Πέρασαν κιόλας 20 χρόνια, χθες, 7 Απριλίου από το διάγγελμα του Έλληνα ηγέτη, Τάσσου Παπαδόπουλου ο οποίος καλούσε τον λαό της Κύπρου να υπερασπιστεί το δίκαιο και την ιστορία του και ναι πει ένα μεγάλο «όχι» στο προδοτικό Σχέδιο Ανάν το οποίο καταργούσε την δημοκρατία της Κύπρου. Σήμερα, το ιστορικό διάγγελμα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
«Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα, χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τάσσος Παπαδόπουλους, με δάκρυα στα μάτια, συμπυκνώνοντας σε λίγες φράσεις τους αγώνες του λαού της Κύπρου για να συνεχίσει να υπάρχει η δημοκρατία στη χώρα.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 24 Απριλίου, στην Κύπρο έγινε διπλό δημοψήφισμα με το 76% των Ελληνοκυπρίων να λέει «όχι» στο Σχέδιο Ανάν.
Δείτε ολόκληρο το διάγγελμα:
Τι περιλάμβανε το σχέδιο Ανάν
Το σχέδιο που ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν υποστήριζε πως θα οδηγούσε στη λύση του Κυπριακού ζητήματος αποσκοπούσε στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην κατάργηση της ισχύος Ελλάδας – Κύπρου στην ΕΕ.
Από το 2002 και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο κατατέθηκαν πέντε εκδοχές του Σχεδίου. Όλες αυτές οι καταθέσεις δεν γίνονταν καθόλου τυχαία αλλά σε καίριες στιγμές όπως σε περίοδο εκλογών στην Τουρκία αλλά και πριν τις συζητήσεις για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Την ίδια στιγμή, υπήρχαν διαπραγματεύσεις και πιέσεις για την αποδοχή κάθε φορά μιας μορφής του Σχεδίου.
Η τελική εκδοχή του Σχεδίου είχε έκταση 9.000 σελίδων και περιλάμβανε την ιδρυτική συμφωνία, 3 συντάγματα, 3 συνταγματικούς και 35 ομοσπονδιακούς νόμους, 3 συμφωνίες συνεργασίας, 1.134 διεθνείς συμβάσεις, τα εδαφικά όρια και τη λειτουργία της επιτροπής για ζητήματα περιουσιών. Το Σχέδιο προέβλεπε τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία της «Ενωμένης Δημοκρατίας της Κύπρου», με κεντρική κυβέρνηση ελάχιστων αρμοδιοτήτων, λόγω των ενδοιασμών για εμπλοκή στη λειτουργία της, η οποία θα οφειλόταν στην πιθανολογούμενη απροθυμία των δύο πλευρών να συνεργαστούν.
Η Κυπριακή Δημοκρατία υποβιβαζόταν σε Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και το ψευδοκράτος αναβαθμιζόταν σε Τουρκοκυπριακή Πολιτεία, παρακάμπτοντας την τρέχουσα αδυναμία διεθνούς αναγνώρισής του, που εδράζεται στο γεγονός ότι προέρχεται από απαγορευμένη χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις. Ο Αρχηγός του Κράτους θα ήταν το εννεαμελές Προεδρικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από 6 Ελληνοκύπριους και 3 Τουρκοκύπριους, του οποίου ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα εναλλάσσονταν ανά 20 μήνες από τις ομόσπονδες πολιτείες, χωρίς αμφότεροι να προέρχονται συγχρόνως από την ίδια.
Διατηρούταν το καθεστώς των εγγυήσεων και προβλεπόταν ρητά ότι η Τουρκοκυπριακή Πολιτεία θα μπορούσε να ζητήσει επέμβαση της Τουρκίας, η οποία προφανέστατα θα αιτιολογούσε τη χρήση βίας με την αποδεκτή κατά το διεθνές δίκαιο επέμβαση με συναίνεση (intervention by invitation). Προβλεπόταν διάλυση της Εθνικής Φρουράς, πλήρης αποστρατιωτικοποίηση, αποχώρηση έως το 2018 των ολιγάριθμων πλέον δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας και συγκατάθεση των Τουρκοκυπρίων για διάθεση του κυπριακού εδάφους σε κάθε στρατιωτική επιχείρηση, ακόμη και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Τουρκοκυπριακή Πολιτεία θα καθίστατο άμεσα ομόσπονδο μέρος, αλλά θα επέστρεφε 7% του κατεχόμενου εδάφους όχι άμεσα, αλλά σε 42 μήνες, ώστε να μετακινηθούν 47.000 Τουρκοκύπριοι σε οικίες, των οποίων η ανέγερση θα βάρυνε στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους Ελληνοκύπριους. Τη νομισματική πολιτική θα ασκούσε Κεντρική Τράπεζα, με διοικητικό συμβούλιο όπου θα είχαν ίση εκπροσώπηση οι δύο πλευρές, επομένως οι Τουρκοκύπριοι για πρώτη φορά θα συναποφάσιζαν με δικαίωμα άρνησης για τη δημοσιονομική διαχείριση των οικονομικών πόρων ολόκληρης της Κύπρου.
Το έγκλημα πολέμου του εποικισμού (άρθρο 8 παρ. 2 εδ. β’ περ. viii του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου) όχι απλά θα παρέμενε ατιμώρητο, αλλά λόγω πολιτογραφήσεων και εξαιρέσεων θα απομακρυνόταν ποσοστό εποίκων χαμηλότερο από το 10% του πραγματικού αριθμού τους. Προβλεπόταν η αποκατάσταση των περιουσιών στο ⅓ της γης ή της αξίας της και αποζημίωση για το υπόλοιπο, όχι άμεσα, αλλά μετά από τριετία, καθώς και η παραίτηση των Ελληνοκυπρίων από όλες τις ατομικές προσφυγές τους ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Φυσικά η αποστρατιωτικοποίηση δεν έθιγε τις βρετανικές βάσεις, το καθεστώς των οποίων αποσαφηνιζόταν και ισχυροποιούταν, ενώ επαναχαράσσονταν οι γραμμές πέραν των οποίων η Κύπρος δε θα είχε χωρική θάλασσα υπέρ των βάσεων, από εμπειρογνώμονα που θα διόριζε το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η αποστρατιωτικοποιημένη Κύπρος θα παραχωρούσε άμεσα διεθνή αναγνώριση στο ψευδοκράτος, το οποίο θα είχε ισότιμο λόγο επί παντός ζητήματος, ακόμη και για τουρκική επέμβαση, και αυτά έναντι προσδοκιών για μελλοντική επιστροφή εδαφών και αποκατάσταση περιουσιών.
και να μη ξεχνάμε τον συρφετό που με τόσο σθένος υποστήριζε και μας προωθούσε το σχέδιο!
Το πληρέστερο αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν:
Όχι στο Σχέδιο Ανάν!