«Μέγα το της θαλάσσης κράτος»! Η φράση, που επιγράφεται στο έμβλημα του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ), είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό και αποτυπώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη γεωπολιτική θέση της χώρας.
- Toυ Περικλή Ζορζοβίλη
Το σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Ευρώπη, Ασία, Αφρική), μια διαχρονική γέφυρα πολιτισμών, ένα σημείο ύψιστης γεωστρατηγικής σημασίας στον παγκόσμιο χάρτη. Ταυτόχρονα, η ίδια φράση βρίσκεται πίσω από τον μεγαλοϊδεατικό οραματισμό του Ερντογάν, που αποτυπώνεται με τη ρητορική περί «Γαλάζιας Πατρίδας» («Mavi Vatan») και σε πρακτικό επίπεδο στην επιδίωξη ελέγχου των θαλάσσιων οδών επικοινωνιών.
Θα ήταν ίσως επιπόλαιο να καταλογιστεί στην πολιτική ηγεσία, ιδίως αυτή του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, αδυναμία κατανόησης. Ομως η αντιμετώπιση της καταφανούς τουρκικής πρόθεσης να σφετεριστεί θαλάσσια κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνισμού απαιτεί τη δημιουργία και τη διατήρηση ισχυρής και αξιόμαχης ναυτικής δύναμης με τη διάθεση σημαντικών οικονομικών και ανθρώπινων πόρων.
Ορόσημο
Σε αυτό το πλαίσιο, η τοποθέτηση της τρόπιδας του πρώτου τομέα της φρεγάτας «ΦΟΡΜΙΩΝ» F-603 στο ναυπηγείο της Naval Group, στο Λοριάν, που έλαβε χώρα στις 15 Απριλίου 2024, αποτελεί ορόσημο, τόσο στη διαδικασία ανάπτυξης της εθνικής ναυτικής ισχύος όσο και στην εξέλιξη του συγκεκριμένου προγράμματος, καθώς σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας συναρμολόγησης της τρίτης και τελευταίας ελληνικής φρεγάτας του τύπου FDI HN για το ΠΝ. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί πηγή έντονου προβληματισμού, καθώς είναι το μόνο εξοπλιστικό που υλοποιείται, παρά το καθολικά αποδεκτό συνολικό πρόβλημα απαρχαίωσης που αντιμετωπίζει ο Στόλος. Ομως, παρά τη διακηρυγμένη πρόθεση της κυβέρνησης, ο αρχικός σχεδιασμός που με συνολικό κόστος περί τα 5 δισ. ευρώ θα απέδιδε 12 μονάδες επιφανείας, τέσσερις φρεγάτες και τέσσερις κορβέτες νέας ναυπήγησης και τέσσερις εκσυγχρονισμένες φρεγάτες από τις ήδη διατιθέμενες σε υπηρεσία, υλοποιείται μόνο κατά ένα μέρος και με περιορισμούς.
Λόγω κόστους το πρόγραμμα των τεσσάρων νέων φρεγατών μετατράπηκε σε τρεις με δικαίωμα προαίρεσης (option) επιπλέον μιας, το οποίο βάσει της σύμβασης 016Β/2021 που κυρώθηκε με τον νόμο 4891/2022 είχε χρονικό όριο έως τις 30 Ιουνίου 2023. Σε αυτή την περίπτωση το κόστος της τέταρτης φρεγάτας (ΠΝ4) ανέρχεται σε 719.600.000 ευρώ και η παράδοσή της θα λάμβανε χώρα στις 31 Δεκεμβρίου 2027. Η 30ή Ιουνίου 2023 ήταν επίσης η καταληκτική ημερομηνία για την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης της σύμβασης 018Β/2021, που επίσης κυρώθηκε με τον ίδιο νόμο, για την αγορά φόρτου κατευθυνόμενων βλημάτων (Κ/Β) για την ΠΝ4, με κόστος 200.000.000 ευρώ (κάθε φρεγάτα διαθέτει 32 κελιά εκτόξευσης Κ/Β επιφανείας – αέρος Aster 30 B1 και οκτώ εκτοξευτές ισάριθμων Κ/Β κατά στόχων επιφανείας και ξηράς Exocet MM40 Block 3c).
Συνολικά για τις τρεις φρεγάτες, τα όπλα τους και την Εν-Συνεχεία-Υποστήριξη αυτών για διάστημα 36 μηνών από την παράδοση κάθε πλοίου το κόστος ανέρχεται σε 3,237 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων εισφοράς (188.000.000 ευρώ υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Ναυτικού), τελών και λοιπών καταβολών. Η αποπληρωμή εκτείνεται από το 2022 έως το 2029. Το τελευταίο διάστημα άρχισε εκ νέου η διακίνηση της πληροφορίας περί εξάσκησης του δικαιώματος προαίρεσης για την τέταρτη φρεγάτα του τύπου.
Στον αντίποδα βρίσκεται το προϋπολογισμού 2.122.800.000 ευρώ πρόγραμμα «πρόσκτησης έως τεσσάρων κορβετών». Κατά τον αρχικό σχεδιασμό αποτελούσε το δεύτερο, μετά τις FDI-HN, που θα έμπαινε σε πορεία υλοποίησης. Επίσης για λόγους κόστους αρχικά περιορίστηκε σε τρεις μονάδες συν μία επιπλέον ως δικαίωμα προαίρεσης και το προηγούμενο φθινόπωρο «πάγωσε», στο πλαίσιο της γενικότερης επαναξιολόγησης των προτεραιοτήτων. Και γι’ αυτό το πρόγραμμα το τελευταίο διάστημα διακινείται η πληροφορία επανενεργοποίησής του.
Στασιμότητα παρουσιάζει και το περιβόητο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής (ΕΜΖ) ή ακριβέστερα «αναβάθμισης δυνατοτήτων» φρεγατών τύπου MEKO-200HN («Υδρα»), προϋπολογισμού 643.000.000 ευρώ, που έχει εξαγγελθεί εδώ και περίπου 20 χρόνια! Αν και τον περασμένο Ιανουάριο είχε ανακοινωθεί η σύσταση κοινοπραξίας μεταξύ της γερμανικής ThyssenKrupp Marine Systems (TKMS) και της ολλανδικής Thales Nederland για την υλοποίησή του, οι διαπραγματεύσεις με το ΠΝ για την κατάρτιση της σύμβασης δεν έχουν καταλήξει.
Πού σκάλωσε ο σχεδιασμός της κυβέρνησης, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα να «παγώσουν» ή να περιοριστούν τα προγράμματα που είχε δρομολογήσει
Το πρόγραμμα αντιμετωπίζει προβλήματα με τη συνεχή αύξηση του κόστους, το τεχνικό ρίσκο αλλά και τον επακριβή καθορισμό του συμβατικού αντικειμένου αλλά και των εγγυήσεων καλής λειτουργίας. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», σε σημείο τριβής μεταξύ των δύο μερών έχει αναδειχθεί η απαίτηση της ελληνικής πλευράς να αντικατασταθεί ο εγχώριος βιομηχανικός συνεργάτης που η κοινοπραξία των αναδόχων έχει επιλέξει για την υλοποίηση του προγράμματος.
Αντίθετα, σχετική κινητικότητα παρουσιάζεται στην πιθανή παραχώρηση από τις ΗΠΑ μέχρι τεσσάρων πλοίων μάχης παρακτίων (LCS: Littoral Combat Ship) τύπου Freedom ως «πλεονάζον αμυντικό υλικό» (EDA: Excess Defence Article). Το εν λόγω πρόγραμμα απέκτησε ισχυρή δυναμική τα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, καθώς στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη υπήρχε ονομαστική αναφορά σε αυτό. Στη συνέχεια όμως η απόφαση του Ναυτικού των ΗΠΑ να διατηρήσει σε υπηρεσία τα τέσσερα πλοία του τύπου για τα οποία είχε εκφραστεί το ενδιαφέρον του ΠΝ πιθανότατα εκμηδένισε τη συγκεκριμένη πιθανότητα. Θεωρητικά, διαθέσιμα προς παραχώρηση παραμένουν τα πρώτα πέντε πλοία του τύπου που έχουν ήδη παροπλιστεί (σε παρένθεση η ημερομηνία παροπλισμού): Freedom LCS-1 (29 Σεπτεμβρίου 2021), Milwaukee LCS-5 (8 Σεπτεμβρίου 2023), Detroit LCS-7 (29 Σεπτεμβρίου 2023), Little Rock LCS-9 (29 Σεπτεμβρίου 2023) και Sioux City LCS-11 (14 Αυγούστου 2023). Το μεν πρώτο ουσιαστικά αποτέλεσε το πλοίο δοκιμών του τύπου και η τυχόν απόκτησή του είναι ασύμφορη, λόγω των ευρείας κλίμακας επισκευών και παρεμβάσεων που απαιτούνται για να επιτευχθεί ομοιοτυπία εξοπλισμού με τα υπόλοιπα τέσσερα, για τα οποία τυχόν αποδοχή τους ως «πλεονάζον αμυντικό υλικό» συνεπάγεται κόστη ενεργοποίησης που μπορούν να ανέλθουν έως και 600.000.000 ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται τα κόστη ενίσχυσης του αναιμικού οπλισμού τους.
Ρευστό τοπίο
Σε αυτό το πολύ ρευστό τοπίο κατέχει κεντρικό ρόλο, τουλάχιστον σε επίπεδο διακήρυξης, η συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα του Ναυτικού των ΗΠΑ που αφορά τη ναυπήγηση των φρεγατών τύπου Constellation FFG-62. Σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Αμυνας Νικόλαου Δένδια, το πρόγραμμα, στο οποίο «επαφίεται» η ριζική ανανέωση και αναβάθμιση του στόλου των μειζόνων μονάδων επιφανείας, μπορεί να αποδώσει σε βάθος χρόνου έως επτά φρεγάτες του τύπου για το Πολεμικό Ναυτικό.
Ομως το πρόγραμμα Constellation αντιμετωπίζει προβλήματα. Στην πρόσφατη ανασκόπηση των ναυπηγικών προγραμμάτων του Ναυτικού των ΗΠΑ, που διενεργήθηκε με εντολή του υπουργού Ναυτικών Κάρλος Ντελ Τόρο, αναφέρεται ότι η πρώτη φρεγάτα του τύπου, η μελλοντική USS Constellation FFG-62, που ναυπηγείται στα ναυπηγεία Fincantieri Marinette Marine του Ουισκόνσιν, ενδέχεται να παραδοθεί με τρία χρόνια καθυστέρηση σε σχέση με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, που προέβλεπε την παράδοσή της το 2026. Κύρια αίτια της καθυστέρησης φέρεται ότι είναι η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και η μη ολοκλήρωση της λεπτομερούς σχεδίασης.
Ενώ αρχικά η σχεδίαση της Constellation είχε περίπου 85% κοινά στοιχεία με την ιταλική έκδοση της φρεγάτας FREMM (τύπος Bergamini), στην οποία βασίζεται, οι κατ’ απαίτηση του Ναυτικού των ΗΠΑ αλλαγές, που μεταξύ άλλων περιλάμβαναν και την υιοθέτηση αυστηρότερων προτύπων επιβιωσιμότητας, μείωσαν τελικά την ομοιοτυπία σε ποσοστό μικρότερο του 15%. Με άλλα λόγια, το βασικό πλεονέκτημα για το οποίο επιλέχθηκε η συγκεκριμένη σχεδίαση για την Constellation, ότι δηλαδή βρισκόταν επί χρόνια σε υπηρεσία και άρα ήταν ώριμη, έχει σχεδόν ανατραπεί. Το δίδαγμα που αβίαστα προκύπτει για την ελληνική πλευρά είναι ότι οι παρεμβάσεις στη σχεδίαση και τη διαμόρφωση υπέχουν κόστος, το οποίο, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, μπορεί πολύ εύκολα να γίνει ανεξέλεγκτο.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον της η ελληνική πλευρά είναι ότι οι καθυστερήσεις νομοτελειακά συνεπάγονται αύξηση του κόστους. Σε ό,τι αφορά το Ναυτικό των ΗΠΑ, η ανάθεση σύμβασης σταθερής τιμής μέχρι και τις πρώτες 10 φρεγάτες του τύπου θα διασφαλίσει το προκαθορισμένο μοναδιαίο κόστος, αλλά πιθανά θα δημιουργήσει οικονομικά προβλήματα στον ανάδοχο, που θα πρέπει να απορροφήσει την αύξηση του κόστους και ταυτόχρονα δεν μπορεί να αποτρέψει την αύξηση της τιμής στις επόμενες φρεγάτες μετά την πρώτη δεκάδα.
Τεράστιο κόστος
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος αναφέρουμε το παράδειγμα του USS Gerald R. Ford (CVN-78), του πρώτου πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου του ομώνυμου τύπου, το κόστος ναυπήγησης του οποίου αυξήθηκε σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς κατά 30%, φτάνοντας το αστρονομικό ποσό των 13,3 δισ. δολαρίων ΗΠΑ! Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις των καθυστερήσεων και των αυξήσεων κόστους στις συμβάσεις σταθερής τιμής, το παράδειγμα της Boeing είναι εξόχως διαφωτιστικό. Ο γίγαντας της παγκόσμιας αεροδιαστημικής βιομηχανίας, που σήμερα βιώνει ίσως τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του, λόγω των προβλημάτων των επιβατηγών αεροσκαφών, έχει καταγράψει εντυπωσιακές ζημίες σε συμβάσεις σταθερής τιμής: περίπου 7 δισ. δολάρια ΗΠΑ στο πρόγραμμα του νέου αεροσκάφους εναέριου ανεφοδιασμού KC-46A Pegasus, 1 δισ. δολάρια ΗΠΑ στο πρόγραμμα του νέου αεροσκάφους προκεχωρημένης εκπαίδευσης T-7A Red Hawk και 1,3 δισ. δολάρια ΗΠΑ στο πρόγραμμα του VC-25B, του νέου προεδρικού αεροσκάφους των ΗΠΑ.
Συγκυριακή προσέγγιση και έλλειψη οικονομικών πόρων
Μετά μια 15ετία εγκατάλειψης, λόγω Μνημονίων, οι ανάγκες ανανέωσης έχουν γίνει πιεστικές.
Την τελευταία τετραετία είμαστε θεατές του φαινομένου εξοπλιστικά ναυπηγικά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που απασχόλησαν, με θετικό ή αρνητικό τρόπο, την επικαιρότητα και τροφοδότησαν τον έντονο δημόσιο διάλογο να υλοποιούνται, να αποκτούν δυναμική ή να «παγώνουν», ανάλογα με τις γεωπολιτικές συγκυρίες. Για παράδειγμα, η πεποίθηση ότι ακόμη και η επιλογή της γαλλικής σχεδίασης για το πρόγραμμα των νέων φρεγατών του ΠΝ προέκυψε ως συνέπεια της περιβόητης τριμερούς συμφωνίας AUKUS μεταξύ Αυστραλίας, ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορεί εύκολα να θεωρηθεί αβάσιμη.
Εμφανής είναι και η αδυναμία επαρκούς χρηματοδότησης των προγραμμάτων. Σε δύο περιπτώσεις, το πρόγραμμα των φρεγατών FDI-HN και των νέων κορβετών, ο αριθμός των πλοίων μειώθηκε από τέσσερα σε τρία με τη μετατροπή και στις δύο περιπτώσεις του τέταρτου σε δικαίωμα προαίρεσης. Η ίδια τάση καταγράφηκε και στην περίπτωση του ΕΜΖ των φρεγατών τύπου MEKO-200HN, όταν υπό εξέταση βρέθηκε η επιλογή για τον εκσυγχρονισμό δύο ή τριών πλοίων, με σκοπό τη συγκράτηση του κόστους.
Εκ των πραγμάτων βέβαια τίθεται και ζήτημα ακριβούς εκτίμησης των αντίστοιχων προϋπολογισμών. Δυστυχώς, η χρήση εργαλείων που δεν απορρέουν νομική ευθύνη ή δέσμευση του χρήστη, όπως η αίτηση για πληροφορίες (RFI: Request for Information) και η αίτηση για προσφορά (RFQ: Request For Quotation), δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση πληρέστερης άποψης για τις διαθέσιμες στη διεθνή αγορά τεχνολογίες και τιμές.
Η αδυναμία επαρκούς χρηματοδότησης καθίσταται περισσότερο εμφανής, αν συνυπολογιστεί ότι η προηγούμενη τετραετία «αναλώθηκε» σχεδόν αποκλειστικά στην ανανέωση του στόλου των μειζόνων μονάδων επιφανείας του Στόλου (μόνη εξαίρεση η προμήθεια τεσσάρων περιπολικών τύπου Island από τα αποθέματα της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ). Ομως μετά μια 15ετία εγκατάλειψης, λόγω των Μνημονίων, οι ανάγκες ανανέωσης έχουν γίνει πιεστικές και σε άλλες κατηγορίες μέσων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα υποβρύχια και τα ταχέα σκάφη (περιπολικά κατευθυνόμενων βλημάτων), με την πλειονότητα των μονάδων έχει ηλικία περί τα 50 έτη.
