Στα μαθητικά βιβλία το όνομα «Εμμανουήλ Παπάς» δεν υπήρχε. Τα τελευταία χρόνια αναφερόταν σχεδόν «στα πεταχτά». Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός υπήρξε ο ηγέτης και ο, σχεδόν, αποκλειστικός χρηματοδότης του ξεσηκωμού του 1821 στη Μακεδονία. Υπήρξε σπουδαίος έμπορος, τραπεζίτης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και οπλαρχηγός των μακεδονικών δυνάμεων στον Αγώνα του 1821, επισήμως δε ο πρωτεργάτης της Επανάστασης της Μακεδονίας.
- Από τον Δημήτρη Καπράνο
Στις 17 Μαΐου 1821 κήρυξε την Επανάσταση στη Μακεδονία ως «αρχηγός και υπερασπιστής» αυτής. Ο Παπάς, με καταγωγή από τις Σέρρες, έδωσε στην πατρίδα, εκτός από την τεράστια περιουσία του, και τέσσερα από τα παιδιά του στα πεδία των μαχών!
Σήμερα φιλοξενούμε το κείμενο τη Μαρίας Παππά, με καταγωγή από το χωριό Εμμανουήλ Παπά Σερρών, η οποία εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη «Βραδυνή» και στη συνέχεια έκανε καριέρα στον τραπεζικό χώρο:
«Οταν αποφοίτησε από τη Σχολή των Σερρών, επανήλθε στη Δοβίστα, όπου και παντρεύτηκε τη Φαίδρα, κόρη επίσης αρχοντικής οικογένειας, με την οποία, μέχρι και το 1816, απέκτησε έντεκα παιδιά (οκτώ αγόρια και τρία κορίτσια).
Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο τον ανέδειξε σύντομα σε μεγάλο τραπεζίτη και μεγαλέμπορο σεβαστό, ακόμα και στους Τούρκους μπέηδες, τους οποίους πολλές φορές στήριζε οικονομικά, δανείζοντάς τους σημαντικά ποσά για τις συναλλαγές τους, ενώ η μεγάλη του εμπορική δραστηριότητα ξεπέρασε τα σύνορα, με υποκαταστήματα σε Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και Βιέννη, ενώ στις δύο τελευταίες πόλεις ίδρυσε και δικές του τράπεζες. Η περιουσία του υπολογιζόταν σε 300.000 δίστηλα χρυσά τάλιρα. Η μεγάλη περιουσία τού επέτρεπε να κάνει πολλές φιλανθρωπίες, ενώ συχνά εξαγόραζε θανατικές ποινές συμπατριωτών του. Συνέβαλε επίσης στην ίδρυση εμποροδικείου για την εκδίκαση των εμπορικών διαφορών.
Το 1817, μετά τις δολοφονικές διαθέσεις του Γιουσούφ Πασά εναντίον του, εγκαταλείπει την περιοχή των Σερρών και εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον γιο του, Ιωάννη. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο, άνθρωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, και έγινε αρχιταμίας της Εταιρείας στις 21 Δεκεμβρίου 1819, στην οποία και προσέφερε 1.000 γρόσια για την ενίσχυση του Αγώνα.
Η μύησή του σημειώνεται με τα εξής στοιχεία: “Εμμανουήλ Παπάς, Σέρραλης Χρόνων 47. Διά Κων/νου Παπαδάτου. 1819 Δεκεμβρίου 21. Κωνσταντινούπολης. Τω Αγίω Χρυσάνθω εις Σέρρας. Γρόσια 1.000”. Στην Κωνσταντινούπολη ο Παππάς συνεργάστηκε με τους Φιλικούς Κ. Κουμπάρη και Γ. Σταματά και προχώρησαν στη μύηση και άλλων μελών, ενώ, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη, οργάνωσαν ταμείο για να βοηθήσουν τον Αγώνα.
O Εμμανουήλ Παπάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και στις 23 Μαρτίου 1821 μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Αγιον Ορος. Η περιοχή του Αγίου Ορους εθεωρείτο το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας. Εκεί, αφού έφθασε με πλοίο του Θρακιώτη Φιλικού Αντώνη Βισβίζη που ήταν γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια, αγορασμένα από τον ίδιο, ύστερα από εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από ηγουμένους και μοναχούς.
