Ένας φωτισμένος ηγέτης της Ορθοδοξίας, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, θυσιάστηκε σαν σήμερα, 10 Απριλίου του 1821, λίγες μόλις μέρες μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης προκειμένου να συνεχίσει ο αγώνας για την Ελευθερία του Γένους.
Ποιος ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’
Ο Πατριάρχης ο οποίος χαρακτηρίστηκε Άγιος το 1921 είχε το κοσμικό όνομα Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γεννήθηκε στη Δημητσάνα το το 1745 και το το 1767 μετέβη στη Σμύρνη, στο θείο του εκκλησιάρχη Μελέτιο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ευαγγελική Σχολή. Αργότερα πήγε στην Πάτμο όπου διδάχθηκε φιλοσοφία. Ο λόγος του Θεού ήταν ισχυρός μέσα του και γι’αυτό μετά τις σπουδές του εκάρη μοναχός στην αυτοκρατορική μονή της Μεταμορφώσεως των Στροφάδων νήσων και έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Ύστερα, χειροτονήθηκε αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Σμύρνης Προκοπίου και τα επόμενα χρόνια έγινε πρεσβύτερος.
Το 1785 εκλέχθηκε εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης. Το 1798 καθαιρείται από την Πύλη, γιατί θεωρήθηκε ανίκανος να διατηρήσει την υποταγή των χριστιανικών λαών κάτω από τον τουρκικό ζυγό και εξορίζεται στο Άγιον Όρος. Το 1818 ξαναέγινε Πατριάρχης και έμεινε μέχρι την ημέρα του φρικτού και μαρτυρικού του θανάτου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ήταν «σεμνός τό ήθος, λιτός τήν δίαιταν, ταπεινός τήν στολήν, ζηλωτής τής πίστεως, δραστηριότατος εις όλα τά έργα του, άκαμπτος εις τάς ιδέας του καί δέν τόν έμελε διά κανέν εναντίων, όταν απεφάσιζε τίποτε».
Ο «αμνός» που θυσιάστηκε για το Γένος
Ο Ιεράρχης θα «ξεδίπλωνε» όλη την διπλωματία του για να μπορέσει να αφήσει την μάχη των Ελλήνων εναντίον του τουρκικού ζυγού να συνεχίζεται ανενόχλητη. Έτσι θα αναγκαστεί να αφορίσει τους Επαναστάτες! Την ίδια στιγμή, υποστήριζε τον αγώνα και ήταν αποφασισμένος ακόμα και να θυσιαστεί.
Όταν σε μια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επαναστάσεως, ο Γρηγόριος ο Ε’ απάντησε: «Καί εγώ ως κεφαλή τού Έθνους καί υμείς ως Σύνοδος οφείλομεν νά αποθάνωμεν διά τήν κοινήν σωτηρίαν.Ο θάνατος ημών θά δώση δικαίωμα εις τήν Χριστιανοσύνην νά υπερασπίση τό Έθνος εναντίων τού τυράννου. Αλλ’ άν υπάγωμεν ημείς νά θαρρύνωμεν τήν Επανάστασιν, τότε θά δικαιώσωμεν τόν Σουλτάνον αποφασίσαντα νά εξολοθρεύση όλον τό Έθνος».
Η Κωνσταντινούπολη όπως και οι κάτοικοί της μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να πέσουν στις ορέξεις των Τούρκων οι οποίοι δεν θα είχαν κανέναν απολύτως ενδοιασμό να προβούν σε φρικαλεότητες. Ο Πατριάρχης είχε τα μέσα να φύγει για να σωθεί αλλά δεν το έκανε.
«Μέ προτρέπετε εις φυγήν. Μάχαιρα θά διέλθη τάς ρύμας τής Κωνσταντινουπόλεως καί λοιπών πόλεων τών χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε όπως εγώ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν οικία οιουδήποτε ευεργετικού υμών Πρεσβευτού, ν’ ακούω δέ εκείθεν πώς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τόν χηρεύοντα λαόν. Ουχί! Εγώ διά τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω τό Έθνος μου, ουχί δέ όπως θά θεωρήσωσιν αδιαφόρως πώς η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τώ προσώπω μου«, είχε απαντήσει!
Το μαρτυρικό τέλος
Λίγο πριν το τραγικό του τέλος, οι Τούρκοι είχαν θανατώσει εκλεκτούς Έλληνες της Πόλης.
Στις 10 Απριλίου του 1821, ανήμερα του Πάσχα, ο μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης Σταυράκης Αριστάρχης μετέβη στο Πατριαρχείο και ανέγνωσε ενώπιον μελών της Ιεράς Συνόδου το σουλτανικό φιρμάνι.
Αμέσως μετά, ο Πατριάρχης συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Το μεσημέρι επέστρεψε φρουρούμενος στο Φανάρι – κατά τη διαδρομή ομάδες του μουσουλμανικού και εβραϊκού υποκόσμου της Πόλης τον χλεύαζαν και τον προπηλάκιζαν. Στην Πύλη του Πατριαρχείου είχε στηθεί η αγχόνη. Ο δήμιος, αφού του αφαίρεσε το εγκόλπιο, το ράσο, το κομπολόι και ό,τι πολύτιμο βρήκε πάνω του, τοποθέτησε το βρόχο στο λαιμό του. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος αλλά αυτό που θα επακολουθούσε ακόμα πιο φρικτό. Την σορό λιθοβόλησαν οι παριστάμενοι μουσουλμάνοι και εβραίοι, ενώ στο σημείο βρέθηκαν και ο μέγας βεζίρης αλλά και ο σουλτάνος.
Η αιτία του απαγχονισμού του στο τουρκικό έγγραφο ήταν η εξής:
«.…Αλλ’ ο άπιστος πατριάρχης τών Ελλήνων… εξ αιτίας τής διαφθοράς τής καρδίας του, όχι μόνον δέν ειδοποίησεν ουδ’ επαίδευσε τούς απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τά φαινόμενα ήτο καί αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος τής Επαναστάσεως… αντί νά δαμάση τούς αποστάτας καί δώση πρώτος τό παράδειγμα τής εις τά καθήκοντα επιστροφής τών, ο άπιστος ούτος έγινεν ο πρωταίτιος όλων τών ανεφυεισών ταραχών.
Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη εν Πελοποννήσω καί ότι είναι συνένοχος όλως τών αταξιών, όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά τήν επαρχίαν Καλαβρύτων…Επειδή πανταχόθεν εβεβαιώθημεν περί τής προδοσίας του όχι μόνος εις βλάβην τής υψηλής Πύλης, αλλά καί εις όλεθρον αυτού τού έθνους του, ανάγκη ήτο νά λείψη ο άνθρωπος ούτος από τού προσώπου τής γής καί διά τούτο εκρεμάσθη πρός σωφρονισμό τών άλλων».
Στις 13 Απριλίου το λείψανο αγοράστηκε από Εβραίους για 800 γρόσια. Το έσυραν σε κεντρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης και το έριξαν στην θάλασσα να βουλιάξει! Όμως, το σχοινί κόπηκε και το λείψανο επέπλεε για τρεις μέρες στον Κεράτιο, όπου ανασύρθηκε από τον Κεφαλονίτη καπετάνιο του ρωσικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος» Μαρίνο Σκλάβο. Το άψυχο σώμα μεταφέρθηκ στην Οδησσό και ετάφη με τιμές τον Ιούνιο του 1821. Στις 25 Απριλίου 1871 το λείψανο του Γρηγορίου Ε’ μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στη Μητρόπολη.