Μόλις λίγα 24ωρα πριν από την Πρωτοχρονιά, με σαφώς εορταστική διάθεση λόγω του κλίματος των ημερών και ενώ το περιβάλλον ασφαλείας σε περιφερειακό αλλά και διεθνές επίπεδο συνεχίζει να είναι εξαιρετικά ρευστό, επιχειρούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «Τι δώρο από τον Αϊ-Βασίλη χρειάζεται η εθνική άμυνα;»
- Του Περικλή Ζορζοβίλη, εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία»
Με τη διαπίστωση ότι η ρήση «τα πάντα ρει» -περίπου 2.500 χρόνια από τότε που πρωτοειπώθηκε από τον Ηράκλειτο- ισχύει απόλυτα, το πρώτο στη μακροσκελή λίστα «δώρων» πρέπει να είναι η συνειδητοποίηση από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να σημειωθούν αλλαγές που επιφέρουν τεκτονικές αλλαγές. Σε ελάχιστα 24ωρα το καθεστώς Ασαντ στη Συρία κατέρρευσε και η γειτονική Τουρκία, αν και ηθικός αυτουργός της ανατροπής, στιγμιαία μετατράπηκε από τον προβληματικό εταίρο της Δύσης σε επιθυμητό, προνομιακό συνομιλητή δρώντων που επιθυμούν να έχουν ρόλο στις εξελίξεις.
Εξίσου στιγμιαία η Ελλάδα βρέθηκε να αντιμετωπίζει την πιθανότητα υπογραφής τουρκοσυριακού μνημονίου παρόμοιας φιλοσοφίας με το τουρκολιβυκό, που θα οδηγούσε στη μετάσταση του ίδιου προβλήματος από την ελλαδική στην κυπριακή ΑΟΖ. Ευτυχώς, στην παρούσα περίπτωση φαίνεται να έχει εκδηλωθεί ελληνική κινητικότητα, με σκοπό την πρόληψη δυσμενών εξελίξεων, αυτό δηλαδή που δεν είχε γίνει στην περίπτωση της Λιβύης – παρά το γεγονός ότι είχε υπάρξει προειδοποίηση.
Το δεύτερο «δώρο» αφορά τη συνειδητοποίηση από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία ότι σε αυτό το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον η διατήρηση υψηλής αποτρεπτικής ικανότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση διασφάλισης της εθνικής επιβίωσης και των ζωτικών συμφερόντων της χώρας.
Για να διατυπωθεί ωμά, όσον αφορά το στρατιωτικό σκέλος της αποτροπής, αυτό σημαίνει Ένοπλες Δυνάμεις μεγέθους, επιχειρησιακών δυνατοτήτων και ετοιμότητας τέτοιων που απαιτούν η διεξαγωγή επιχειρήσεων υψηλής έντασης και πυκνότητας κατά της κύριας απειλής, για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα.
Δηλαδή, Ενοπλες Δυνάμεις που πρωτίστως να λειτουργούν και να εκπαιδεύονται για να νικήσουν στον πόλεμο, και όχι απλώς να αντιδράσουν σε μία κρίση, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιλυθεί με παρέμβαση τρίτου παράγοντα, ο οποίος πρωτίστως θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, ενώ δεν είναι δεδομένο το χρονικό σημείο παρέμβασής του. Αυτή η μονομανής προσήλωση στο μείζον (τον πόλεμο) θα προσφέρει περισσότερες επιλογές διαχείρισης μιας κρίσης (το έλασσον), ώστε να επιλυθεί υπέρ ημών, μη εξαιρουμένης της κλιμάκωσης.
Αντίθετα, η εστίαση στην αντίδρασή μας στην κρίση κάθε άλλο παρά διασφαλίζει ότι θα είμαστε ικανοί να ανταποκριθούμε στον πόλεμο, επιλογή που ανά πάσα στιγμή μπορεί να μας οδηγήσει ο αντίπαλός μας για να εκμεταλλευτεί τη σαφή υπεροχή του σε ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Φυσικά και την εκχώρηση σε αυτόν της πρωτοβουλίας επιλογής του τόπου και του χρόνου εκδήλωσης επιθετικής ενέργειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και σημαντικές για το κοινωνικό σύνολο δραστηριότητες των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως η κοινωνική προσφορά και η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, οι οποίες αποτελούν συμπληρωματικές – υποστηρικτικές πολιτικών δομών, θα πρέπει να ανασχεδιαστούν σε ό,τι αφορά τους πόρους (οργανωτικές δομές και προσωπικό) που διατίθενται.
