Για άμεσους και σοβαρούς κινδύνους μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της περασμένης εβδομάδας στην Αττική προειδοποιεί, με δηλώσεις του στη «δημοκρατία» ο κοσμήτορας στη Σχολή Γεωπονίας – Δασολογίας στο ΑΠΘ και μέλος της Επιτροπής Γκολντάμερ Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος.
- Από τον
Βασίλη Γαλούπη
Ο καθηγητής στο ΑΠΘ, με εξειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές, κρούει τον κώδωνα για τα αιωρούμενα σωματίδια που παραμένουν στον αέρα για πολύ μεγαλύτερο διάστημα μετά το σβήσιμο των πυρκαγιών:
«Αυτές τις μέρες με την πυρκαγιά στην Αττική εισπνεύσαμε αιωρούμενα σωματίδια 10 μm και 2,5 μm. Είναι κάτι που προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα. Τα μεν μεγάλα σωματίδια (10 μm) μένουν για μία εβδομάδα περίπου στον αέρα. Ομως, τα μικρά (2,5 μm) αιωρούνται για πολύ μεγαλύτερο διάστημα και, δυστυχώς, περνάνε μέσω της αναπνοής από τις κυψελίδες των πνευμόνων στο αίμα. Αν τα μικροσωματίδια είναι από πλαστικό ή αν είναι από PVC και εισχωρήσουν μέσω της αναπνοής στον οργανισμό, τότε μένουν για πάντα».
Στις πυρκαγιές Βαρνάβα – Βριλησσίων κάηκαν, όπως είναι γνωστό, και πολλά σπίτια ή μπάζα σε χωράφια και ανεξέλεγκτες χωματερές που είχαν -όπως φάνηκε κι από τους μαύρους καπνούς κατά διαστήματα, αλλά και από εκρήξεις σε κατοικίες- πλαστικά ή PVC. Το PVC είναι μια μορφή πλαστικού από μη πολυεστερικό, χλωριούχο πολυβινύλιο. Χρησιμοποιείται ευρέως για την κατασκευή σε κουφώματα, όπως και σε άλλα είδη που υπάρχουν στα σπίτια.
Οταν τα αερολύματα 2,5 χιλιοστών του χιλιοστού (μm ή PM2,5) εισχωρήσουν στο κυκλοφορικό σύστημα των ανθρώπων, εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους. Πρόκειται για έναν πολύπλοκο ρύπο με μεγάλη ποικιλία σε σχήμα και σύσταση, που έχει αρνητική επίδραση τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία.
Τα αερολύματα με μικρή διάμετρο (PM2.5 για διάμετρο μικρότερη από 2,5 μm), αλλά και με πολύ μικρή διάμετρο (PM1 για διάμετρο μικρότερη από 1 μm), θεωρούνται τα πλέον επικίνδυνα για τον άνθρωπο λόγω της βαθύτερης διείσδυσης και εναπόθεσης στο ανθρώπινο σώμα.
Αν και δεν υπάρχει σχετική ενημέρωση και προειδοποιήσεις από τους κρατικούς φορείς για τους δείκτες των συγκεκριμένων επικίνδυνων ρύπων που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα αυτές τις μέρες, ύστερα από μια τέτοια φωτιά, όπως αυτή της Αττικής, που γέμισε όλο το Λεκανοπέδιο για 24ωρα με πυκνά καφέ σύννεφα, οι επιστημονικές προειδοποιήσεις δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Ο κ. Δημητρακόπουλος προειδοποιεί και για επικείμενη ραγδαία επιδείνωση των καιρικών συνθηκών, από το επόμενο καλοκαίρι κιόλας:
«Ο Βαρνάβας έχει καεί το 1997, το 2004, πιο παλιά το 1981, το 1985 ή το 1988. Πολλές από αυτές τις πυρκαγιές έγιναν οικόπεδα και σπίτια. Δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε πρόκειται για κάποιο συμπαγές δάσος. Είναι οικοσυστήματα που έχουν καεί ξανά και ξανά. Οφείλουμε τώρα να δούμε τι θα γίνει για τους κατοίκους των Αθηνών την ερχόμενη άνοιξη και το καλοκαίρι. Οταν, δηλαδή, λόγω κι αυτής της μεγάλης πυρκαγιάς, δεν θα υπάρχουν φωτοσύνθεση, εμπλουτισμός με υδρατμούς της ατμόσφαιρας και θα έχουμε ένα περιβάλλον κατά 1,5 έως 2 βαθμούς υψηλότερο ως μέση θερμοκρασία το καλοκαίρι απ’ ό,τι είναι τώρα».
Και προσθέτει: «Αν τώρα θεωρούμε ότι έχουμε καύσωνα με μια θερμοκρασία 37 βαθμών, θα έχουμε άνοδο στους 38,5-39 βαθμούς Κελσίου».
Κατά τον καθηγητή πανεπιστημίου, «η φωτιά έφτασε από τον Βαρνάβα στα Βριλήσσια επειδή από τις 3 το μεσημέρι της Κυριακής μέχρι τις 9-10 το πρωί της Δευτέρας δεν επενέβη κανείς. Ούτε εναέρια μέσα ούτε επίγειες δυνάμεις. Εκαιγε ανεξέλεγκτη επί τόσες ώρες».
Επισημαίνει ακόμα πως «εκ των πραγμάτων υπήρξε καθυστερημένη επέμβαση στη φωτιά»: «Το ότι τη βρήκαν σε 3 λεπτά και το ελικόπτερο πήγε σε 5 λεπτά και οι επίγειες δυνάμεις σε 7 λεπτά χειροτερεύει τα πράγματα, διότι προκύπτει το εύλογο ερώτημα γιατί δεν τη σβήσανε. Οπως και να έχει, υπάρχει θέμα τεχνογνωσίας έπειτα από τόσες πυρκαγιές. Πρέπει κάποτε να σκεφτούμε πόσο αποτελεσματικά ξέρουμε να σβήνουμε τη φωτιά κι αν έχουμε κάποιο σχέδιο για να την αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει έλλειψη τεχνογνωσίας και οργάνωσης στην καταστολή δασικών πυρκαγιών».
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία