Το «παρών» στη Θεία Λειτουργία που έλαβε χώρα στον Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Κιλκίς έδωσε σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος σε δηλώσεις του χαρακτήρισε «ορόσημο» για την τοπική εκκλησία την ανύψωση της Επισκοπής Πολυανής σε Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου.
Υπογράμμισε, δε, τον ιστορικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διαχρονικά δίπλα στους πιστούς σε δύσκολες εποχές, αλλά και τη συνολική του προσφορά στο Γένος και επεσήμανε ότι η ανύψωση της μητρόπολης Πολυανής και Κιλκισίου αποτελεί «γεγονός σπουδαίο και άξιον του πρέποντος εορτασμού», ευχαριστώντας για την ευγενή πρόσκληση προς τον ίδιο και τη συνοδεία του να έρθουν «εις την ηρωικήν Μακεδονία», για να μετάσχουν αυτοπροσώπως «της κοινής χαράς».
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Βαρθολομαίος τόνισε ότι είναι γνωστές οι μεγάλες ιστορικές περιπέτειες της περιοχής, που κόστισαν, κατά το παρελθόν, πολύ «αίμα χριστιανικό», αλλά και εδάφη της εκκλησιαστικής επικρατείας της τοπικής εκκλησίας, ενώ υπενθύμισε τους αγώνες και τις μεγάλες θυσίες του τοπικού πληθυσμού για να παραμένει πιστός στην Ορθοδοξία και στην Μητέρα Εκκλησία, ιδιαίτερα «όταν η προπαγάνδα του τότε του βουλγαρικού σχίσματος, δια της βίας των όπλων και δια απερίγραπτων ωμοτήτων και ραδιουργειών επιχείρησε να συνεταιρισθεί, εκκλησιαστικώς και εθνικώς, τη Μακεδονία και το λαό της».
Επεσήμανε, ακόμη, την παράλληλη δραση της δυτικής προπαγάνδας εκείνη την εποχή και την προσπάθεια της «να εξουνιτίσει το λαό του τόπου, χωρίς ευτυχώς επιτυχία», καθώς, όπως είπε, «η Μητέρα Εκκλησία, από του μαρτυρικού Φαναρίου παρεκκολλούθη» τις δυσμενείς εξελίξεις και «με υψηλό αίσθημα ευθύνης» συνέβαλε, με άξια στελέχη της, διακεκριμένους ιεράρχες, στους αγώνες για «τα ιδεώδη του γένους» και για την αποκατάσταση της κανονικότητας.
«Ανταπεξήλθον, επιτυχώς εις τας πολλάς πνευματικάς, εκπαιδευτικάς, κοινωνικάς και εθνικάς ανάγκας» ανέφερε στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης και επικαλέστηκε για αυτά τα ιστορικά γεγονότα κείμενα του επισήμου εβδομαδιαίου περιοδικού της εποχής, με τίτλο «Εκκλησιαστική Αλήθεια»: «Δύνασθε, να ψηλαφήσετε την αγωνία και τους αγώνας της, όντως εθναρχούσης ακόμη τότε Μητρός Εκκλησίας, υπερ υμών ενταύθα των Μακεδόνων και υπέρ του Γένους ολοκλήρου. Όμως ο φοβερός εκείνος χειμώνας ευτυχώς δεν κράτησε επ’ άπειρον. Χάριν του Θεού, ήρθε η άνοιξη της ευσεβούσης Ρωμιοσύνης και της τακτοποιήσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων, επί τη βάση του Δικαίου».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έκανε στη συνέχεια ιδιαίτερη αναφορά και στον ξεριζωμό των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής και την έλευση τους στην Ελλάδα, όπου διατήρησαν τα ήθη τα έθιμα τους και προσέφεραν πολλά στα νέα εδάφη που εγκαταστάθηκαν. «Εις την Μικρά Ασία, την ανατολική Ρωμυλία, τη Θράκη, την Καππαδοκία και τον Πόντο, επισυμβαινομενη το 1922 καταστροφή της ημετέρας παρουσίας έφερε εντάξει πλήθος αδελφών μας, ως προσφύγων και εγκατασταθέντες κατέστησαν την μητρόπολη μίαν των πλέον προσφυγικών τοιούτων. Αλλά οι πρόσφυγες δεν έφεραν εδώ μόνο την δυστυχία και την αιφνίδια απόλυτον πενία, έφεραν και ένα σπουδαίο και ανεκτίμητο πλούτο, την ευγένεια της καταγωγής των, την αρχοντιά των, την ευφυΐα των, το φιλότιμο των, την εργατικότητά των, το πείσμα των δια μιαν σύντομον και έντιμον αναδημιουργία και ευδοκίμηση εις τας νέας εστία των. Προπαντώς, όμως, έφεραν την υποδειγματική των ευσέβεια και προσήλωση στα ιερά και στα όσια της εκκλησίας και του γένους, τις Θεοφιλεις παραδόσεις τους, τα ιερά λείψανα των αγίων και τα σεπτά εικονίσματα», δήλωσε σχετικά.
Ο ίδιος αναφέρθηκε κατόπιν στην πατριαρχική και συνοδική πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, με την οποία η διοίκηση της τοπικής μητρόπολης, όπως και των υπολοίπων μητροπόλεων των Νέων Χωρών, «ανετέθη εις την αγιοτάτην Εκκλησία της Ελλάδος, διατηρουμένου του, επ’ αυτής και επ’ αυτών όλων των μητροπόλεων, ανωτάτου κανονικού δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και για αυτό «ο κατά καιρούς ιερότατος μητροπολίτης μνημονεύει κανονικώς του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου και θεωρείται μέλος της σεπτής ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, όσον και εκείνης της Εκκλησίας της Ελλάδος». «Είστε, λοιπόν, ένας ιερός χρυσούς κρίκος, που συνδέει την Μητέρα Εκκλησία με την αγιοτάτην αδελφή Εκκλησία της Ελλάδος», πρόσθεσε.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης επαίνεσε τον μητροπολίτη Βαρθολομαίο για το έργο του, προέτρεψε τους πιστούς να επισκέπτονται και να αναβαπτίζονται «εις την πνευματική κολυμβήθραν της Ρωμιοσύνης και εις του Βοσπόρου τα αγιονέρια» και κατέληξε λέγοντας: «Παρακαλούμε και εσείς να προσεύχεστε εκτενώς υπερ ημών, που αγωνιζόμεθα να κρατήσωμεν τας Θερμοπύλας μας, εις την Θεοτοκοσκέπαστον πόλιν του Κωνσταντίνου, την βασιλεύουσα της Ορθοδοξίας. Η πνευματική, κοινωνική, επαγγελματική, επιστημονική και λοιπή πρόοδος και ευδοκίμηση σας θα είναι πάντοτε δι’ ημάς αιτία πολλής χαράς και ταυτίσεως εν Κυρίω».