Η αποδοχή της ανάγκης διατήρησης ισχυρών Ενοπλων Δυνάμεων νομοτελειακά οδηγεί στη συνειδητοποίηση της διάθεσης των αναγκαίων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων και του κατάλληλου εξοπλισμού τους, ποσοτικά και ποιοτικά.
Ανθρώπινο δυναμικό
Σε ό,τι αφορά τους ανθρώπινους πόρους, θα έπρεπε να έχει γίνει ήδη αντιληπτό ότι τα ημίμετρα δεν αποτελούν λύση, καθώς τα σχετικά δεδομένα είναι αμείλικτα. Αναφορικά με το μόνιμο στρατιωτικό προσωπικό, η διατήρηση «οροφής» της τάξης των 80.000 ατόμων δεν μπορεί να υποστηριχτεί οικονομικά. Με βάση τα στοιχεία του NATO για το 2024, οι δαπάνες προσωπικού αναλώνουν το 55,92% του αμυντικού προϋπολογισμού, ποσοστό που αποτελεί το τρίτο υψηλότερο στη Συμμαχία, ενώ σε απόλυτες τιμές οι παροχές για το προσωπικό κάθε άλλο παρά ανταγωνιστικές είναι.
Σε αντιπαραβολή, το αντίστοιχο ποσοστό για τις ΗΠΑ ανέρχεται στο 25,22%, για τη Γερμανία στο 29,58%, τη Γαλλία στο 38,63%, την Τουρκία στο 43,56% και τη Σουηδία σε μόλις 15,76%, το χαμηλότερο στη Συμμαχία.
Επίσης, η «οροφή» δεν μπορεί να υποστηριχτεί πληθυσμιακά, καθώς η χρόνια πλέον υπογεννητικότητα έχει συρρικνώσει σημαντικά το μέγεθος της δεξαμενής των ανθρώπινων πόρων. Κατά συνέπεια, 25 χρόνια μετά την επιλογή μετάβασης στον ημι-επαγγελματικό Στρατό, στο μέτρο που η απειλή υφίσταται και αναβαθμίζεται ποιοτικά και ποσοτικά, η μόνη εφικτή οικονομικά επιλογή είναι η αντιστροφή της μετάβασης και η επιστροφή στο στράτευμα θητείας.
Επιλογή όμως η αποτελεσματικότητα της οποίας μειώνεται συνεχώς λόγω της χρόνιας υπογεννητικότητας. Για παράδειγμα, τα δύο τελευταία χρόνια για τα οποία έχει εκδώσει στατιστικά στοιχεία η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), το 2022 και το 2023, οι γεννήσεις αρρένων ήταν αντίστοιχα 39.305 και 36.662 και το σύνολο των γεννήσεων (άρρενες και θήλεις) ήταν 76.095 το 2021 και 71.455 το 2023. Δηλαδή, το συνολικό ετήσιο των γεννήσεων (άρρενες και θήλεις) είναι αριθμητικά όσο περίπου ήταν η ετήσια απόδοση κλάσης στρατευσίμων (άρρενες) τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Το παράδειγμα περιγράφει το περίγραμμα της επιλογής, που είναι η μόνη που μπορεί να επιφέρει με ανεκτό κόστος ουσιαστικό αποτέλεσμα: 3×18, δηλαδή 18 μήνες υποχρεωτική θητεία για άρρενες και θήλεις, που θα υπηρετούν στην ηλικία των 18 ετών, χωρίς ύπαρξη αναβολής λόγω σπουδών. Επειδή λοιπόν πρόκειται για επιλογή που υπέχει μείζον πολιτικό και κοινωνικό κόστος και είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει ισχυρές αντιδράσεις, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί ένα από τα «δώρα» που χρειάζεται η εθνική άμυνα από τον Αϊ-Βασίλη.
