Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι κάτι μοναδικό για το εκκλησιαστικό έτος. Στην σπουδαιότητα των κοσμοσωτήριων γεγονότων, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οφείλεται και η ονομασία της πιο ιερής εβδομάδας ως «Μεγάλης».
Στην λειτουργική πράξη της Εκκλησίας, η έναρξη της επόμενης ημέρας γίνεται από το απόγευμα της προηγουμένης. Έτσι, λοιπόν, οι Ακολουθίες που τελούνται το βράδυ της Μεγάλης Εβδομάδας, αφορούν τα γεγονότα της επομένης.
Την Μεγάλη Τετάρτη το πρωί τελείται ο Εσπερινός, με κάποια από τα Τροπάρια που εψάλλησαν χθες το απόγευμα στον Όρθρο και την τελευταία Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία του έτους. Νωρίς το απόγευμα, η Εκκλησία μας όρισε να τελείται το Ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου.
Μέσα στο Ευαγγέλιο βλέπουμε, ότι οι Άγιοι Απόστολοι σε πολλές περιστάσεις άλειφαν με ευλογημένο ελαιόλαδο τους ασθενείς και θεραπεύονταν. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία, που συνεχίζει την Αποστολική Παράδοση, τελεί αυτό το Ιερό Μυστήριο, για την θεραπεία των ψυχικών και σωματικών ασθενειών των πιστών. Για το Ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου μας μιλά ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο οποίος προτρέπει τους πιστούς: «Εάν κάποιος είναι ασθενής, να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και αφού προσευχηθούν γι’ αυτόν, να τον αλείψουν με λάδι στο όνομα του Κυρίου. Και η προσευχή της πίστεως θα σώσει εκείνον, που υποφέρει, και ο Κύριος θα τον σηκώσει από κρεβάτι του πόνου, και αν έχει διαπράξει αμαρτήματα, θα συγχωρεθούν». Τέλος, προτρέπει όλους, να εξομολογούνται τα παραπτώματά τους και να προσεύχονται για να θεραπευθούν.
Στο τέλος του Μυστηρίου, όλοι οι πιστοί γονατίζουν και ο ιερέας διαβάζει την συγχωρητική ευχή, με την οποία συγχωρούνται τα αμαρτήματα των πιστών που έχουν ήδη εξομολογηθεί. Το Ευχέλαιο δεν αντικαθιστά την εξομολόγηση, αλλά την συμπληρώνει και επαναδιατυπώνει το αίτημα της άφεσης αμαρτιών.
Επειδή την Μεγάλη Πέμπτη είναι η ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου, κατά τον οποίο παραδόθηκε από τον Χριστό το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, υπάρχει η συνήθεια κατ’ αυτή την ημέρα να κοινωνούν οι περισσότεροι πιστοί. Η Εκκλησία θέτει το Ευχέλαιο την προηγούμενη ημέρα με το εξής σκεπτικό: από την τελευταία εξομολόγησή μας μέχρι την στιγμή της Θείας Κοινωνίας σίγουρα έχουν μεσολαβήσει διάφορα συγγνωστά αμαρτήματα, προκειμένου αυτά να μην μας εμποδίσουν να προσέλθουμε στην Θεία Ευχαριστία. Στο τέλος του Ευχελαίου, ο ιερέας μυρώνει τους πιστούς.
Στα Ιεροσόλυμα, στην Πάτμο αλλά και σε άλλα μέρη, συνηθίζεται, πριν τον Όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης, να γίνεται η τελετή του Νιπτήρος. Συμμετέχουν δεκατρείς κληρικοί, εκ των οποίων οι δώδεκα κάθονται και ο πρώτος των Ιερέων ή των Αρχιερέων, εις τύπον του Χριστού, πλένει τα πόδια τους, τη στιγμή που διαβάζεται η αντίστοιχη ευαγγελική περικοπή. Η καθαυτή Εβδομάδα των Παθών αρχίζει με τον Όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης, κατά την οποία εορτάζουμε, σύμφωνα με το υπόμνημα του Τριωδίου, τα εξής τέσσερα: «τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ’ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχήν καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν». Στην αρχή της Ακολουθίας αποσύρεται από το Προσκυνητάρι η εικόνα του Νυμφίου Χριστού και στη θέση της τοποθετείται λιτανευτικά η εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται Μυστικός Δείπνος, καθότι ο Χριστός κατά την διάρκειά του μύησε τους μαθητές στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Τα γεγονότα
Ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα της ημέρας: Είχε ήδη ξεκινήσει το οκταήμερο του εορτασμού του Πάσχα των Εβραίων, που εκείνο το έτος έπεφτε ημέρα Σάββατο. Ο Χριστός δίνει οδηγίες στον Πέτρο και τον Ιωάννη να ετοιμάσουν το δείπνο της ημέρας. «Πηγαίνετε στη χώρα και θ’ ανταμώσετε έναν άνθρωπο που θα βαστά μια στάμνα με νερό. Να του πείτε πως ο Δάσκαλος ρωτά πού θα κάνει με τους μαθητές του Πάσχα. Κι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο δωμάτιο στο πάνω πάτωμα, στρωμένο, έτοιμο· εκεί θα ετοιμάσετε το πασχαλιάτικο δείπνο». Θα μπορούσε, βέβαια, εξ αρχής ο Χριστός να τους πει ποιον συγκεκριμένα να συναντήσουν, γιατί ο άνθρωπος αυτός ήταν γνωστός τους, εκ του ευρύτερου κύκλου των μαθητών. Ωστόσο, όπως οι Πατέρες αναφέρουν, δεν ήθελε ο Χριστός να μαθευτεί νωρίτερα σε ποιο σπίτι θα δειπνήσουν, προκειμένου να μην το πληροφορηθεί εκ των προτέρων ο Ιούδας. Πηγαίνουν οι μαθητές στα Ιεροσόλυμα, βρίσκουν τον άνθρωπο που τους ανεβάζει στο επάνω πάτωμα, όπου το μεγάλο δωμάτιο ήταν στρωμένο και έτοιμο.
Η παράδοση λέγει πως ο οικοδεσπότης αυτός ήταν ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ενώ άλλοι μελετητές πιστεύουν πως επρόκειτο για τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Άλλη παράδοση – ίσως η επικρατέστερη – θέλει ως ιδιοκτήτη του σπιτιού τον Ζεβεδαίο, τον πατέρα του Ιωάννη του Θεολόγου και του Ιακώβου. Αυτός διέθετε ένα μεγάλο σπίτι, το οποίο το χώρισε στη μέση, και το μισό το παραχώρησε ως οικία του Αρχιερέως του Ισραήλ. Υπήρχε, μάλιστα, μία μικρή πόρτα, από την οποία συγκοινωνούσαν τα δύο σπίτια. Οπότε, η οικογένεια του Ζεβεδαίου συναντούσε καθημερινώς τους Αρχιερείς του Ισραήλ. Αρχιερείς της περιόδου εκείνης ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας, γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο 18ο κεφάλαιο το Ευαγγελίου του περιγράφει για τον εαυτό του ότι, κατά τη νύχτα που συνελήφθη ο Χριστός, μπόρεσε να μπει στην αυλή του Αρχιερέα και να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα καθ’ ότι «ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ».
Όταν, λοιπόν, βράδιασε, ο Ιησούς μαζί με τους μαθητές πηγαίνουν στο ανώγι εκείνο και κάθονται όλοι μαζί να δειπνήσουν. Το τραπέζι της εποχής είναι ένας σοφράς, ένα χαμηλό στρογγυλό τραπέζι. Το σημείο, όπου κάθισε ο Χριστός, αποτελούσε την αρχή και το τέλος της περιμέτρου του τραπεζιού. Στα αριστερά του κάθεται ο Ιούδας, θεωρώντας τον εαυτό του ως επισημότερο των άλλων, αφού ο ίδιος ήταν ο ταμίας της συνοδείας του Χριστού. Στα δεξιά κάθεται ο Ιωάννης ο Θεολόγος. Δίπλα στον Ιούδα κάθεται ο Πέτρος.
