Νέα αποκαλυπτικά δεδομένα έρχονται στο «φως» 16 χρόνια μετά τη φρικτή δολοφονία της Τζιν Χάνλον στην Κρήτη, μια υπόθεση που αρχικά αποδόθηκε σε ατύχημα και πνιγμό, όμως σύντομα η ιατροδικαστική έρευνα έφερε την ανατροπή.
Οι τρεις γιοι της αδικοχαμένης Βρετανίδας δεν σταμάτησαν ποτέ να αναζητούν την αλήθεια, φέρνοντας στην επιφάνεια στοιχεία που οδηγούν στην άσκηση ποινικής δίωξης για ανθρωποκτονία σε βάρος ενός άνδρα από το Ηράκλειο, με τον οποίο η μητέρα τους είχε σύντομη σχέση πριν τον θάνατό της. Το ημερολόγιο της Τζιν Χάνλον, που περιέχει λεπτομέρειες για τις τελευταίες της ημέρες, και τα νέα ευρήματα ενός ιδιωτικού ερευνητή φαίνεται να «ξεκλειδώνουν» το μυστήριο.
Ήταν αρχές Μαρτίου του 2009 όταν η οικογένεια της 54χρονης γυναίκας ενημερώθηκε ότι η σορός της βρέθηκε να επιπλέει ανοιχτά των ακτών του Ηρακλείου. Αρχικά, ο θάνατός της αποδόθηκε σε πνιγμό. Μια δεύτερη ιατροδικαστική εξέταση, ωστόσο, ανέτρεψε αυτή την εκτίμηση, καθώς αποκάλυψε ότι η γυναίκα είχε προηγουμένως τραυματιστεί από πτώση. Το εύρημα αυτό μετέτρεψε την υπόθεση σε ανθρωποκτονία, η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο να εξιχνιαστεί.
Παρά τις προκλήσεις, οι τρεις γιοι της δεν εγκατέλειψαν ποτέ την προσπάθεια να βρουν τον δολοφόνο της μητέρας τους. Με αφοσίωση και συνεχή έρευνα, κατέθεταν αιτήματα μέσω του δικηγόρου τους, κ. Απόστολου Ξυριτάκη, ζητώντας την εξέταση νέων στοιχείων που προέκυπταν κατά καιρούς. Αν και η υπόθεση είχε τεθεί στο αρχείο τρεις φορές χωρίς πρόοδο, η επιμονή τους οδήγησε τελικά σε μια σημαντική εξέλιξη. Πριν από περίπου έναν χρόνο, η οικογένεια ζήτησε τη συνδρομή του ιδιωτικού ερευνητή Χάρη Βεραμόν, ο οποίος ανέλαβε την υπόθεση, δίνοντας νέα ώθηση στις έρευνες.
Το πρόσωπο-«κλειδί»
Ο ερευνητής συγκέντρωσε στοιχεία που κατεύθυναν τις υποψίες προς ένα συγκεκριμένο άτομο: τον άνδρα με τον οποίο η Τζιν Χάνλον είχε συνάψει μια σύντομη, δεκαήμερη σχέση, την οποία είχε τερματίσει λίγο πριν βρεθεί νεκρή. Τα ευρήματα ήταν τόσο ισχυρά που οι εισαγγελικές αρχές άσκησαν ποινική δίωξη εις βάρος του για ανθρωποκτονία. Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε το ημερολόγιο της 54χρονης, στο οποίο ανέφερε λεπτομέρειες για τη σχέση, επισημαίνοντας ότι το τελευταίο διάστημα πριν από τον θάνατό της χαρακτηριζόταν από εντάσεις, κυρίως λόγω της επίμονης προσπάθειας του άνδρα να επανασυνδεθούν.
Οι γιοι της Τζιν Χάνλον, μαζί με τον ιδιωτικό ερευνητή, εμφανίζονται πλέον πεπεισμένοι ότι η εξιχνίαση της υπόθεσης είναι κοντά. Ο μικρότερος γιος της, Μάικλ Πόρτερ, δήλωσε πως ο κατηγορούμενος είναι ντόπιος της περιοχής, ο οποίος δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τον χωρισμό και πίεζε τη μητέρα του να τα ξαναβρούν.
«Η μαμά έγραψε πολλές φορές σε σύντομο χρονικό διάστημα για τη σχέση της και τις συναντήσεις της με τον εν λόγω άνδρα. Εξέφρασε τις ανησυχίες της ότι ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και δεν της άρεσε πώς την έκανε να νιώθει. Δεν ανέφερε ότι φοβάται για τη ζωή της, αλλά τα πολλά σχόλια του να εμφανίζεται πάντα απρόσκλητος δείχνουν ότι η συμπεριφορά του ενοχλούσε και ανησυχούσε τη μαμά. Η μαμά δήλωσε πολύ αναλυτικά στο ημερολόγιό της ότι εκείνη και αυτός ο Έλληνας είχαν μια σύντομη σχέση. Η σύνδεση διακόπηκε σύντομα από τη μαμά, καθώς δεν ένιωθε ότι ήταν κατάλληλος για εκείνη και δεν της άρεσε ο τρόπος που της συμπεριφερόταν», ανέφερε ο γιος της άτυχης Βρετανίδας.
Πράγματι στο ημερολόγιό της, στην καταχώρηση της 7ης Μαρτίου, δύο ημέρες πριν η γυναίκα βρεθεί νεκρή, γράφει μεταξύ άλλων, ότι ο βασικός ύποπτος της ζήτησε και πάλι να βγουν με εκείνη να του απαντά όχι:
«ΣΑΒΒΑΤΟ 7η ΜΑΡΤΙΟΥ
Ξύπνησα περίπου στις 8:30. Κατευθύνθηκα στις Πάνω Γούβες μόλις μετά τις 11:00. Συνάντησα την Άννα όταν είχα βγει για βόλτα. Κουβέντιασα μαζί της για λίγο. Περπάτησα όλη τη διαδρομή, καμία μεταφορά [με αυτοκίνητο] σήμερα αλλά ήταν μια πανέμορφη μέρα οπότε δεν με πείραξε αυτό. Κάθισα στον υπολογιστή για αιώνες… (…) Ο (όνομα υπόπτου) τηλεφώνησε και ήθελε να έρθει από εδώ σήμερα το βράδυ αλλά είπα όχι. Γύρισα [με αυτοκίνητο] πίσω με τη Χριστίνα και τον Παύλο. Πήγα στο … και μετά σπίτι. [Πέρασα το] βράδυ στην τηλεόραση και [ήταν ένα] σύντομο βράδυ».
Η συνάντηση και τα μηνύματα βοήθειας
Στην ερώτηση τι έγινε την ημέρα που δολοφονήθηκε η μητέρα του, ο κ. Πόρτερ ανέφερε ότι, όπως προέκυψε από την έρευνα του κ. Βεραμόν, εκείνη την ημέρα η Τζιν Χάνλον είχε συναντηθεί με τον εν λόγω άνδρα. Μία συνάντηση που, όπως φαίνεται, δεν εξελίχθηκε καλά καθώς η γυναίκα φέρεται να επικοινωνούσε με δύο φίλους της ψάχνοντας αφορμή για να φύγει από το σημείο που βρισκόταν. Σε έναν από αυτούς μάλιστα φέρεται να έστειλε με μήνυμα τη λέξη «help».
«Το βράδυ που δολοφονήθηκε η μαμά είχε επικοινωνία με δύο φίλους, ενώ βρισκόταν με αυτόν. Ήταν ξεκάθαρο ότι η συνάντηση που ήταν δεν πήγαινε καλά και ήθελε να φύγει. Δεν είναι σαφές το ακριβές νόημα του μηνύματος «βοήθα με», αλλά ξέρουμε ότι δεν ήταν αστειευόμενο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν ένιωθε άνετα και ήξερε ότι έπρεπε να προσπαθήσει να ξεφύγει από αυτόν. Μου ραγίζει η καρδιά που φώναζε για βοήθεια και δεν την πήρε ποτέ. Ο δράστης λειτούργησε με την πεποίθηση ότι “αν δεν μπορώ να σε έχω, τότε κανείς δεν θα σε έχει”», επεσήμανε.
«Ο μάρτυρας λέει ότι η φωνή που άκουσε ανήκει στον κατηγορούμενο»
Στη συνάντηση αυτή που φέρεται να είχε η 54χρονη με τον βασικό ύποπτο την ημέρα που δολοφονήθηκε (κάτι που ο κατηγορούμενος αρνείται κατηγορηματικά) αναφέρθηκε και ο κ. Βεραμόν, τονίζοντας πως η παρουσία του στο σημείο προκύπτει από μία φίλη της Χάνλον που αγνώρισε τη φωνή του.
«Τις επίμαχες ώρες η γυναίκα βρισκόταν με τον κατηγορούμενο. Εκείνες τις ώρες επικοινωνούσε με δύο καρδιακούς της φίλους και τους ζητούσε επίμονα εμμέσως πλην σαφώς να τους συναντήσει. Έψαχνε μια πρόφαση για να φύγει από εκεί. Γιατί από ένα σημείο και μετά το ραντεβού εξετράπη. Τα πράγματα ξέφυγαν. Η γυναίκα προσπαθούσε με έναν προσεκτικό τρόπο, γιατί ήταν απέναντί της, να βρει αφορμή να φύγει. Επικοινώνησε λοιπόν τηλεφωνικά με έναν από τους δύο φίλους της και του είπε ότι βρίσκεται με κάποιον και δεν μπορεί να συνεννοηθεί ζητώντας του να μιλήσει μαζί του. Έδωσε λοιπόν το τηλέφωνο και ο μάρτυρας λέει ότι η φωνή που άκουσε ανήκει στον κατηγορούμενο», υποστήριξε ο ιδιωτικός ερυνητής και συνέχισε:
«Εκείνη την ημέρα συναντήθηκαν απόγευμα προς βράδυ σε κεντρικό καφέ στο λιμάνι του Ηρακλείου. Εκεί έγινε η συνάντηση θανάτου. Το τελευταίο στίγμα του κινητού της εντοπίζεται στις Γούβες την επόμενη ημέρα το πρωί, δηλαδή, κάποιος έκλεισε το κινητό και το άνοιξε σε απόσταση μισής ώρας από εκεί που βρέθηκε η σορός της. Και στο σημείο που γίνεται το ραντεβού όμως έχει και αυτό τη σημασία του. Και αυτό γιατί ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, δεν επεδίωκε να κάνουν δημόσιες εμφανίσεις, κάτι που είχε ενοχλήσει τη γυναίκα γιατί πίστευε ότι πιθανόν της έκρυβε κάτι. Αυτό το είχε μοιραστεί και με μία φίλη της. Εκείνη την ημέρα, για πρώτη φορά, βγαίνει δημόσια μαζί της (όχι στο χωριό που διαμένει) για να μπορέσει να πείσει το θύμα να επανασυνδεθεί μαζί του. Το έκανε για να ρίξει τις άμυνές της».