Σημαντικά παρεπόμενα αυτής της επιλογής είναι ότι, εφόσον γίνεται η πρέπουσα ατομική, τεχνική και τακτική εκπαίδευση, θα «παράγεται» ισχυρή αριθμητικά εκπαιδευμένη εφεδρεία. Αφετέρου, ότι το διάστημα των 18 μηνών είναι επαρκέστατο για την παράλληλη εκπαίδευση και την πιστοποίηση των στρατευσίμων σε δεξιότητες που μπορούν να αποτελέσουν εφόδιο στον επαγγελματικό τους βίο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η όποια εξοικονόμηση προσωπικού πρώτης γραμμής συνεπάγεται τη γενίκευση της επιχειρησιακής χρήσης μη επανδρωμένων αυτόνομων ή και τηλεχειριζόμενων χερσαίων, εναέριων, επιφανείας και υποβρύχιων οχημάτων, ενώ αντισταθμίζεται από τις πολύ αυξημένες απαιτήσεις λογιστικής υποστήριξής τους αλλά και τη γενίκευση της δυνατότητας πλήγματος στο στρατηγικό βάθος των αντιπάλων, η αντιμετώπιση των συνεπειών του οποίου απαιτεί ανάπτυξη δυνάμεων σε όλο το θέατρο επιχειρήσεων.
Οικονομικοί πόροι
Ακόμη ένα «δώρο» του Αϊ-Βασίλη στην εθνική άμυνα θα μπορούσε να είναι επιπλέον οικονομικοί πόροι, δηλαδή η σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών. Με βάση τα στοιχεία του ΝΑΤΟ για το 2024, οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες αντιστοιχούν στο 3,08% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ποσοστό που είναι το πέμπτο υψηλότερο στη Συμμαχία (επικεφαλής η Πολωνία με 4,12%).
Αφού υπενθυμίσουμε ότι η οικονομική αιμορραγία από την κούρσα των εξοπλισμών με τις ΗΠΑ του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν απετέλεσε έναν από τους λόγους κατάρρευσης της τότε Σοβιετικής Ενωσης και ότι το «βούτυρο ή κανόνια» είναι ψευτοδίλημμα, καθώς χωρίς ευημερούσα κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή άμυνα, θα προσθέσουμε ότι η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών ούτε είναι βιώσιμη οικονομικά ούτε μακροπρόθεσμη λύση. Η συνεχής, αλματώδης αύξηση του κόστους κύριων οπλικών συστημάτων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε από χώρες με πολλαπλάσιο ΑΕΠ του ελληνικού, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα τους παραγωγούς.
Με κόστη όπως περίπου τα 27 εκατ. ευρώ το άρμα μάχης εξοπλισμένο με σύστημα ενεργητικής προστασίας ή τα περίπου 10 εκατ. ευρώ που κόστισε το σύγχρονο τεθωρακισμένο όχημα μάχης ή ένα δισ. ευρώ η φρεγάτα ή περί τα 150 εκατ. ευρώ το αεροσκάφος τακτικών μεταφορών, είναι αυτονόητο ότι η προμήθειά τους σε μεγάλους αριθμούς είναι εκτός των δυνατοτήτων πολλών χωρών, ενώ δημιουργούν ζήτημα αυστηρής προτεραιοποίησης ακόμη και για τις ΗΠΑ, που διαθέτουν τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό, ο οποίος το 2023 αντιπροσώπευε περίπου το 40% των αμυντικών δαπανών παγκοσμίως.
Αποβιομηχάνιση
Στην ελληνική περίπτωση η κατάσταση επιβαρύνεται δραματικά από τη γενικότερη αποβιομηχάνιση της χώρας και την αποτυχία ανάπτυξης ισχυρής εγχώριας, αμυντικής βιομηχανίας, παρά την ενθουσιώδη έναρξη της προσπάθειας τη δεκαετία του 1970. Το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, ο ισχυρότατος κρατικός παρεμβατισμός και η εξαρχής προνομιακή μεταχείριση των κρατικών εταιριών, η εγγενής αδυναμία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και μακροχρόνιας δέσμευσης στην επίτευξη των στόχων, αλλά και η χρεοκοπία του 2010 αποτελούν μερικές μόνο από τις αιτίες που, ενώ Ελλάδα και Τουρκία άρχισαν περίπου την ίδια χρονική περίοδο την προσπάθεια ανάπτυξης εγχώριας βιομηχανίας, σήμερα η υστέρηση της χώρας μας είναι όχι μόνο εμφανής αλλά και εξαιρετικά ανησυχητική.