«Επιθύμησα», είπε επίσημα ο Δάσκαλος, «να φάγω τούτο το Πάσχα μαζί σας, πριν απ’ τα Πάθη μου». Κατά το έθιμο, άρχισαν με προσευχή. Έπειτα, Εκείνος που ήταν ο σεβαστός, παίρνει το κρασί, δοξάζει τον Θεό και περνά το ποτήρι και στους άλλους. Και τότε γίνεται κάποια αναταραχή, αφού μαλώνουν οι μαθητές, ποιος πρώτος θα πάρει να πιει απ’ το ευλογημένο το κρασί.
Αμίλητος ο Δάσκαλος σηκώνεται απ’ το τραπέζι, βγάζει τον εξωτερικό χιτών Του, ζώνεται με μια πετσέτα και πλένει τα πόδια των μαθητών σφουγγίζοντάς τα προσεκτικά. Ξεκίνησε πρώτα από τα αριστερά του, τον Ιούδα δηλαδή. Σαστισμένοι οι μαθητές, Τον αφήνουν να τους πλένει τα σκονισμένα πόδια. Μόνο ο Πέτρος εκφράζει αντίρρηση: «Κύριε, εσύ θα μου πλύνεις τα πόδια; Δεν γίνεται αυτό! Ποτέ δεν θα μου πλύνεις τα πόδια μου, Δάσκαλε!». «Αν δεν σε πλύνω, δεν θα έχεις θέση κοντά μου» τού απαντά ο Χριστός.
Τότε ταράζεται Πέτρος και συγκατανεύει. Και ο Κύριος επεξηγεί τον λόγο της συγκεκριμένης πράξης Του και πώς πρέπει να υπηρετούν με ταπείνωση ο ένας τον άλλον. Και ενώ όλοι κατανόησαν τα λεγόμενα, μόνο ο Ιούδας είχε στο νου του ποια θα ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να πάει να παραδώσει το Δάσκαλο. Ο Χριστός στη συνέχεια προφητεύει πως κάποιος από τους παρευρισκόμενους θα Τον προδώσει. Άρχισαν, λοιπόν, να αναρωτιούνται ποιος είναι αυτός, λέγοντας ο καθένας: «Μήπως είμαι εγώ, Δάσκαλε;». Ο Ιούδας το ακούει κι αυτός. «Μήπως, Δάσκαλε, είμαι εγώ;», ρωτά, για να μην ξεχωρίσει απ’ τους άλλους. Ο Δάσκαλος τον κοιτά στα μάτια και ψιθυρίζει σιγανά: «Εσύ το είπες». Οι υπόλοιποι, φυσικά, από την ταραχή τους δεν άκουσαν.
Ο Πέτρος κάνει νόημα στον Ιωάννη να ρωτήσει τον Χριστό για ποιον είπε αυτή την προφητεία και ο Ιωάννης, πέφτοντας στο στήθος του Δασκάλου, Τον ρωτά παρακλητικά: «Κύριε, πες μου ποιος είναι ο προδότης». Ο Κύριος απαντά σιγανά: «Είναι εκείνος που, αφού βουτήξω στο πιάτο το κοινό μπουκιά ψωμί, θα του τη δώσω». Έτσι, παίρνει μια μπουκιά ψωμί, τη βουτά στο κοινό πιάτο που ήταν εκεί στη μέση – έθιμο ήταν αυτό – και την δίνει στον Ιούδα και του ψιθυρίζει: «Ό,τι είναι να κάνεις, καν’ το γρήγορα».
Κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, ο Κύριος συμβουλεύει τους μαθητές Του να αισθάνονται αγάπη ο ένας για τον άλλον και να μην νοιάζονται για το ποιος θα είναι πρώτος. Ενώ τρώγουν, ο Ιησούς λέγει την ευχαριστήρια προσευχή, παίρνει το ψωμί και το τεμαχίζει. Έπειτα, το δίνει στους μαθητές Του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα, τὸ ὑπὲρ ἡμῶν κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Στη συνέχεια, παίρνει το ποτήρι με το κρασί και, αφού προσεύχεται, τους το δίνει λέγοντας: «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Μετά το γεγονός αυτό ο Ιούδας αποχωρεί, προκειμένου να πάει στους Αρχιερείς. Οι μαθητές δεν έδωσαν σημασία, καθώς νόμισαν ότι εκείνος, ως ταμίας, πήγε να τακτοποιήσει τις οικονομικές εκκρεμμότητες του δείπνου. Ο Χριστός συνεχίζει την διδασκαλία Του, δίνοντας τις τελευταίες παρακαταθήκες και πρετοιμάζοντάς τους για το επερχόμενο πάθος Του, προφητεύοντας τον διασκορπισμό και την εγκατάλειψη των Αποστόλων. Ο ένθερμος Πέτρος διαβεβαιώνει τον Χριστό πως θα Τον υπερασπισθεί έως τέλους και ο Χριστός προφητεύει την τριπλή άρνησή του «πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι». Στο σημείο αυτό, ο Κύριος προφητεύει και την έλευση του Αγίου Πνεύματος.
Το δείπνο ολοκληρώνεται με την προσευχή, όπως συνηθιζόταν (ψαλλόταν συνήθως ο 117ος Ψαλμός). Αυτή η συνήθεια διατηρείται έως σήμερα. Το κεντρικό πρόσωπο της οικογένειας (εν προκειμένω ο Χριστός) κάθεται στη μέση, σαν χοράρχης, και γύρω – γύρω οι υπόλοιποι χτυπώντας παλαμάκια ή χορεύουν κρατώντας τα χέρια τους.
Στην συνέχεια φεύγουν από το ανώγιον και πορεύονται προς τη Γεθσημανή. Κατά την διαδρομή ο Χριστός αρχίζει να προσεύχεται με τη λεγόμενη αρχιερατική προσευχή, παρακαλώντας γι’ αυτούς που θα πιστέψουν στο όνομά Του. Λίγο αργότερο ο Χριστός θα συλληφθεί και θα αρχίσουν τα Άχραντα Πάθη Του. Ξεχωριστή θέση στις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας έχει η Μεγάλη Τετάρτη λόγω της τέλεσης του μυστηρίου του Ιερού Ευχελαίου. Πολλές γυναίκες πηγαίνουν στην εκκλησία αλεύρι, με το οποίο μετά ζυμώνουν το ψωμί της Λαμπρής και τα κουλούρια. Παλαιότερα, τη Μεγάλη Τετάρτη παρασκευαζόταν και η νέα ζύμη. Καθώς πίστευαν ότι η ζύμη του ψωμιού κάποια στιγμή μπορεί να χάσει τη δύναμη και την καθαρότητά της, τη Μεγάλη Τετάρτη φρόντιζαν να την ανανεώνουν. Έτσι οι γυναίκες πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και μάζευαν αλεύρι, το οποίο και ζύμωναν χωρίς προζύμι. Έπειτα το πήγαιναν στην Εκκλησία. Ο ιερέας ακουμπούσε πάνω στη ζύμη το Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο και το ζυμάρι φούσκωνε. Αυτό αποτελούσε το προζύμι της χρονιάς, το οποίο οι γυναίκες μοίραζαν ξανά σε όλα τα σπίτια.
Σε ορισμένους τόπους, όπως στον Πόντο, το Ευχέλαιο πραγματοποιούταν στο σπίτι της κάθε οικογένειας. Μάλιστα στα αντικείμενα που ευλογούνταν στη διάρκεια του Ευχελαίου αποδιδόταν ξεχωριστή ιδιότητα και δύναμη. Για παράδειγμα τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν οι ιερείς για να μυρώσουν, όσους παρευρίσκονταν στην ακολουθία, τα φύλαγαν στο εικονοστάσι τους και όταν κάποιος θα έχτιζε καινούριο σπίτι, τα έβαζαν στα θεμέλια του σπιτιού.
Πηγή: skai.gr