Προβληματισμό έχει προκαλέσει στην επιστημονική κοινότητα ο θάνατος ενός βρέφους λίγων μηνών από επιπλοκές του κοκκύτη τους πρώτους μήνες του 2024. Ο κοκκύτης φαίνεται πως θα μας απασχολήσει, καθώς μέσα σε μόλις δύο μήνες καταγράφηκαν 34 κρούσματα και ένας θάνατος.
«Αν έχουμε ένα θάνατο από τους δύο πρώτους μήνες, πως θα κλείσουμε στο τέλος του έτους;», διερωτάται η παιδίατρος και αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων Αττικής, Άννα Παρδάλη και εξηγεί: «Τα νούμερα είναι δυσανάλογα πολλά για τα αναμενόμενα. Το σύνηθες δεν είναι μέσα σε ένα διάστημα δύο μηνών να έχουμε 34 καταγεγραμμένα περιστατικά. Η περσινή αντίστοιχη καταγραφή έλεγε 9. Είναι πολύ μεγαλύτερη από πέρυσι η αύξηση. Ενδεχομένως να εμφανίζεται στα πλαίσια της “κυκλικότητας” της νόσου. Δηλαδή και ο κυκκύτης και η ιλαρά κάνουν έξαρση κάθε 3 με 5 χρόνια. Το 2016 είχαμε πάλι έξαρση, το 2020 είχαμε πάλι και τώρα ξαναέχουμε. Δηλαδή συμπίπτει και με τη συμπεριφορά της κυκλικότητας που έχει ο κοκκύτης».
Όπως υποστηρίζει η γιατρός, σε μεγαλύτερο κίνδυνο βρίσκονται τα μωρά έως 4 ετών και κυρίως όσα βρίσκονται στους πρώτους μήνες τις ζωής τους, που δεν έχουν ακόμη προλάβει να κάνουν έστω και ένα εμβόλιο κατά του κοκκύτη, ώστε να αναπτύξουν ανοσία. «Μετά τους δύο μήνες που αρχίζουν και εμβολιάζονται αρχίζουν και έχουν κάποια προστασία, αν και όχι ισχυρή από την πρώτη δόση. Μετά το 1ο εξάμηνο αρχίζουν και έχουν πιο ισχυρή προστασία. Τα βρέφη των πρώτων τριών μηνών είναι εντελώς απροστάτευτα», τονίζει σχετικά.
Τέτοια είναι και η περίπτωση του άτυχου βρέφους που νόσησε πριν προλάβει καν να κάνει το πρώτο του εμβόλιο και κατέληξε από επιπλοκές του κοκκύτη, δηλαδή από πνευμονία και πολυοργανική ανεπάρκεια. «Το βρεφάκι κατέληξε γιατί ο κοκκύτης είναι πολύ σοβαρή νόσος για τα βρέφη και δυνάμει θανατηφόρα σε ηλικίες κάτω του έτους», Ο κοκκύτης ειδικά στα βρέφη, έχει πολύ σοβαρές επιπλοκές: αναπνευστική δυσχέρεια, πνευμονία και κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια, μια βαρύτατη επιπλοκή. Η πνευμονία είναι συνήθως η αιτία από την οποία καταλήγουν», επισημαίνει η κ. Παρδάλη.
Τα παιδιά είναι εμβολιασμένα για τον κοκκύτη, αλλά όχι οι ενήλικες
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ, ο εμβολιασμός των παιδιών κατά του κοκκύτη είναι πολύ υψηλός, καθώς αγγίζει το 89,5% στην ηλικία των 6 ετών. Συγκεκριμένα τα παιδιά της Α’ Δημοτικού έχουν λάβει 5 δόσεις του εμβολίου DTwP ή DTaP κατά Διφθερίτιδας-Τετάνου-Κοκκύτη, ενώ το 95,8% των παιδιών βρεφονηπιακών σταθμών ηλικίας 2-3 ετών έχουν λάβει 4 δόσεις DTaP.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους ενήλικες, καθώς η ανοσία φθίνει και μετά τα 18 έτη απαιτείται επανάληψη του εμβολιασμού. Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν συνηθίζουν να επικαιροποιούν τους εμβολιασμούς τους, με αποτέλεσμα τα βρέφη που βρίσκονται στο περιβάλλον τους να είναι εκτεθειμένα στον κίνδυνο.
«Οι ενήλικες και ιδιαίτερα οι μητέρες -εάν ως έγκυες δεν εμβολιαστούν κατά του κοκκύτη- είναι οι πηγές μετάδοσης στα βρέφη και τα πολύ μικρά παιδιά, τα οποία κινδυνεύουν περισσότερο», εξηγεί, μιλώντας στο iatropedia.g η παιδίατρος και προσθέτει: «Και μπορεί μια μητέρα να περάσει τον κοκκύτη ελαφριά με ήπια κλινική εικόνα, όμως, το παιδί της κινδυνεύει. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να εμβολιαστεί ο ενήλικος πληθυσμός γιατί έτσι θα “κόψει” την κυκλοφορία της νόσου. Σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο οι εμβολιασμοί των ενηλίκων είναι αυτονόητο ότι συνεχίζονται. Υπάρχει πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και υπάρχει και καταγραφή και ενημέρωση των ανθρώπων».
Ιδιαίτερη έμφαση, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, πρέπει να δίδεται στον εμβολιασμό όλων των εγκύων. «Μελέτη που έγινε στο Παίδων ανάμεσα σε έγκυες απέδειξε ότι μόνο το 16% ήταν εμβολιασμένο. Η σύσταση για τον εμβολιασμό των εγκύων εφαρμόζεται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο “αιώνες” τώρα. Όμως, ο εμβολιασμός κατά του κοκκύτη παραμελείται στη χώρα μας, όπως συμβαίνει και με τον εμβολιασμό της γρίπης», υπογραμμίζει η παιδίατρος και καταλήγει λέγοντας: «Τα εμβόλια αυτά είναι παμπάλαια. Δεν υπάρχει δικαιολογία. Πρέπει να εμβολιαστούν όλοι οι ενήλικες, οι οποίοι δεν έχουν κάνει το επαναληπτικό εμβόλιο μετά την εφηβεία».