Αδιαμφισβήτητη απόδειξη των στρεβλώσεων αποτελούν μέθοδοι και πρακτικές που, ενώ σε άλλες χώρες αποτέλεσαν μέσο που οδήγησε στην ανάπτυξη εντυπωσιακών εθνικών βιομηχανικών δυνατοτήτων (όπως τα αντισταθμιστικά ωφελήματα στην περίπτωση της Τουρκίας και της Σιγκαπούρης), στη χώρα μας η απόδοσή τους ήταν πολύ μικρότερη και ταυτόχρονα έγιναν συνώνυμες ανορθόδοξων ή και παράνομων πρακτικών. Παρόλα αυτά όμως, σε πείσμα των αντιξοοτήτων και των στρεβλώσεων, υπάρχουν σήμερα ελληνικές εταιρίες με σημαντική δραστηριότητα στην ανάπτυξη προϊόντων και στις εξαγωγές.
Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας σε σημαντικό ποσοστό (τουλάχιστον 20% έως 30%) στην παραγωγή, στην εν συνεχεία υποστήριξη και στον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής των οπλικών συστημάτων και μέσων που προμηθεύεται η χώρα, ώστε μέσω της ανακύκλωσης μέρους της επένδυσης να απορρέουν οφέλη στην εθνική οικονομία και την απασχόληση, είναι μονόδρομος. Εξυπακούεται ότι το ποσοστό συμμετοχής αλλά και το είδος του έργου που θα ανατεθεί δεν θα πρέπει να επαφίενται στην καλή θέληση του προμηθευτή, αλλά θα πρέπει να αποτελούν προαπαιτούμενο για την ανάθεση της διακρατικής ή της εμπορικής σύμβασης προμήθειας.
Τα εγκληματικά λάθη του παρελθόντος
Αν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω ο χρόνος…
Αν, λοιπόν, ο Αϊ-Βασίλης θα μπορούσε ως «δώρο» να γυρίσει πίσω στον χρόνο και να διορθώσει κάποια από τα εγκληματικά λάθη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι η σημερινή κατάσταση της εγχώριας βιομηχανικής βάσης θα ήταν πολύ καλύτερη, και αυτό θα ωφελούσε τόσο την εθνική άμυνα όσο και την εθνική οικονομία. Ομως, ακόμη και σήμερα, παρά την αρνητική προϊστορία, το «δώρο» του, δηλαδή η συνειδητοποίηση των λαθών του παρελθόντος, θα ήταν χρήσιμο, καθώς θα επέτρεπε την αξιοποίηση υφιστάμενων δυνατοτήτων.
Για παράδειγμα, με τη δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών», που θα μπορούν να συμμετάσχουν με αξιώσεις σε διμερή και πολυεθνικά προγράμματα, και οικοσυστήματος υποκατασκευαστών όλων των επιπέδων, που κατ’ ελάχιστο θα διασφαλίζουν τον υψηλότερο δυνατό βαθμό εγχώριας υποστήριξης των οπλικών συστημάτων και μέσων που βρίσκονται σε υπηρεσία στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις.
Ούτε ο αποκλειστικός προσανατολισμός στο νέο «Ελντοράντο», την καινοτομία, όρο εγγενώς ασαφής ως προς το εύρος και το περιεχόμενό του, αποτελεί τη μοναδική λύση. Μάλιστα, εμπεριέχει σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο της εκ νέου ανακάλυψης του «τροχού», δηλαδή ανάλωσης πόρων για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων που ήδη διατίθενται στη διεθνή αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, αν η «βιομηχανική εξίσωση» της εθνικής άμυνας δεν επιλυθεί επιτυχώς, η οικονομική υποστήριξη του δεδομένου επιπέδου αμυντικής ικανότητας δεν θα είναι εφικτή.
Οι πρώτες ενδείξεις
Δυστυχώς, είναι ήδη ορατές οι πρώτες ενδείξεις. Για παράδειγμα, οι φιλόδοξες «οροφές» των 18 μειζόνων μονάδων επιφανείας και 10 υποβρυχίων της Δομής Δυνάμεων του Πολεμικού Ναυτικού για την περίοδο 2020-2034. Είναι αμφίβολες είτε διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα είτε μειωθούν ελαφρά, όπως ισχύει, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, για την «οροφή» των μειζόνων μονάδων επιφανείας, που περιορίστηκε σε 16, στο πλαίσιο της νέας Δομής Δυνάμεων 2024-2035, με ορίζοντα υλοποίησης το 2035. Εφικτές είναι μόνο με τη διατήρηση σε υπηρεσία μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων που θα έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 50 έως 60 χρόνια και θα είναι τεχνολογικά ανεπαρκής για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επιχειρησιακού περιβάλλοντος.