Στις 17 Μαΐου του 1821 κηρύχθηκε η Επανάσταση στη Μακεδονία, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς ανακηρύχθηκε “αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας”. Η Επανάσταση για να εξακολουθήσει να υφίσταται απαιτούσε συνεχή ροή χρημάτων, η οποία καλυπτόταν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον Παπά. Στα μέσα Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ Πασάς, με 23.000 άνδρες, χτύπησε το σώμα του Παπά στα στενά της Ρεντίνας και έπειτα από αρκετές ώρες μάχης το απώθησε. Οι διασωθείσες επαναστατικές δυνάμεις κατέφυγαν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Ορους.
Στις Σέρρες
Την ίδια περίοδο στις Σέρρες εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα με την καθοδήγηση του μητροπολίτη Χρύσανθου, το οποίο όμως πολύ γρήγορα κατεστάλη. Η σύζυγος του Εμμανουήλ Παπά, Φαίδρα, και επτά από τα έντεκα παιδιά του φυλακίστηκαν, η περιουσία του δημεύτηκε και το σπίτι του κάηκε. Τα άλλα τρία από τα παιδιά του (Αναστάσιος, Αθανάσιος και Νικόλαος) βρίσκονταν στο εξωτερικό και γλίτωσαν τη σύλληψη, ενώ το τέταρτο παιδί που δεν συνελήφθη ήταν ο Ιωάννης, που βρισκόταν μαζί με τον πατέρα του στη Χαλκιδική.
Ο Παπάς έγραψε προσωπικές επιστολές απευθυνόμενες στον Δημήτριο Υψηλάντη και στους προύχοντες της Υδρας και των Σπετσών, επικαλούμενος ανάγκη παροχής πολεμοφοδίων, ανδρών και τροφίμων. Ο Υψηλάντης τον διόρισε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Ορους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Του εξηγούσε, όμως, ότι δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα εφόδια στην Πελοπόννησο, καθώς μαινόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Θα του παρείχε βοήθεια στο μέλλον και του συνιστούσε υπομονή.
Μετά την πτώση της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας τον Οκτώβριο του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις και μετά βίας διέφυγε στο Αγιον Ορος. Απογοητευμένος, αποφάσισε να αναχωρήσει για την Υδρα με το ίδιο πλοιάριο του Αντώνη Βισβίζη, με το οποίο είχε φθάσει στο Αγιον Ορος στις 23 Μαρτίου του 1821. Αλλά εξαντλημένος από τις κακουχίες του πολέμου και από τις συγκινήσεις της τραγικής του περιπέτειας, πέθανε από ανακοπή καρδιάς μέσα στο πλοιάριο, ακριβώς τη στιγμή που άφηνε πίσω τον Καφηρέα, στις 5 Δεκεμβρίου 1821. Η σορός του ήρωα μεταφέρθηκε στην Υδρα και κηδεύθηκε με τιμές αρχιστρατήγου.
Η Επανάσταση στη Μακεδονία έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εδραίωση του Αγώνα στη νότια Ελλάδα και στην εκεί δημιουργία ισχυρού επαναστατικού κέντρου. Μεγάλος όγκος τουρκικών δυνάμεων, που είχε σκοπό να κινηθεί προς τη νότιο Ελλάδα, έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν για όλο το έτος του 1821, στην περιοχή της Μακεδονίας, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις του Εμμανουήλ Παπά.
Το γεγονός αυτό εξασφάλισε μεγάλο πλεονέκτημα χρόνου στις επαναστατημένες δυνάμεις του Νότου, για να οργανωθούν, αλλά και για να καταλάβουν μεγάλο μέρος των περιοχών από τις αποκομμένες από ενισχύσεις τουρκικές δυνάμεις. Τέσσερις από τους οκτώ γιους του συμμετείχαν ενεργά στον Αγώνα και έδωσαν τη ζωή τους: Αθανάσιος, Αναστάσιος, Ιωάννης και Νικόλαος Παπάς.»