Σε νέα εποχή πέρασε το πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ, που φωταγωγήθηκε την εβδομάδα που μας πέρασε.
- Από τον Δημήτρη Λυμπερόπουλο (dlymberopoulos@espressonews.gr)
Το πάλαι ποτέ πολυκατάστημα, που ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία της Αθήνας, έπειτα από 25 χρόνια αναμένεται να ανοίξει τις πύλες του, το πρώτο εξάμηνο του 2024. Οσο για τα νέα του χρώματα που εντυπωσίασαν και έγιναν «talk of the town» στα social media, είναι τρία: το ιστορικό πορτοκαλί του εμβληματικού πολυκαταστήματος των περασμένων δεκαετιών, το πράσινο της ελιάς και το λευκό επί της οδού Βερανζέρου.
Το εμβληματικό ακίνητο επιφάνειας 18.500 τετραγωνικών μέτρων αναμένεται να λειτουργήσει σε πλήρη ανάπτυξη μέσα στο 2024 με μεικτές χρήσεις, αφού θα διαθέτει γραφεία, καταστήματα και πολυτελή ντιζαϊνάτα διαμερίσματα, με στόχο να χαρίζει ακόμα περισσότερη διεθνή δόξα στην ιστορία που άρχισε το 1934, όταν ο Γιάννης Γεωργακάς και ο Αγγελος Σεραφειμίδης άνοιξαν περίπτερο με το όνομα ΜΙΝΙΟΝ.
Δέκα χρόνια μετά ο Γεωργακάς αρχίζει να αγοράζει σταδιακά το κτίριο επί της οδού Πατησίων προκειμένου να το μετατρέψει σε πολυκατάστημα που έμελλε να γίνει για την Ελλάδα των περασμένων δεκαετιών αξιοθέατο, καθώς ήταν το πρώτο πολυκατάστημα της χώρας, το πρώτο που διέθετε κυλιόμενες σκάλες, ενώ τα ψώνια κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων ήταν το γεγονός της χρονιάς για όλη τη χώρα και το παιδικό όνειρο εκατομμυρίων παιδιών… να φωτογραφηθούν με τους παραδοσιακούς Αγιοβασίληδες, να ψωνίσουν παπούτσια και να φάνε δωρεάν σοκολάτες…
Ιστορία μου, αμαρτία μου…
Το ΜΙΝΙΟΝ είχε περάσει στην κατοχή της Folli Follie κατά τη δεκαετία του 2000, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του εμπνευστή και ιδιοκτήτη του Ιωάννη Γεωργακά. Αρχική πρόθεση ήταν να επαναλειτουργήσει ως πολυκατάστημα, σχέδιο που δεν προχώρησε. Στη συνέχεια, το 2012, υπήρξε συμφωνία για τη μίσθωσή του από το υπ. Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Ωστόσο, ούτε η συμφωνία αυτή υλοποιήθηκε ποτέ και το ακίνητο παρέμεινε αναξιοποίητο, μέχρι την εμφάνιση των οικονομικών προβλημάτων στη Folli Follie και την ανάγκη ρευστοποίησης της ακίνητης περιουσίας της για τη μείωση των χρεών της εταιρίας. Η ίδια η Dimand παρακολουθούσε τις εξελίξεις γύρω από το ΜINION ήδη από το 2006. Επιπλωμένα διαμερίσματα στο ιστορικό ΜINION θα έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, όπως είχε παλαιότερα δηλώσει Δημήτρης Ανδριόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Dimand Real Estate, της εταιρίας που επένδυσε περισσότερα από 50.000.000 ευρώ για το νέο ΜΙΝΙΟΝ και θα βρίσκονται σε αυτόνομο σημείο από το υπόλοιπο ΜΙΝΙΟΝ, στη συμβολή των πεζοδρόμων Σατωβριάνδου και Δώρου.
Η χρυσή εποχή
Το ΜΙΝΙΟΝ υπήρξε δημιούργημα ενός απλού χωριατόπαιδου, του αείμνηστου Ιωάννη Γεωργακά, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί σε μία από τις πλέον εμβληματικές επιχειρηματικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης Ελλάδας, πρωτοπόρος για την εποχή του που πέτυχε ένα θαύμα! Γεννημένος το 1913 σε χωριό της Ολυμπίας, από πάμφτωχη οικογένεια, ο Γεωργακάς στα 13 του καταφθάνει μόνος στην Αθήνα για να αναζητήσει καλύτερη τύχη.
Τα επόμενα χρόνια θα εργαστεί στο μπακάλικο ενός θείου του, ως σερβιτόρος στην πλατεία Βάθη, σε πρατήριο τσιγάρων και ως τσιλιαδόρος ενός παπατζή! Διψώντας για γνώση, μάθηση και εξέλιξη, γράφεται σε νυχτερινό σχολείο για εμποροϋπαλλήλους, ενώ στη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του -που τα έζησε και τα είδε όλα- θα αποκτήσει δύο πανεπιστημιακά διπλώματα, ένα στα 45 και το άλλο στα 83 του χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας αρχίζει να δουλεύει πλασιέ με το ποδήλατό του, προμηθεύοντας με μικροπράγματα τα περίπτερα. Ο ωραίος, δαιμόνιος νεαρός θα γοητευτεί από ένα περίπτερο στα Χαυτεία, το ΜΙΝΙΟΝ (από το ομηρικό «μινύος» που σημαίνει πολύ μικρός), το οποίο διέφερε από τα υπόλοιπα, αφού διέθετε μια ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως τσιγάρα, εφημερίδες, στιλό, γυαλιά, είδη καπνού και μια σειρά από χρηστικά μικροαντικείμενα. Κάπου εδώ ξεκινάει η επιχειρηματική δράση του Γεωργακά, ο οποίος πείθει τον ιδιοκτήτη του ΜΙΝΙΟΝ Αγγελο Σεραφειμίδη, άρτι αφιχθέντα από την Αμερική, να συνεταιριστούν. Οι δύο συνεταίροι υιοθετούν πρωτοποριακές πρακτικές για να προσελκύσουν πελατεία. Οπως χαρακτηριστικά έγραψε αρκετά αργότερα ο Γεωργακάς στην αυτοβιογραφία του, «πουλούσαμε πακετάκια με 10 λάμες, αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, σε καλές τιμές. Για τον κοσμάκη αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φτάσαμε να πουλάμε 1.000 πακετάκια τη μέρα!» Σύντομα θα ανοίξουν ακόμη ένα περίπτερο και λίγο αργότερα το πρώτο τους κατάστημα στα Χαυτεία. Μετά τον πόλεμο οι δύο συνεταίροι είναι πια έτοιμοι για το μεγάλο άλμα, ανοίγοντας το 1944 το ΜΙΝΙΟΝ στην Πατησίων. Ομως ο Γεωργακάς θα μείνει μόνος, αφού ο Σεραφειμίδης αποχωρεί από την εταιρία και αναχωρεί για την Αμερική. Αυτό, βέβαια, δεν θα πτοήσει τον δαιμόνιο και φιλόδοξο Γεωργακά… Οπως δεν θα τον πτοήσει και η λεηλασία του καταστήματός του από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, την εμφάνιση, ακριβώς απέναντι, του πρώτου ανταγωνιστή, του Μπιζού, το οποίο αντιγράφει τις μεθόδους του ΜΙΝΙΟΝ, αλλά και την προσπάθεια σπίλωσης του προσώπου του με την κατηγορία της προδοσίας. Ο Γεωργακάς θα συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο του. Ζητάει και παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών και εισαγωγής ξένων προϊόντων, ενώ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα αγοράσει ένα δεκαώροφο κτίριο, πάντα κοντά στην Ομόνοια, και λίγο μετά αγοράζει και το διπλανό του. Η δικτατορία βρίσκει το ΜΙΝΙΟΝ να είναι το μεγαλύτερο κατάστημα της Αθήνας και με σημαντική κερδοφορία.
Οντας δημοκράτης, ο ιδρυτής του τις ημέρες του Πολυτεχνείου προσφέρει καταφύγιο σε δεκάδες φοιτητές που προσπαθούν να ξεφύγουν τη σύλληψη, δίνοντάς τους να φορέσουν ρούχα υπαλλήλων του καταστήματος. Τη δεκαετία του ’70 το ΜΙΝΙΟΝ έχει πια μετατραπεί σε ένα τεράστιο σύγχρονο πολυκατάστημα, το ενδέκατο μεγαλύτερο σε μέγεθος σε όλη την Ευρώπη, με ετήσιες πωλήσεις που προσεγγίζουν το 1 δισεκατομμύριο δραχμές.
Αναδεικνύεται σε σήμα κατατεθέν της πρωτεύουσας, όπου κάποιος θα μπορούσε να βρει -σε προσιτές τιμές- από καρφίτσες και τρόφιμα μέχρι ηλεκτρονικά και αυτοκίνητα, ενώ αναμφίβολα καταφέρνει να συνδεθεί με τις ομορφότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων. Το ΜΙΝΙΟΝ ήταν το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις, κατάργησε τα παζάρια θέτοντας καθορισμένες τιμές, καθιέρωσε τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, χρησιμοποίησε Η/Υ, εισήγαγε τη λίστα αγορών και τη λίστα γάμου, εγκατέστησε κλιματιστικό και λειτούργησε στις εγκαταστάσεις του κομμωτήριο, καφετέρια, εστιατόριο, μπαρ, ακόμα και ταξιδιωτικό γραφείο.