Παρόμοια προβληματική είναι η κατάσταση και σε άλλες κατηγορίες κύριων οπλικών συστημάτων δομής, όπως: τα μαχητικά αεροσκάφη, τα άρματα μάχης, τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, καθώς ο Στρατός τις τελευταίες πέντε σχεδόν δεκαετίες δεν μπόρεσε να αποκτήσει σύγχρονα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης σε επαρκείς αριθμούς, το Πυροβολικό Μάχης συμβατικό και πυραυλικό, τα πλοία αποβατικών επιχειρήσεων, τα συστήματα επικοινωνιών, τα οχήματα τακτικών μεταφορών, κ.ά.
Βεβαίως, το «δώρο» του Αϊ-Βασίλη θα μπορούσε να ήταν επαρκείς ποσότητες όλων των ανωτέρω, είτε σύγχρονων νέας κατασκευής είτε μεταχειρισμένων νεότερης τεχνολογικής γενιάς από τα διατιθέμενα. Δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε, η λήξη του Ψυχρού Πολέμου το 1991 και το μέρισμα ειρήνης που συνεπεία αυτής απόλαυσαν οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, με προεξάρχουσες τις Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, για να αναφερθούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, και το οποίο όμως δεν απόλαυσε η χώρα μας λόγω της «συμμάχου» Τουρκίας, εκμηδένισαν τη δευτερογενή αγορά κύριων οπλικών συστημάτων.
Πέρα των δυνατοτήτων
Όπως δε διαπίστωσε από πρώτο χέρι το Πολεμικό Ναυτικό, η δευτερογενής αγορά μειζόνων μονάδων επιφανείας πρακτικά έχει πάψει να υπάρχει. Ο,τι αποθέματα είχαν απομείνει κυριολεκτικά «σκουπίστηκαν» για την Ουκρανία, ενώ, παρά τις πολλαπλές εξαγγελίες των Δυτικών για τη ρωσική απειλή, τρία χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία η παραγωγή νέων κύριων οπλικών συστημάτων καρκινοβατεί. Με άλλα λόγια, η κατάσταση είναι τέτοια που καθιστά το προαναφερθέν «δώρο» πέραν των δυνατοτήτων του αγίου.
Κατά συνέπεια, το καλύτερο «δώρο» που θα μπορούσε να κάνει ο Αϊ-Βασίλης στην εθνική άμυνα θα ήταν… η θεία φώτιση πρωτίστως του πολιτικού συστήματος και εν συνεχεία των επιτελών. Μόνον έτσι η δομή δυνάμεων θα ανασχεδιαστεί με τρόπο που, αφενός, θα την καθιστά ρεαλιστική και, αφετέρου, θα δημιουργήσει δυνάμεις που πρωτίστως λειτουργούν και εκπαιδεύονται για να νικήσουν στον πόλεμο.
Πολύ μαλακας είσαι μωρέ αδερφάκι μου Τα γράφεις αυτά σε φασιστοειδες κοπροδεξιο site ΜΑΛΑΚΑ
Το σημαντικότερο είναι η ΑΜΕΣΗ απομάκρυνση του ενδοτικού μειοδότη, Αμερικανοδουλου και Τουρκόδουλου ΠΘ,
Η διάλυση του κόμματος νενέκων ΝΔ που έχει κατασπαράξει την πατρίδα,
Και η δημιουργία ενός πατριωτικού αδιάφθοροι πόλου από τα ελάχιστα στοιχεία της ΝΔ που δεν είναι μειοδότες και λαμόγια (1% το πολύ) ή που δεν έχουν βρωμίσει τα χέρια τους με πατριδοκάπηλία και σκάνδαλα, μαζί με τους πατριώτες δημοκράτες που έχουν φύγει από την ΝΔ, και τους πατριώτες από την αριστερά (πολλοί περισσότεροι αυτοί την στιγμή από τους δεξιούς πατριώτες.)
Αυτά θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα.