Βαριά… σύννεφα από τη Δικαιοσύνη, που είπε «όχι» σε απολυθέντες πρώην ιπταμένους χειριστές της Ολυμπιακής, οι οποίοι χάνουν -και μάλιστα αναδρομικά, από το 2014- την ειδική οικονομική ενίσχυση την οποία τους είχε δώσει το κράτος το 2008 για τη μεταβατική υποστήριξη και εργασιακή αποκατάστασή τους, μετά το κλείσιμο της εταιρίας, στο πλαίσιο της τότε αποκρατικοποίησης.
Με απόφασή του (ΣτΕ Α’ 7μ. 223-231/2024) το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή απολυθέντων πρώην ιπτάμενων χειριστών της Ολυμπιακής, που, εάν γινόταν δεκτή, θα άνοιγε τον δρόμο και για τους υπολοίπους που βρίσκονται σε αυτό το καθεστώς για να μη χάσουν -και μάλιστα αναδρομικά- τα χρήματα τα οποία τους καταβάλλονταν ως ειδική κοινωνική ενίσχυση (σε όσους απολυόμενους ιπτάμενους θεμελίωναν δικαίωμα για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, προσαυξάνοντας το ποσό της σύνταξής τους έως το 75% των ισοδύναμων μηνιαίων αποδοχών τους).
Οπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, «σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την οικονομική αδυναμία του κράτους και την ανάγκη περιστολής των δημόσιων δαπανών σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης» ήταν οι αιτίες για την υποχρέωση του Δημοσίου να τους καταβάλλει τις δόσεις της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης μετά τη συνταξιοδότησή τους.
Και συμπληρώνει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο: «Εξάλλου, η νέα ρύθμιση, η οποία είναι γενικού χαρακτήρα και δεν αφορά ατομικώς ορισμένη υπόθεση, θεσπίστηκε στο πλαίσιο ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, εν όψει και της διακοπής της καταβολής των ειδικών επιδοτήσεων ανεργίας εργαζομένων άλλων επιχειρήσεων, των οποίων επίσης είχαν λυθεί οι συμβάσεις εργασίας, και με σκοπό να αποκατασταθεί η ανισορροπία που προκαλούσε η καταβολή όλων των εν λόγω ειδικών οικονομικών ενισχύσεων και να επιτευχθεί ορθολογισμός».
Το δικαστήριο δεν δέχτηκε κανέναν από τους λόγους αναίρεσης που πρόβαλλαν οι προσφεύγοντες, οι οποίοι ζητούσαν να αναιρεθεί απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, που καταργούσε την παροχή.
Μάλιστα, όπως επισημαίνεται, η αναδρομική κατάργηση από το 2014 της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης «υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενους με την άμεση ανάγκη για τη λήψη μέτρων διάσωσης της οικονομίας σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης, αφού η καταβολή της εν λόγω ενίσχυσης, όπως και των λοιπών ως άνω παροχών του ν. 3717/2008 βάρυναν τον Κρατικό Προϋπολογισμό».
Ενώ όπως τονίζεται σε άλλο σημείο: «Η αναδρομική κατάργηση της κοινωνικής ενίσχυσης, εν όψει και του προνομιακού χαρακτήρα της οικονομικής αυτής παροχής, δεν έθεσε σε διακινδύνευση το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των πρώην ιπτάμενων χειριστών που επέλεξαν τη συνταξιοδότησή τους και, μάλιστα, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και με ιδιαίτερα ευνοϊκές γι’ αυτούς προϋποθέσεις, όπως το επίπεδο αυτό προσδιορίζεται με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ως μέτρο το οποίο, λόγω της φύσης του, συνέβαλε αμέσως στην περιστολή των δημόσιων δαπανών. Με τα δεδομένα αυτά, η αναδρομική κατάργηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, υπό τις ανωτέρω όλως εξαιρετικές δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας, δεν είναι προδήλως απρόσφορη ούτε δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας».