«Η πιθανότητα γένεσης ισχυρού σεισμού τα προσεχή χρόνια στη Θεσσαλονίκη είναι στατιστικά σημαντική» αναφέρεται σε έκθεση συνοπτικής εκτίμησης της γένεσης σεισμών και των αναμενόμενων επιπτώσεών τους, η οποία υπογράφεται από τον σεισμολόγο και διευθυντή του ΙΤΣΑΚ (Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών), Χρήστο Παπαϊωάννου.
Η εν λόγω έκθεση συντάχθηκε από τον κ. Παπαϊωάννου ύστερα από προφορικό αίτημα του ομότιμου καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Παναγιώτη Καρύδη, «αμισθί, στο πλαίσιο φιλικής και επιστημονικής συνεργασίας δεκαετιών» των δύο επιστημόνων.
Σε δηλώσεις του ο κ. Παπαϊωάννου υποστήριξε ότι σκοπός της έκθεσης είναι να δοθεί μια προκαταρκτική εκτίμηση αναφορικά με τη γένεση σεισμών στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και των αναμενόμενων επιπτώσεών τους στη Θεσσαλονίκη.
Δείτε επίσης: Γεράσιμος Παπαδόπουλος: «Δεν τελειώσαμε με τους σεισμούς! Το ελληνικό τόξο αποσταθεροποιείται»
Όπως γνωστοποιεί, η έκθεση βασίστηκε σε βιβλιογραφικά δεδομένα και δεν αποτελεί έκθεση πρόγνωσης σεισμών ή έκθεση εκτίμησης της σεισμικής επικινδυνότητας του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης. Υποστηρίζει δε ότι όσα αναφέρονται αποτελούν ευθύνη και προσωπική του γνώμη.
Στην έκθεση σημειώνει τα εξής: «Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με μεγάλη ιστορία, αλλά ταυτόχρονα και με μεγάλη προοπτική ανάπτυξης, αφού φιλοδοξεί να γίνει το σημαντικότερο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων. Για τον λόγο αυτόν, η γνώση και η αποτελεσματική προστασία της από μελλοντικούς σεισμούς αποτελεί σημαντικό πρόβλημα που αφορά την πόλη, αλλά και όλη τη χώρα. Η προστασία αυτή απαιτεί την αντιμετώπιση οργανωτικών (επιχειρησιακών) θεμάτων (προσεισμικά και μετασεισμικά μέτρα ετοιμότητας κ.λπ.), τεχνολογικών θεμάτων (ορθή εφαρμογή του αντισεισμικού κανονισμού, προσεισμικός έλεγχος των κτιρίων κ.λπ.) και επιστημονικών θεμάτων».