Ρίγη συγκίνησης έχει προκαλέσει η διπλή μεταμόσχευση καρδιάς – πνευμόνων που έγινε στο Ωνάσειο, με τον επικεφαλής χειρουργό να μιλά για τις δυσκολίες του εγχειρήματος, αλλά και για την ευαισθητοποίηση των πολιτών, που ολοένα αυξάνεται, «ανοίγοντας» τον δρόμο για ζωή σε ασθενείς, που περιμένουν χρόνια στις λίστες αναμονής.
Το μεσημέρι του Σαββάτου ολοκληρώθηκε η μεταμόσχευση σε μία 53χρονη μητέρα με συγγενή καρδιοπάθεια και πνευμονική υπέρταση. «Ο δρόμος έχει ανοίξει δεν τον ανοίξαμε εμείς», ανέφερε σε δηλώσεις του ο Θεμιστοκλής Χαμογεωργάκης, Καρδιοχειρουργός, Διευθυντής του Β’ Καρδιοχειρουργικού τμήματος του Ωνασείου και επικεφαλής της χειρουργικής ομάδας Μεταμοσχεύσεων του ΩΚΚ, προσθέτοντας πως η λήπτρια σώθηκε μόλις την τελευταία στιγμή:
«Η κατάσταση ήταν κρίσιμη, η 53χρονη γυναίκα είχε νοσηλευτεί πολλές φορές στο νοσοκομείο. Δεν ήταν με υποστήριξη μηχανική, ήταν με φάρμακα στο σπίτι, όμως, γιατί είχαν πρόβλημα σοβαρό οι πνεύμονες. Είχε συχνές νοσηλείες στο νοσοκομείο, είχε επεισόδια απειλητικά για τη ζωή και χρειαζόταν να μπει πολλές φορές στο νοσοκομείο. Είχε χαμηλό προσδόκιμο ζωής».
«Η συγκεκριμένη μεταμόσχευση ήταν η αβίαστη συνέχεια κάποιας δουλειάς και προσπάθειας χρόνων»
Όπως επεσήμανε, η διπλή μεταμόσχευση στην γυναίκα και μητέρα ενός μικρού παιδιού, ήταν η 40η μεταμόσχευση για το ελληνικό πρόγραμμα μεταμόσχευσης πνευμόνων από το καλοκαίρι του 2020 που επανεκκινήθηκε το συγκεκριμένο πρόγραμμα. «Παράλληλα, και το πρόγραμμα των μεταμοσχεύσεων καρδιάς γενικότερα έχει ξεκινήσει από το 1996, οπότε καταλαβαίνετε ότι είναι 30 χρόνια τώρα. Άρα η συγκεκριμένη μεταμόσχευση ήταν η αβίαστη συνέχεια κάποιας δουλειάς και προσπάθειας χρόνων. Και δεν υπήρξε απολύτως κανένας φόβος για το εγχείρημα. Με ενθουσιασμό πέσαμε όλοι πάνω και το κάναμε», τόνισε ο γιατρός, ενώ εξέφρασε τη συγκίνησή του για τη δύναμη και την αποφασιστικότητα της οικογένειας της δότριας να δωρίσει τα όργανά της σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, συμβάλλοντας έτσι στην αναγέννηση μιας νέας ζωής:
«Έχουμε απεριόριστο σεβασμό σε αυτό που έκανε η οικογένειά της και για την ίδια τη δότρια, μια 49χρονη γυναίκα, εκεί που είναι. Είναι πολύ συγκινητικό αυτό που έγινε. Πάντα σε κάθε μεταμόσχευση αυτούς που σκεφτόμαστε είναι οι δότες και κάποιες φορές δότες είναι μικρά παιδιά και καταλαβαίνετε πόσο πιο συγκινητικό είναι αυτό».
Ο ίδιος έκανε σαφές πως η αναγνώριση της θυσίας αυτής είναι κεντρικό στοιχείο στη διαδικασία της μεταμόσχευσης, ενώ η ευαισθητοποίηση του κοινού για την δωρεά οργάνων αυξάνεται σταδιακά στην Ελλάδα. «Απ’ ότι φαίνεται έχει αρχίσει και ευαισθητοποιείται το κοινό και η κοινωνία και κάνει την υπέρβαση σε αυτή τη δύσκολη -τη χειρότερη θα έλεγα- στιγμή, της αναγγελίας του θανάτου του προσφιλούς τους προσώπου. Ταυτόχρονα, υπάρχει εθνικό στρατηγικό πλάνο για τις μεταμοσχεύσεις και χωρίς αυτή την προσπάθεια δεν θα ήταν δυνατός ο εντοπισμός των δοτών. Το ότι φτάσαμε και αξιοποιήσαμε αυτόν τον δότη, οφείλεται στη συλλογική προσπάθεια της Πολιτείας και της διοίκησης του Ωνασείου και του Ιδρύματος Ωνάση που έχει προσλάβει τους Συντονιστές Μεταμοσχεύσεων», σημείωσε ο γιατρός, μιλώντας στο iatropedia.gr.
Η Οδύσσεια της μητέρας – λήπτριας του μοσχεύματος
Μάλιστα, δεν δίστασε να κάνει λόγο για την σοβαρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η λήπτρια, η οποία υπέφερε από μια σοβαρή συγγενή καρδιοπάθεια. Η πάθησή της είχε προκαλέσει μη αναστρέψιμη πνευμονική υπέρταση και σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα.
«Η κατάσταση της ήταν κρίσιμη», εξήγησε ο κ. Χαμογεωργάκης, αναφέροντας ότι είχε νοσηλευτεί επανειλημμένα, με πολλές από αυτές τις νοσηλείες να είναι απειλητικές για τη ζωή της. Η προοπτική της επιβίωσής της χωρίς τη μεταμόσχευση ήταν εξαιρετικά χαμηλή. «Η λήπτρια ήταν ήδη στη λίστα. Κι έχουμε σήμερα κι άλλον λήπτη που χρειάζεται παρόμοια μεταμόσχευση. Όταν βρέθηκε η συγκεκριμένη δότρια, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν η συγκεκριμένη λήπτρια. Ήταν αβίαστη η απόφαση. Δεν είχαμε το παραμικρό ενδοιασμό. Προχωρήσαμε κατευθείαν και είπαμε “θα το κάνουμε”. Το αποφασίσαμε με ενθουσιασμό και χωρίς άγχος γιατί ξέραμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε. Γιατί τεχνικά δεν είναι πρόβλημα. Γιατί για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο να μπορούμε να το κάνουμε είχε προϋπάρξει δουλειά από αυτό το πρόγραμμα ετών», κατέληξε ο γιατρός.