«Για τον Γεωργακά η επίσκεψη σε ένα μεγάλο κατάστημα έπρεπε να είναι γιορτή. Δεν αρκούσε να έρχεται ο πελάτης και να περπατάει στους ορόφους, διαλέγοντας προϊόντα» είχε δηλώσει ο αείμνηστος σχεδιαστής Γιάννης Τσεκλένης. «Εκείνος κατάφερε να με φέρει πίσω από την Αμερική λόγω της επιτυχίας που είχαν τα σχολικά μου είδη. Με πίεσε να επιστρέψω για να δημιουργήσουμε τη λεωφόρο μόδας. Αφού συμφωνήσαμε με τον Γεωργακά, αρχίσαμε να διοργανώνουμε επιδείξεις μόδας ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ηταν ένας αγαθός, σπουδαίος άνθρωπος, ιδιαίτερα διορατικός για την εποχή του. Τον κατέστρεψε η φωτιά που εκδηλώθηκε στο κατάστημα και ουσιαστικά ποτέ δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει πλήρως. Μπορεί να τα κατάφερε μερικώς, ωστόσο πήρε μεγάλα δάνεια. Στο ΜΙΝΙΟΝ λειτουργούσαν μπουτίκ με δικά μου προϊόντα. Τμήμα με υφάσματα εσωτερικών χώρων, με σεντόνια, με παιδικά, με γυναικεία, καθώς και με ανδρικά ή παπούτσια…Κυκλοφορούσα λοιπόν στο κατάστημα. Ηθελα πάντα να ακούω τη γνώμη του κόσμου. Κάποιες φορές τύχαινε να περιποιούμαι ο ίδιος τον κόσμο. Ηταν μία μεγάλη γιορτή για την Αθήνα. Εφεγγε ο τόπος. Οσο για τους Αϊ-Βασίληδες; Πολλοί! Παντού έβλεπε κανείς Αγιοβασίληδες στις γιορτές. Τα Χριστούγεννα άλλωστε γινόταν το μεγάλο πανηγύρι. Κουκλοθέατρα, θεατρικές παραστάσεις, μουσικές, εορταστική ατμόσφαιρα, που ο Γεωργακάς τη χαιρόταν και ο ίδιος σαν παιδί με την αγαπημένη του σύζυγο Αμαλία Γεωργακά».
Αντίστροφη μέτρηση
Ηταν παραμονές Χριστουγέννων του 1980. Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα εκείνης της Παρασκευής ακούγονται εκρήξεις και τα πολυκαταστήματα τυλίγονται στις φλόγες μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες. Η πυρκαγιά ξεκινά από τους υψηλότερους ορόφους, όπου βρίσκονται τα πλέον εύφλεκτα υλικά, γεγονός που βεβαιώνει ότι πρόκειται για εμπρησμό. Από το ΜΙΝΙΟΝ έχει απομείνει μόνο ο σκελετός του κτιρίου, ενώ το Κατράντζος καταρρέει. Η Πυροσβεστική υπολογίζει ότι οι ζημιές ανέρχονται στα 2 δισ. δραχμές.
Με προκήρυξη που έφτασε μέσω ταχυδρομείου στις εφημερίδες, στις 22 Δεκεμβρίου, η οργάνωση-φάντασμα Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80 ανέλαβε την ευθύνη του εμπρησμού. Η καταστροφή είναι ολοσχερής, όμως ο Γεωργακάς αρνείται να κηρύξει πτώχευση και ξαναφτιάχνει το «παιδί» του με τη βοήθεια των υπαλλήλων του και την αμέριστη αγάπη του κόσμου.
Το νέο ΜΙΝΙΟΝ σε χρόνο ρεκόρ θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του, όμως τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Το 1983 περνάει στα χέρια του κράτους, αφού εντάχθηκε στις λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις», όμως εξακολουθεί να παραμένει στάσιμο σε μια εποχή κατά την οποία οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, καθώς κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα shop in shop καταστήματα, που σύντομα θα άλλαζαν την εικόνα του λιανεμπορίου.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ο Γεωργακάς, μαζί με μια ομάδα επιχειρηματιών, αποκτά ξανά, το 1991, τον έλεγχο του «παιδιού» του. Ενα χρόνο μετά, όμως, καταπονημένος σωματικά και ψυχικά και σε προχωρημένη ηλικία, στα 79 του (έφυγε από τη ζωή το 2002, σε ηλικία 90 ετών), αποφασίζει να αποχωρήσει πουλώντας το μερίδιό του. Το ΜΙΝΙΟΝ, που πλέον αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αρχίζει να απευθύνεται σε ένα διαφοροποιημένο κοινό, με ελαφρώς αυξημένες τιμές. Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τα πιο φθηνά καταστήματα, κυρίως τον Λαμπρόπουλο, και έχοντας να αντιμετωπίσει μια σειρά από δυσμενείς καταστάσεις, όπως προβλήματα ρευστότητας, κακές σχέσεις με προμηθευτές, αλλά και την αποκάλυψη κυκλώματος εκβιασμών, που λειτουργούσε στον ημιώροφο του κτιρίου, το «μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα», που στην εποχή της ακμής του θα απασχολούσε 1.000 υπαλλήλους και θα διέθετε 120.000 διαφορετικά είδη, βάζει λουκέτο το 1998.