Στο φως όλες οι λεπτομέρειες για την τραγωδία στο Μάτι!
Για την μεγαλύτερη τραγωδία σε αριθμό θυμάτων -μέσα σε 2,5 ώρες σε παγκόσμιο επίπεδο- έκανε λόγο στην συγκλονιστική αγόρευσή του ο εισαγγελέας, Παναγιώτης Μανιάτης. Αποτιμώντας με αυτό τον τρόπο τα πραγματικά γεγονότα και τις ευθύνες για την πρωτοφανή, για την ανείπωτη τραγωδία με την εκατόμβη νεκρών στο Μάτι.
Συγκεκριμένα, ο εισαγγελικός λειτουργός ανέλυσε τα δεδομένα μίας δίκης που κράτησε 15 ολόκληρους μήνες, σταχυολογώντας το τι ακριβώς συνέβη και ποιοι ευθύνονται. Η αγόρευσή του καθορίστηκε από απόδοση κι επίρριψη συγκεκριμένων ευθυνών για παραλείψεις στους -τότε- κρατικούς αξιωματούχους της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας.
Στάθηκε δε στο γεγονός ότι δεν κινητοποιήθηκαν τα πυροσβεστικά μέσα και τα εναέρια, με ευθύνη των -τότε- επικεφαλής της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας, λόγω της παράλληλης φωτιάς στην Κινέτα και των αλλεπάλληλων τηλεφωνημάτων συγκεκριμένου μεγαλοεπιχειρηματία ότι η φωτιά είχε ήδη μπει στο διυλυστήριό του.
«Προσεγγίζουμε το πέρας μιας μαραθώνιας διαδικασίας σε ένα μείζονος σημασίας συμβάν που καθόρισε την ιστορία του τόπου μας». Ξεκινώντας την αγόρευση ο εισαγγελέας της έδρας έδωσε το στίγμα των τοποθετήσεών του και συνέχισε: «Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι σε πολλά ζητήματα πυροπροστασίας πρέπει να μιλάμε για την περίοδο προ της 23η.7.2018 και μετά. Υπήρξε η δεύτερη μεγαλύτερη τραγωδία σε αριθμό θυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, υπήρξαν δεκάδες νεκροί, τραυματίες και εγκαυματίες μέσα σε μόλις 2,5 ώρες. Στις 23 Ιουλίου 2018 σε ένα συμβάν πολύ μικρής χρονικής διάρκειας είχαμε περισσότερους από 100 νεκρούς».
Προσθέτοντας, σημείωσε: «Το δικαστήριο και η εισαγγελική έδρα έχει ως αποστολή να δώσουμε την απάντηση στο ερώτημα, τι συνέβη εκείνη την ημέρα στην Ανατολική Αττική. Ποιος έφταιξε για να οδηγηθούμε σε αυτό το ολέθριο αποτέλεσμα. Η υποθεση αυτή ξεκίνησε με περισσότερους κατηγορούμενους και στο εδώλιο οδηγήθηκαν τελικά 21. Έπειτα από δεκαπέντε μήνες διαδικασίας έχω να πω ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για την διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης. Η φωτιά αποδείχτηκε ότι ξεκίνησε 16.41 στην περιοχή Νταού Πεντέλης. Ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας υπήρξε το βιντεοληπτικό υλικό. Η πρώτη αναγγελία έγινε από δασοπυροσβέστες στις 16.46 και ακολούθησε κινητοποίηση προσωπικού. Ο δείκτης κινδύνου για την Αττική εκείνη την ημέρα ήταν βαθμού 4, δηλαδή πολύ υψηλός. Την ώρα έναρξης της πυρκαγιάς ο άνεμος ήταν 5 μποφόρ και έφτασε τα 8 και 9 μποφόρ. Οι πυροσβεστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη φωτιά και απέκτησε δυναμική, υψηλό ρυθμό απελευθέρωσης θερμότητας και εξελίχθηκε σε δυο μέτωπα».
Έπειτα, ανέφερε: «Αποδείχθηκε ότι διαθέσιμο ήταν μόνο ένα πετζετέλ, ήταν το μόνο πτητικό μέσο που μπορούσε να διατεθεί από την πολεμική αεροπορία. Από πλευράς ΕΣΚΕ προκύπτει ότι αίτημα υποβλήθηκε στις 9.49 για την Ανατολική Αττική. Τελικά στις 10.22 το αίτημα για επιτήρηση από 14.00 έως 18.00 έγινε δεκτό. Η εναέρια επιτήρηση έγινε όπως αποδείχθηκε από τη διαδικασία. Το πετζετελ θα μπορούσε να πετάξει μόνο για δυο ώρες. Η λύση που προκρίθηκε για εναέρια επιτήρηση με αεροσκάφος της ΕΛΑΟ κατάφερε να καλύψει το διάστημα 14.00-18.00. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι κατ’ αποτέλεσμα πραγματοποιήθηκε και κάλυψε. Μεταστάθμευση δεν αφορά στα πυροσβεστικά ελικόπτερα και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα μεταστάθμευσης. Για αλλά πτητικά μέσα δεν υπήρχε δυνατότητα. Αποδείχθηκε ότι οι μετασταθμεύσεις που μπορούσαν να γίνουν, έγιναν. Δεν υπήρξε παράλειψη των τριών κατηγορουμένων».
Τα εναέρια μέσα
Ο εισαγγελέας περιέγραψε λεπτομερώς όλες τις κινήσεις που έγιναν: «Το μέσο επιτήρησης έκανε λόγο για έρπουσα φωτιά και μάλλον ελεγχόμενη κοντά στις εγκαταστάσεις της motor oil. Ταυτόχρονα αποδείχθηκε ότι στο Νταού υπήρχε ένταση, δυναμική και επικινδυνότητα. Θα απειλούσε ανθρώπους και περιουσίες και αυτή η πληροφορία είχε φτάσει στο ΕΣΚΕ. Από πλευράς εναέριων μέσων η καταλληλότερη επιλογή ήταν τα ελικόπτερα. Ήταν γνωστό στο ΕΣΚΕ ότι επιχειρούσε μόνο ένα εναέριο μέσο στο Νταού. Αφού το μόνο εναέριο μέσο που υπήρχε στο Νταού, το ΕΣΚΕ γνώριζε ότι έπρεπε να αποχωρήσει για ανεφοδιασμό. Στη μια ώρα που μεσολάβησε η φωτιά άρχισε να κινείται απειλητικότερα προς τα δικαστήρια. Χρειαζόταν όμως πρόσθετη ενίσχυση; Εισφέρθηκαν αντικρουόμενες εκδοχές στη δίκη. Σημαντικότερο ότι ο επίγειος επικεφαλής δεν είδε και δεν διαπίστωσε ότι η φωτιά είχε μπει στο διυλιστήριο, ούτε ζήτησε τη συνδρομή μέσου. Προκρίνω την εκδοχή που εισφέρθηκε από εκείνον που ήταν ο πλέον υπεύθυνος. Αποδείχθηκε ότι ο Φωστιέρης έλαβε δυο κλήσεις από τον ιδιοκτήτη του διυλιστηρίου, επιφανή επιχειρηματία που του ζητά επιτακτικά εναέρια μέσα. Ο επιχειρηματίας όμως δεν βρισκόταν εκεί, μετάφερε την εικόνα από τους υπαλλήλους του. Φέρεται να του δήλωσε όμως ότι η φωτιά έχει εισέλθει στις εγκαταστάσεις. Όμως ποια θα έπρεπε να είναι δέουσα αντίδραση του; Να επιβεβαιώσει την πληροφορία που έλαβε».
Στις αναφορές του, υπογράμμισε τα εξής: «Είναι δυστυχώς συχνό το φαινόμενο διάφοροι παράγοντες επιφανείς και επώνυμοι να απευθύνονται στο ΕΣΚΕ για καταστολή πυρκαγιάς σε περιοχές ενδιαφέροντος τους. Αλίμονο αν τέτοια αιτήματα δεν αξιολογούνται και γίνονται δεκτά ανάλογα με τη βαρύτητα του ονόματος που τα ζητά. Πόσο μάλλον όταν τα εναέρια μέσα δεν είναι πεπερασμένα. Πρέπει να γίνεται αξιολόγηση με κριτήρια υπηρεσιακά. Δεν έπρεπε να ακούσει ένα μεγαλόσχημο επιχειρηματία και χωρίς να επιβεβαιώσει. Ήταν παράτυπη και επιχειρησιακά εσφαλμένη απόφαση. Ποιος ευθύνεται για την απόφαση αυτή; Ο τότε διοικητής του ΕΣΚΕ Ιωάννης Φωστιέρης, αλλά και ο τότε αρχηγός του ΠΣ Σωτήρης Τερζούδης» δήλωσε ο εισαγγελέας, λέγοντας ότι η πράξη αποδείχθηκε μόνο για τους Φωστιέρη και Τερζούδη και όχι για τον Ματθαιόπουλο.
Για την μη αξιοποίηση των ελικοπτέρων Φλόγα 1-2, ο εισαγγελέας τόνισε: «Αποδείχθηκε ότι η μη αξιοποίηση των ελικοπτέρων Φλόγα δεν οφείλεται σε παράλειψη κάποιου, αλλά σε αντικειμενικούς παράγοντες που καθιστούσαν ανέφικτη την αξιοποίησή τους». Ο εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσα εναέρια δεν χρησιμοποιήθηκαν, αλλά υπήρχαν υπηρεσιακοί ή άλλοι λόγοι που καθιστούσαν αδύνατη την χρήση τους στην προκειμένη περίπτωση. Αναφερόμενος στα Σινούκ, είπε: «Μόνο 2 ήταν διαθέσιμα στο αεροδρόμιο Μεγάρων, αλλά υπάρχει σφάλμα και αβλεψία ως προς το ότι για το ένα καθυστέρησε η υποβολή αιτήματος και για το άλλο δεν έγινε καθόλου. Η ευθύνη βαρύνει τους Τερζούδη και Φωστιέρη».