Ανοδικές είναι οι τιμές του ελαιόλαδου, προκαλώντας πονοκεφάλους στους καταναλωτές, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκοσμίως, με αποτέλεσμα από βασικό καθημερινό διατροφικό προϊόν για τις παραμεσογειακές χώρες, να γίνεται πλέον είδος πολυτελείας.
Τιμές πώλησης από τον παραγωγό, που ξεκινούν από τα 9,50 ευρώ το λίτρο και φθάνουν σχεδόν τα 10,50 για τα «έξτρα» (διπλάσια τιμή παραγωγού, από την περυσινή των 4 έως 5 ευρώ), «εγγυώνται» ότι η τιμή στον καταναλωτή, θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση από 12,0 ευρώ και γιατί όχι να ξεπεράσει τα 17,0 ευρώ (!) και το χειρότερο, υπάρχουν ελαχιστότατες ποσότητες τόσο εγχώρια, όσο και διεθνώς.
Μπορούμε ωστόσο να έχουμε κόστος ελαιόλαδου στο 1,0 ευρώ το λίτρο;
Κι όμως μπορούμε, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ Αλέξανδρος Παπαχατζής, καθηγητής Δενδροκομίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, εξηγώντας πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί, με την πλήρη εκμηχάνιση που μας παρέχει το «Υπέρπυκνο Σύστημα Φύτευσης» της ελιάς, ή όπως διεθνώς λέγεται «Super High Density» (SHD).
Πρόκειται για ένα σύστημα καλλιέργειας, που έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα στην καλλιέργεια της ελιάς, που ξέραμε τα τελευταία 3.500 χρόνια. Ήδη, έχει σχεδόν 30 χρόνια που ξεκίνησε, αρχικά στην Ισπανία και τα τελευταία περίπου 18 χρόνια, στη χώρα μας.
Αναφερόμενος στο παρόν και το μέλλον της ελαιοπαραγωγής στη χώρα μας, αλλά και το πώς θα εξασφαλίσουμε φθηνές τιμές στους καταναλωτές ο Δρ Αλέξανδρος Παπαχατζής, καθηγητής Δενδροκομίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρόεδρος του τμήματος Γεωπονίας – Αγροτεχνολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου «Δενδροκηπευτικών & Εδαφικών Πόρων, HORTLAB», δίνει τις δικές του επιστημονικές εξηγήσεις στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, το πρόβλημα ξεκίνησε από το καλοκαίρι του 2022, όπου οι ελληνικοί ελαιώνες, είχαν μία υπερπαραγωγή καρπού, δίνοντας όπως ήταν λογικό όλη τη δύναμή τους τα ελαιόδεντρα, στο να θρέψουν την «αναρτώμενη» παραγωγή τους, εις βάρος όμως της καλής κατάστασής τους και της βλαστικής προετοιμασίας τους, για την επόμενη χρονιά, δηλαδή για το 2023.
Αν σε όλα τα παραπάνω, προσθέσουμε και τις δυσμενείς και ακραίες κλιματικές συνθήκες του καλοκαιριού του 2023, δηλαδή τους παρατεταμένους καύσωνες, τη λειψυδρία, αλλά και τα πλημμυρικά φαινόμενα του Daniel και του Elias (έντονες βροχοπτώσεις), που κατακρήμνισαν και παρέσυραν τον εναπομείναντα ελάχιστο ελαιόκαρπο, μας οδήγησαν σε μία παραγωγή, μόνο του 5 έως 10% (σε σπάνιες περιπτώσεις, φθάσανε το 20%) της παραγωγής του 2022.
Η εικόνα, σύμφωνα με τον καθηγητή, δεν είναι καλύτερη ούτε στις άλλες ευρωπαϊκές ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως η Ιταλία, η Τουρκία και κυρίως η Ισπανία (η πρώτη σε παραγωγή), η οποία, λόγω της λειψυδρίας και των καυσώνων στην Ιβηρική χερσόνησο, τα δύο τελευταία χρόνια (το 2022 και το 2023), την οδήγησαν σε τραγικά μειωμένα αποθέματα.
Ενδεικτικά λέει ο καθηγητής, για την Ισπανία, ότι από τα 2 εκατομμύρια τόνους ελαιόλαδου που ήταν η ετήσια μέση παραγωγή της, φέτος κυμαίνεται, με εντελώς αισιόδοξους υπολογισμούς, μόλις και μετά βίας στους 650.000 τόνους, εκτινάσσοντας προς τα πάνω τις τιμές παραγωγού και κατ’ επέκταση και στον τελικό καταναλωτή.
Το ότι η τιμή παραγωγού στη φετινή ελαιοκομική περίοδο 2023/24, κυμάνθηκε όπως προαναφέρει ο κ. Παπαχατζής, στα 9,5 ευρώ, αυτό δεν συνεπάγεται και υπερκέρδη στους Έλληνες παραγωγούς, γιατί απλούστατα, είχαν σχεδόν μηδενική παραγωγή.
Χωρίς αμφισβήτηση, τονίζει, ήταν προτιμότερο να είχαν μία κανονική παραγωγή με τιμή ελαιόλαδου 3,0 με 4,0 ευρώ και ας μην ξεχνάμε ότι το κόστος παραγωγής ενός (1) λίτρου ελαιόλαδου, με τη χειρωνακτική, ή έστω την ελαφρά εκμηχανοποιημένη καλλιέργεια και συγκομιδή, ειδικά σε ημιορεινούς ελαιώνες σε επικλινείς απότομες πλαγιές, ανέρχεται, όπως είχα δημοσιεύσει πριν από μία 10ετία, σχεδόν στα 2,0 ευρώ. Βέβαια, φέτος, με την έλλειψη εργατικών, ή έστω όπου αυτά υπάρχουν, δεν είναι της τάξης των 20 – 25 ευρώ, που ήταν τότε, αλλά σήμερα, ίσως να ξεπερνούν και τα 60 ευρώ.
Μπορούμε να έχουμε κόστος ελαιόλαδου στο 1,0 ευρώ το λίτρο;
Κι όμως μπορούμε, επιμένει ο καθηγητής, εξηγώντας πως γίνεται, με την πλήρη εκμηχάνιση που μας παρέχει το «Υπέρπυκνο Σύστημα Φύτευσης» της ελιάς.
Το συγκεκριμένο σύστημα φύτευσης, όπως προανέφερε, δεν είναι καινούργιο. Έχει πρωτοεφαρμοστεί στη χώρα μας το 2006 και ο Κ. Παπαχατζής είχε την επιστημονική επίβλεψη, γράφοντας αρκετά άρθρα και δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, δίνοντας σωρεία διαλέξεων και παρουσιάσεων ανά το πανελλήνιο, όπως και εκτός Ελλάδος.
Θυμάται, το 2011, το κόστος παραγωγής ανά λίτρο ελαιόλαδου, ήταν μόνο 0,68 ευρώ. Όσο και να ακρίβυναν οι «συντελεστές» παραγωγής (καύσιμα, αγροεφόδια, εργατικά, κλπ.), το σημερινό κόστος, υπολογίζουμε ότι κυμαίνεται μεταξύ 1,0 με 1,20 ευρώ.
Σε τι συνίσταται λοιπόν, αυτό το «Υπέρπυκνο Σύστημα Φύτευσης»; Είναι, εξηγεί ο ίδιος, ένα πλήρως εκμηχανοποιημένο Σύστημα, τόσο η καλλιέργειά του, αλλά κυρίως η συγκομιδή του.
Τα ελαιόδεντρα δεν φυτεύονται όπως τα παραδοσιακά σε αποστάσεις 6Χ6 μέτρα, ή και περισσότερο, αλλά μόλις ανά 1,5 μέτρο πάνω στη σειρά και 3,5 με 4,0 μέτρα μεταξύ των σειρών, σχηματίζοντας μια «γραμμική» καλλιέργεια, θα μπορούσαμε να την πούμε και «παλμέτα» (για όσους γνωρίζουν), δίνοντας μια πυκνότητα φύτευσης, των 166 έως και 200 δέντρων το στρέμμα (!), αντί των 28 (ή και κάτω των 20) δέντρων στις παραδοσιακές φυτεύσεις.
Εννοείται ότι το «Υπέρπυκνο Σύστημα», δεν είναι για επικλινείς εκτάσεις με κλίση πάνω από 15ο μοίρες, αλλά θα έλεγα ότι είναι πιο πολύ, ένα σύστημα για τον «κάμπο». Το μόνο που θέλει, είναι εκτάσεις και μόνο εκτάσεις.
Πού μπορούμε να τις βρούμε αυτές τις εκτάσεις;
Μα προφανώς σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, σε περιοχές που γειτνιάζουν με τη θάλασσα, για πιο ήπιο κλίμα, χωρίς παγωνιές, ξεκινώντας από την Πελοπόννησο, περνώντας από την Αττική και την Στερεά Ελλάδα, δυτικά, στην παραλιακή Ήπειρο, ανεβαίνουμε στην Ανατολική Θεσσαλία και την Κεντρική Μακεδονία (Πιερία, Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική), ενώ καταλήγουμε στις παραλιακές εκτάσεις τις Δυτικής Μακεδονίας και της Θράκης.
Όσον αφορά στις αποδόσεις, που είναι υπεράνω κάθε σύγκρισης με τις παραδοσιακές φυτεύσεις.
Μεταξύ άλλων ο καθηγητής τονίζει:
«Μπαίνει στην παραγωγή από το 2ο μόλις έτος, ενώ στο 3ο με 4ο έτος στην πλήρη παραγωγή, παράγοντας, ανάλογα με την ποικιλία, από 900 έως 1.200 κιλά ελαιόκαρπου, ενώ σε κάποιες ποικιλίες, όπως η ελληνική, κορυφαία ποιοτικά “κορωνέικη”, παράγει 1.500 με 1.700 κιλά το στρέμμα και κάθε χρόνο. Αν μετατρέψουμε αυτήν την παραγωγή σε ελαιόλαδο, τότε έχουμε 200 με 300 λίτρα ανά στρέμμα. Για πολλαπλασιάστε το με τα 9 ευρώ ανά λίτρο, που είναι φέτος οι τιμές… Αν και ακόμη και με 3 ευρώ, πάλι θα άφηνε κέρδη στον παραγωγό, που με άλλες ετήσιες καλλιέργειες, δεν θα είχαν ούτε το 1/4 αυτών των εσόδων. Και το μεγάλο κέρδος, θα ήταν κυρίως και για τον τελικό καταναλωτή, όταν θα είχε εξασφαλισμένη σταθερά χαμηλή τιμή αγοράς του ελαιόλαδου στο ράφι των supermarkets. Επίσης, σε αυτό το “Υπέρπυκνο Σύστημα”, τα δέντρα δεν “παρενιαυτοφορούν”, όπως λέμε, δηλαδή μία χρονιά να δίνουν και μία όχι, όπως περιέγραψα στην αρχή της συνέντευξης, για τους παραδοσιακούς ελαιώνες».
Για να καταλήξει τονίζοντας:
«Και για τους δύσπιστους, να τους εξηγήσω γιατί αυτό το Σύστημα δεν παρενιαυτοφορεί. Απλούστατα, γιατί με τη μηχανική συγκομιδή, μαζεύεται όλη η παραγωγή σε μία και μόνο ημέρα, ίσως και σε ώρες και όχι σε μήνες όπως συμβαίνει με τη χειρωνακτική συγκομιδή. Άρα, δεν εξαντλείται το δέντρο, δίνοντας πλέον όλη την ικμάδα του, όχι μόνο στον καρπό, που έχει συγκομισθεί νωρίς και στην ώρα του, αλλά και στην καλή θρέψη του δέντρου και στα καρποφόρα όργανά του, για την επόμενη χρονιά».
Τι απόδοση συγκομιδής έχει η σχετική μηχανή σε αυτό το σύστημα;
Μαζεύει περίπου 5 στρέμματα την ώρα, δηλαδή 900 με 1.000 δέντρα την ώρα, ενώ στα παραδοσιακά συστήματα, η χειρωνακτική συγκομιδή, έστω και με δονητές, κυμαίνεται από 2, άντε το πολύ 10 δέντρα.
Πώς μεταφράζεται αυτό σε κιλά ελαιόκαρπου;
Συγκομίζονται 6 με 8 τόνοι την ώρα, δηλαδή, μέσα σε 1 με 2 ώρες, γεμίζεις ένα ολόκληρο φορτηγό, που πηγαίνει κατευθείαν στο ελαιοτριβείο, άρα σε άλλη 1 ώρα, αυτός ο καρπός είναι “έξτρα παρθένο” ελαιόλαδο, με κόστος, όπως προανέφερα σχεδόν 1 ευρώ.
Όπως σε κάθε τι το τεχνολογικά καινοτόμο, υπάρχει πάντα και ο σχετικός αντίλογος, επισημαίνει ο κ. Παπαχατζής.
Θα τους προλάβω όμως, κάνοντας εγώ τον «δικηγόρο του διαβόλου», δίνοντας και τις τεκμηριωμένες απαντήσεις, αναφέρει χαρακτηριστικά:
• Θέλει νερό για άρδευση αυτό το σύστημα; Ναι θέλει, περίπου 180 κυβικά ανά στρέμμα και ανά έτος, όπως θέλουν και όλες οι παραδοσιακοί ελαιώνες που αρδεύονται, σε αντίθεση με τα διάσπαρτα ελαιόδεντρα στις επικλινείς περιοχές, τα οποία όμως είναι πλήρως ευάλωτα στην «κλιματική αλλαγή», δηλ. στους παρατεταμένους καύσωνες και τη λειψυδρία και είναι θέμα τύχης το να μας δώσουν παραγωγή.
Ποια είναι η πρότασή μας: κάλλιστα θα μπορούσε να μπει σε ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης «υδροβόρων» καλλιεργειών, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ποιος ο λόγος να καλλιεργούμε «υδροβόρα» βαμβάκια με περίπου 500 κυβικά ανά στρέμμα κατανάλωση νερού, ή καλαμπόκια με 700 κυβικά και την τεράστια κατανάλωση ενέργειας για την υπεράντληση του, ακόμη και από βάθος 300 μέτρων.
• Οι ελληνικές ποικιλίες ελιάς είναι καλύτερες. Μα, η κυριότερη ποικιλία σε αυτό το σύστημα, είναι η ελληνικότατη κορωνέικη, χωρίς να υποτιμούμε τις υπόλοιπες ισπανικές ποικιλίες, που όμως πολλές από αυτές, έχουν ελληνικές ρίζες και προέλευση, που χάνεται στο βάθος των αιώνων. Εξάλλου, οι περισσότερες ποικιλίες έχουν προέλευση τη λεκάνη της Μεσογείου.
• Τι θα απογίνουν οι ήδη υπάρχοντες παραδοσιακοί και διάσπαρτοι ελαιώνες; Τίποτε δεν θα πάει χαμένο. Μπορούνε να παράγουνε ελαιόλαδο, βιολογικό «ειδικών ημιορεινών περιοχών». Η ελληνική πραγματικότητα όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς τους ελαιώνες είναι παρατημένοι και φυτοζωούν. Επειδή συνήθως είναι μικρές εκμεταλλεύσεις, οι ιδιοκτήτες τους, τους έχουν παρατήσει και δεν πάνε να μαζέψουν ούτε το «λάδι του σπιτιού» για τη χρονιά.
Κι άλλη μία επαναστατική πρόταση του Εργαστηρίου «Δενδροκηπευτικών & Εδαφικών Πόρων, HORTLAB» που διευθύνω, είναι να συμβάλλουν αυτοί οι παραδοσιακοί ελαιώνες, στο ισοζύγιο από το «Χρηματιστήριο άνθρακα». Θα μπορούνε οι «ρυπογόνες» βιομηχανίες, να αγοράζουν δικαιώματα «αντιρρύπανσης» από αυτούς τους ελαιώνες, μιας και σαν αειθαλή δέντρα, συμβάλουν με τη φωτοσύνθεσή τους, στη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Καταλήγοντας τονίζει πως το 2050, περισσότερο από το 50% του ελαιόλαδου παγκοσμίως, θα παράγεται από το «Υπέρπυκνο Σύστημα». Εμείς, ως χώρα, δεν θα πρέπει να χάσουμε κι αυτό το τραίνο της «εκμοντερνοποίησης» της ελαιοπαραγωγής μας.