Ο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός και το «ταβάνι» χρηματοδότησης
Αξιωματικά καθοριστικές παραμέτρους για την ανάπτυξη της εθνικής στρατιωτικής ισχύος (κατά συνέπεια και της ναυτικής) αποτελούν οι ανθρώπινοι και οι οικονομικοί πόροι που διατίθενται. Σε ό,τι αφορά τους οικονομικούς πόρους, η «κυριακάτικη δημοκρατία» περίπου πριν από έναν μήνα αποκάλυψε τις οροφές που είναι διαθέσιμες για τη χρηματοδότηση νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων για την περίοδο 2024-2035 και οι οποίες με βάση τα σημερινά δεδομένα ανέρχονται συνολικά σε περίπου 12,8 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο θα διατεθούν για την αποπληρωμή εξοπλιστικών προγραμμάτων που έχουν ήδη συμβασιοποιηθεί περί τα 6,6 δισ. ευρώ. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι τον καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύψους των διαθέσιμων πόρων κατέχει η πορεία της εθνικής οικονομίας και δευτερευόντως οι προτεραιότητες της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής.
Ομως η διαδικασία ανάπτυξης της ναυτικής ισχύος θα μπορούσε να υποβοηθηθεί σημαντικά από την υιοθέτηση ενός εργαλείου, όπως το 30ετές σχέδιο ναυπηγήσεων του Ναυτικού των ΗΠΑ. Το σχέδιο επικαιροποιείται σε ετήσια βάση, σε συνδυασμό με την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού του επόμενου έτους, και παρουσιάζει αναλυτικά ανά κατηγορία μέσων τις ναυπηγήσεις που απαιτούνται σε ετήσια βάση για την επίτευξη συγκεκριμένης οροφής δυνάμεων και κατά συνέπεια τις ετήσιες απαιτήσεις χρηματοδότησης.
Ας σημειωθεί ότι στο 30ετές σχέδιο που κατατέθηκε με τον Προϋπολογισμό του οικονομικού έτους 2023, όπως και στο αντίστοιχο του Προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2024, παρουσιάζονται τρεις επιλογές (η πρώτη με βάση τον κατατεθέντα Προϋπολογισμό, η δεύτερη με μηδενική αύξηση υπεράνω του πληθωρισμού των πιστώσεων για ναυπηγήσεις και η τρίτη με κάποιο ποσοστό αύξησης υπεράνω του πληθωρισμού). Παρά το γεγονός ότι και στην περίπτωση του 30ετούς σχεδίου ναυπηγήσεων καταγράφονται τα συνήθη για μακροπρόθεσμο προγραμματισμό φαινόμενα πιο αισιόδοξων εκτιμήσεων για τα μελλοντικά χρόνια, εν τούτοις προσφέρει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα:
– Κυβέρνηση, Βουλή και φορολογούμενοι αποκτούν ολοκληρωμένη εικόνα των πόρων που πρέπει να διατεθούν και των υποχρεώσεων που πρέπει να αναληφθούν σε βάθος χρόνου για την επίτευξη συγκεκριμένου επιπέδου δυνάμεων, όπως και του κόστους και του ρυθμού αντικατάστασης μονάδων με βάση το όριο σχεδιαστικής ζωής τους (συνήθως 30 έτη).
– Η εγχώρια βιομηχανία αποκτά επίσης ολοκληρωμένη εικόνα των έργων και του προϋπολογισμών που αναμένεται να διατεθούν σε βάθος χρόνου ώστε να συγχρονίσει τα επιχειρηματικά της σχέδια και τις επενδύσεις της.
Η ανάπτυξη και η διατήρηση εθνικής ναυτικής ισχύος δεν είναι δρόμος ταχύτητας, όπως πέραν πάσης αμφιβολίας αποδείχθηκε την προηγούμενη τετραετία, αλλά μαραθώνιος. Κατά συνέπεια απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και προγραμματισμό, σαφή καθορισμό του αντικειμενικού σκοπού, και δέσμευση και επιμονή στην επίτευξή του.