Στενεύει καθημερινά ο «κλοιός» γύρω από τους δράστες της «κινηματογραφικής» ληστείας της χρηματαποστολής στο Λαύριο με λεία τουλάχιστον 1,5 εκατ. ευρώ, καθώς οι αναλυτές της Ασφάλειας έχουν νέα στοιχεία στα χέρια τους.
Ένα από αυτά αφορά στο αυτοκίνητο που χρησιμοποίησαν για το «χτύπημά» τους, το οποίο ήταν -φυσικά- κλεμμένο, το οποίο -κατά τα φαινόμενα- απέφυγαν να εγκαταλείψουν μετά τη ληστεία, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις, για έναν σημαντικό λόγο: είναι σεσημασμένοι και φοβήθηκαν μήπως αφήσουν πίσω τους ίχνη DNA ή κάποιο δακτυλικό αποτύπωμα.
Παράλληλα, από τις καταθέσεις των δύο υπαλλήλων της χρηματαποστολής, προέκυψε ότι οι τέσσερις δράστες μιλούσαν «σπαστά» ελληνικά, όμως οι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το έκαναν επίτηδες για να «θολώσουν» τα νερά. Πιθανότατα πρόκειται για Έλληνες υπήκοους, σεσημασμένους και με βαρύ παρελθόν, με τους αστυνομικούς να εκτιμούν πως έχουν πρόσβαση σε κυκλώματα διακίνησης όπλων, είναι έμπειροι, σκληροί και -κυρίως- εκπαιδευμένοι σε τέτοιου είδους «χτυπήματα». Θεωρούν δε ότι οι δράστες προετοίμαζαν αρκετό καιρό τη συγκεκριμένη ληστεία και, πιθανότατα, έκαναν πολλές φορές πρόβα τον τρόπο δράσης τους.
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που ανέλαβαν τα λύσουν το μυστήριο της αρπαγής του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ, έχουν μαζέψει δεκάδες βίντεο από την ευρύτερη περιοχή, σε μια προσπάθεια να φτιάξουν το δρομολόγιο διαφυγής των δραστών. Στο «μικροσκόπιό» τους έχουν μπει ιδιαίτερα τα βίντεο από τις περίπου 12 στάσεις που έκανε το όχημα της χρηματαποστολής για να συγκεντρώσει τα χρήματα, και, κυρίως, εκείνα από τη στάση σε κατάστημα αλυσίδας σούπερ μάρκετ λίγο πριν το «χτύπημα».
Θωράκιση μόνο στο παρμπρίζ
Την ημέρα της ληστείας το βανάκι είχε ξεκινήσει από τα κεντρικά της εταιρείας, για να πάρει χρήματα μόνο από επιχειρήσεις. Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη εταιρεία σεκιούριτι δεν τηρούσε αυστηρά τα πρωτόκολλα ασφάλειας. Το όχημα δεν είχε ούτε ελαφριά θωράκιση, πάρα μόνο στο παρμπρίζ. Ήταν ένα παλιό βανάκι της δεκαετίας του ’90 και δεν ήταν τα βαριά φορτηγά που χρησιμοποιούνται σε άλλες περιπτώσεις.
Μέχρι στιγμής, πάντως, οι αναλυτές της Ασφάλειας δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν το πώς γνώριζαν οι ληστές ότι τα χρήματα που μετέφεραν οι υπάλληλοι της χρηματαποστολής δεν τα τοποθετούσαν σε ειδικές κασετίνες ασφάλειας, αλλά τα έβαζαν σε απλούς σάκους. Γιατί, αν τα μετέφεραν σε κασετίνες, θα υπήρχε το γνωστό σύστημα με μπογιά που καταστρέφει τα χαρτονομίσματα βάφοντάς τα, όταν κάποιος προσπαθεί να τις παραβιάσει.
Επίσης, οι δράστες γνώριζαν ότι τα χρήματα είναι «φρέσκα» από τα ταμεία καταστημάτων και συνεπώς «καθαρά». Άρα, δεν υπάρχει η δυνατότητα εντοπισμού τους, όταν θα τα ρίξουν στην αγορά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα χρήματα από τα λύτρα απαγωγών, που είναι προσημειωμένα ώστε να εντοπίζονται άμεσα.