβόταν να κάνει φασαρία.
«Έναν άλλον τον είδα στο φαρμακείο που ήρθε. Ένας από τους βασανιστές μου. Μπήκε μέσα, διανυκτέρευση είχα και μου είπε ‘’ένα αντιβιοτικό’’. Με κοιτάζει και μου λέει ‘’με βλέπεις; Με ξέρεις;’’. Ναι, λέω σε ξέρω πολύ καλά. ‘’Εγώ ξέρεις, δουλεύω στον ΟΤΕ’’ σε κάποιο νησί του Αιγαίου, ‘’έχω γίνει πολύ καλός οικογενειάρχης, καλός άνθρωπος’’ και του λέω αυτά τι μου τα λες εμένα; Εγώ θα σε εξυπηρετήσω γιατί είμαι εν υπηρεσία σε θέματα υγείας. Πάρτο και φύγε και εξαφανίσου».
«Δεν τους συγχώρεσα ποτέ. Δεν μου ζήτησε ποτέ συγγνώμη. Το ξύλο που έφαγα να το συγχωρέσω, το πάτημα στην κοιλιά, ακόμη βουίζουν τα αφτιά. Αυτά να τα συγχωρέσω. Όταν έχουν πεθάνει 48 φοιτητές μέσα στο Πολυτεχνείο, γιατί να συγχωρέσω; Δεν πιστεύω σε αυτά, πιστεύω στη δικαιοσύνη της ζωής», αναφέρει.
Δείτε επίσης:
«Αστακός» η Αθήνα για το Πολυτεχνείο