Του Γεωργίου Κ. Φίλη PhD*
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης αναφορικά με την μη-Βρετανική, δηλαδή μη-ψύχραιμη και μη-φλεγματική κίνηση του Βρετανού πρωθυπουργού απέναντι στον Έλληνα ομόλογό του παρατήρησε με εύστοχο και έξυπνο τρόπο πως «Αν συζητάνε το Ισραήλ και η Χαμάς, τότε μπορούν να συζητήσουν και ο Ρίσι Σούνακ με τον Κυριάκο Μητσοτάκη».
Η πρώτη ανάγνωση της κίνησης της Ντάουνινγκ Στριτ τόσο από την ελληνική κοινή γνώμη και πολιτικό κόσμο αλλά και σε διεθνές επίπεδο ήταν να την χαρακτηρίσουν ως «μη-ενηλίκου», να την καταδικάσουν και να προσπαθήσουν αν «επαναφέρουν» στην τάξη τον Βρετανό Πρωθυπουργό. Επιπροσθέτως, η αψυχολόγητη (;) αυτή απόφαση έφερε για ακόμα μία φορά στο προσκήνιο το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στους ιδιοκτήτες τους, δηλαδή στους Έλληνες, και δεν προσέφερε καλές υπηρεσίες στους πολέμιους αυτής της πράξης ιστορικής δικαιοσύνης την οποία οφείλει η Βρετανία προς τους ιστορικούς της συμμάχους, τους Έλληνες.
Όταν χαρακτηρίζουμε τους Έλληνες ως «ιστορικούς συμμάχους» των Βρετανών απλά να υπενθυμίσουμε πως η Ελλάδα και οι σύμμαχοί της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με την νίκη τους στο μέτωπο της Μακεδονίας και της Βορείου Ηπείρου επί των Βουλγάρων και των συμμάχων τους πέταξαν εκτός πολέμου την Σόφια, με αποτέλεσμα να αποκοπεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τις κεντρικές δυνάμεις και να παραδοθεί και αυτή. Η συγκεκριμένη νίκη ήταν αποφασιστικής σημασίας για την περεταίρω διεξαγωγή του πολέμου αφού θέτοντας εκτός μάχης την Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιτάχυνε την απόφαση της Γερμανίας να ζητήσει ανακωχή. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα με την εκστρατεία στην Μικρά Ασία το 1919-1922 επί της ουσίας βοήθησε την Μεγάλη Βρετανία να εμπεδώσει την κυριαρχία της στο Βόρειο Ιράκ, Κουρδιστάν και ελέγξει τα πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ, την στιγμή που οι Οθωμανικές/Τουρκικές δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσουν δυναμικά την περιοχή αφού μάχονταν για την επιβίωσή τους στο μέτωπο του Σαγγαρίου. Περνώντας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μιλήσουμε για τη συμβολή της Ελλάδας στη νίκη των συμμάχων δεν χρειάζεται να παρουσιάσουμε τίποτα περισσότερο πέραν των γραφομένων του Ουίνστον Τσώρτσιλ στην ιστορία του για τον πόλεμο όπου υπογράμμισε τη σημασία της Ελληνικής νίκης στα βουνά της Βορείου Ηπείρου αλλά και της Γερμανικής εμπλοκής στα Βαλκάνια στην συνολική εξέλιξη του πολέμου. «Τον Μάιο, οι γερμανικές μεραρχίες που είχαν παραταχθεί στην Ανατολή έφτασαν τις ογδόντα επτά, ενώ στα Βαλκάνια ήταν απασχολημένες τουλάχιστον εικοσιπέντε μεραρχίες» γράφει ο Τσώρτσιλ και συνεχίζει πως «Αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος μιας εισβολής στη Ρωσία και τους κινδύνους που συνεπαγόταν αυτό, η δυσχέρανση της συγκέντρωσης στρατευμάτων στην Ανατολή εξαιτίας ενός τόσο σοβαρού αντιπερισπασμού ήταν καθαρή απρονοησία. … καθυστέρησε για πέντε εβδομάδες αυτήν τη κρισιμότατη επιχείρηση» και ο «Πατέρας της Νίκης» καταλήγει συμπεραίνοντας πως «Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει επακριβώς ποιες θα ήταν οι συνέπειες αυτής της καθυστέρησης πριν ο χειμώνας επηρεάσει την τύχη της γερμανικής εκστρατείας στη Ρωσία. Είναι φυσικό να πιστεύουμε ότι η Μόσχα σώθηκε εξαιτίας αυτού του γεγονός» (εκδ. Γκοβόστη, 2010 για την Καθημερινή, τόμος 3, σελ. 231).
Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί κάποιος να μιλήσει με σιγουριά πως αν η Μεγάλη Βρετανία παρέμεινε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο «Μεγάλη» (διατήρησε την αυτοκρατορία της) και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο «Βρετανία» (δεν κατελήφθη από τη Γερμανία) το χρωστάει ΚΑΙ στην Ελλάδα και όχι μόνο στην ίδια ή στις ΗΠΑ ή στην ΕΣΣΔ. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα ανεξαρτήτως το τι πιστεύει κάποιος για το κατά πόσο ήταν/είναι θετικό ή αρνητικό για εμάς να συμπαρατασσόμαστε με τους Βρετανούς αποτελεί για το Λονδίνο, εκ των πραγμάτων έναν ιστορικό σύμμαχο, ίσως τον πλέον σημαντικό στην ευρύτερη περιοχή του Υδάτινου Άξονα Μαύρη Θάλασσα-Στενά-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειος.
Όμως τι συμβαίνει σήμερα αναφορικά με την τρέχουσα γεωπολιτική πραγματικότητα και γεωστρατηγική συγκυρία; Ισχύει η παραπάνω παρατήρηση αναφορικά με την στάση της Ελλάδας απέναντι στη μετά-BREXIT Μεγάλη Βρετανία και τα γεωπολιτικά της προτάγματα; Σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία πρέπει να γίνει κατανοητό πως το Λονδίνο αποτελεί τον βασικό παράγοντα και κινητήριο μοχλό της προσπάθειας ανάσχεσης της Ρωσίας και τον πρωταγωνιστή της διαμορφούμενης κατάστασης στην Ανατολική Ευρώπη. Πέραν των ζητημάτων διεθνούς δικαίου και υπαιτιότητας για την έναρξη του πολέμου, σε στεγνούς κλασσικής Αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σχολής η επιλογή του Λονδίνου να αντιπαρατεθεί, μέσω αντιπροσώπων αλλά ξεκάθαρα, με τη Μόσχα είναι κατανοητή και απολύτως προβλέψιμη. Η θέση της Ελλάδας στο ζήτημα ποια είναι; Στην πραγματικότητα η Αθήνα χωρίς δεύτερες σκέψεις λειτουργεί σαν να είναι η Πολωνία απέναντι στην Ρωσία, άρα έχει υιοθετήσει μία απόλυτη ευθυγράμμιση με τα Αγγλικά συμφέροντα, και έχει προσφέρει την πλέον πολύτιμη εδαφική διευκόλυνση από το νότο της Ανατολικής Ευρώπης, υποκαθιστώντας/αντικαθιστώντας μέσω της χερσαίας όδευσης τα Στενά. Περνώντας στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής το οποίο αναμένει μετά τη λήξη της εκεχειρίας τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων η Ελλάς ΚΑΙ η Κύπρος έχουν προσφέρει «γη και ύδωρ» στους Αγγλοσάξονες συμμάχους.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ιστορικά και παραδοσιακά έχει όχι απλά «διευκολύνει» αλλά και «γλυτώσει» την Μεγάλη Βρετανία από μήνες ή χρόνια πολέμων και απωλειών και με την βοήθεια που της προσφέρει της έχει επιτρέψει να λειτουργεί με βάση τα συμφέροντά της στην Μέση Ανατολή. Σήμερα, η Ελλάδα προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στα γεωπολιτικά «θέλω» των Αγγλοσαξόνων, ενώ λειτουργεί σε συνάρτηση με την Κύπρο ως το «υπάκουο παιδί» αναφορικά με τα τελευταία υπολείμματα Βρετανικής αποικιοκρατίας στην νήσο της Αφροδίτης, τις Βρετανικές βάσεις. Με βάση όλα τα παραπάνω, έχει κάποιου στο Λονδίνο περάσει από το μυαλό το τί ακριβώς θα συνεπαγόταν μία στάση «τύπου-Ερντογάν», έστω και κλάσματος αυτής, από την Ελλάδα για τους στρατηγικούς τους σχεδιασμούς τόσο στην Ανατολική Ευρώπη όσο και στην Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική;
Γιατί το λέμε αυτό; Διότι πολύ απλά ο Βρετανός πρωθυπουργός είναι ξεκάθαρο πως όταν αποφάσισε να ακυρώσει την συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό του, δηλαδή όταν αποφάσισε να προσβάλει το Έθνος των Ελλήνων, γιατί περί αυτού επρόκειτο για ένα θέμα τόσο ξεκάθαρα άδικο από την πλευρά του Λονδίνου, θα πρέπει να έθεσε το θέμα πρώτα στους συμβούλους στρατηγικής του. Και αυτοί τί ακριβώς του είπαν; Προφανώς η απάντηση ήταν πως «προχώρα, ευκαιρία να συσπειρώσουμε την ακραία συντηρητική πτέρυγα του κόμματος». Στο ερώτημα που μάλλον θα έθεσε «τι μπορούμε να πάθουμε από μία τέτοια κίνηση;» η απάντηση πρέπει να ήταν «ΤΙΠΟΤΑ»! Φτάνουμε λοιπόν στο «διά ταύτα»…
Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται πως κύκλοι πλησίον στο πρωθυπουργικό περιβάλλον θεωρούν πως είτε η Ελλάδα δεν έχει κανένα μοχλό πίεσης απέναντι στην Βρετανία είτε πως η Αθήνα όπως και να της φερθούν δεν πρόκειται να αντιδράσει. Και εδώ είναι το μεγάλο και ανησυχητικό ζήτημα: Εάν όντως για ένα τέτοιο θέμα, όταν υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα γεωπολιτικής επιβίωσης το Λονδίνο πιστεύει πως δεν υπάρχουν συνέπειες για το πως θα φερθεί σε μία αντικειμενικά σημαντικότατη χώρα, το πρόβλημα είναι ΚΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ. Κάτι επιτέλους δεν κάνουμε καλά… υπήρχε περίπτωση να έκανε κάτι τέτοιο στον Τούρκο πρόεδρο ο Βρετανός πρωθυπουργός;
Με άλλα λόγια, ναι η πατρίδα μας για το συγκεκριμένο θέμα στρίμωξε το Λονδίνο και τον Βρετανό πρωθυπουργό. Ναι, το θέμα, κρίνοντας από τις αντιδράσεις στο εσωτερικό, γύρισε «μπούμερανγκ» στον Βρετανό πρωθυπουργό. ΟΜΩΣ το ότι σκέφτηκε πως το να κάνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα την συγκεκριμένη γεωπολιτική συγκυρία, και να συμφωνήσουν (;) σε αυτό οι σύμβουλοί του καταδεικνύει πως κάτι δεν έχουμε κάνει καλά και εμείς. Η Ελλάδα αντικειμενικά αν το προσεγγίσει κάποιος έχει αυξήσει το γεωπολιτικό της βάρος μετά τις εξελίξεις στην περιοχή, πως όμως το κεφαλαιοποιεί αυτό, πως είναι δυνατόν να υπάρχουν ελίτ στην Βρετανία που να μην το αντιλαμβάνονται, μήπως εμείς δεν έχουμε περάσει το μήνυμα όπως πρέπει; Συνεπώς, τo αναδυόμενο αυτό γεωπολιτικό θέμα πέραν της «επιφάνειας» του ζητήματος των γλυπτών είναι σημαντικότατο διότι έτσι εξηγεί και την στάση της Τουρκίας απέναντί μας ακόμα της Αλβανίας στο θέμα Μπελέρη. Πολύ απλά κάποιοι, και αυτοί είναι πολλοί, δεν μας παίρνουν στα σοβαρά, και αυτό δεν έχει να κάνει πως είναι «στραβός ο γιαλός» αλλά είναι ξεκάθαρο πως «στραβά αρμενίζουμε». Και εάν πρόκειται για τα γλυπτά το γεωπολιτικό «κακό» είναι μικρό, εάν πρόκειται όμως για τα Ελληνοτουρκικά το μήνυμα είναι εξόχως ανησυχητικό.
* Ο Δρ. Γεώργιος Κ. Φίλης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στο Ledra College, Λευκωσίας και διδάσκων σε Παραγωγικές Στρατιωτικές Σχολές. Ο κ. Φίλης είναι καθηγητής στο International Baccalaureate Diploma του Κολλεγίου Αθηνών-Ψυχικού καθώς και Αναλυτής Διεθνών Ζητημάτων του ALPHA. [georgios.filis1976@gmail.com]