«Ήταν πάντα στο κάδρο των υπόπτων»
Σε ό,τι αφορά στο προφίλ του κατηγορουμένου και τα στοιχεία που τον οδήγησαν μετά από τόσα χρόνια ενώπιον των Αρχών, ο κ. Βεραμόν επεσήμανε πως στο ημερολόγιό της, η Τζιν Χάνλον εξηγούσε πως μετά τον χωρισμό τους προέκυψαν προβλήματα.
«Η γυναίκα δηλώνει ξεκάθαρα ότι θέλει να χωρίσει, δεν ξεκαθαρίζονται οι λόγοι μέσα στο ημερολόγιο, φαίνεται ότι υπάρχει σοβαρή διαφωνία για κάποιο ζήτημα, και μετά ο άνθρωπος αυτός επιμένει να επανασυνδεθεί μαζί της ενώ αυτή δεν θέλει. Υπάρχουν περιγραφές του στυλ ήρθε στο σπίτι μου απρόσκλητος, μου είπε να βγούμε, εγώ δεν ήθελα. Φαίνεται ότι την παρακαλούσε. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που ήταν πάντα στο κάδρο των υπόπτων αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία ικανά να οδηγήσουν στη δίωξή του», σημείωσε χαρακτηριστικά και προσέθεσε:
«Από τη μεριά του βέβαια ο κατηγορούμενος αρνείται τα πάντα. Ωστόσο ακόμη και δυο ημέρες πριν τη δολοφονία της επιμένει να βγουν για δείπνο ενώ η γυναίκα δεν θέλει. Θεωρούμε ότι βασικός πυρήνας του εγκλήματος είναι η απόρριψη που ένιωσε. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρίες, την ημέρα του εγκλήματος, το μεσημέρι, ο κατηγορούμενος βρισκόταν έξω από μία καφετέρια και την παρακολουθούσε. Και ο ίδιος όμως το έχει παραδεχθεί ότι πήγαινε στο σπίτι της Χάνλον απρόσκλητος».
«Δεν ήμουν μαζί της το βράδυ που εξαφανίστηκε»
Από τη πλευρά του, ο άνδρας που κατηγορείται για τη δολοφονία της Τζιν Χάνλον, αρνείται κατηγορηματικά την εμπλοκή του στην υπόθεση.
Όπως υποστήριξε στην απολογία του ο 54χρονος, το βράδυ που εξαφανίστηκε η άτυχη Βρετανίδα, εκείνος δεν ήταν μαζί της, αλλά βρισκόταν στο σπίτι του, προσθέτοντας πως ενημερώθηκε για τον θάνατό της 1,5 βδομάδα μετά.
«Χωρίσαμε με όμορφο τρόπο. Σταμάτησα εγώ να πηγαίνω σπίτι της και δεν προσπάθησε και εκείνη να με προσεγγίσει. Τελευταία φορά την είδα τις Απόκριες του 2009. Είχα πάει σπίτι της και της ζήτησα να κάνουμε έρωτα, αλλά αρνήθηκε. Δεν θυμάμαι πόσες ημέρες μετά που την είδα για τελευταία φορά εξαφανίστηκε. Ίσως να ήταν μετά από μία με δύο εβδομάδες. Δεν μου είπε εκείνη να χωρίσουμε, απλά μου είπε ότι δεν ήθελε να συνευρεθούμε και έτσι έληξε η σχέση μας. Δεν προσπάθησε κανείς από τους δύο για επανασύνδεση. (…) Εγώ δεν ήθελα να βγαίνουμε έξω. Εκείνη ήθελε, αλλά δεν μου το είχε εκφράσει ως παράπονο. (…) Ήμουν στην καφετέρια … Εκεί ήταν ο Ρ.Μ. και μου άνοιξε την εφημερίδα και μου έδειξε το άρθρο που αφορούσε το θάνατο της Τζιν. Έμαθα για τον θάνατό της μετά από μιάμιση βδομάδα. Δεν το είχα ακούσει πιο πριν», είπε, ενώ σε ερώτηση για το αν συναντήθηκαν σε καφετέρια του Ηρακλείου την ημέρα που η 54χρονη εξαφανίστηκε, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι δεν ήταν μαζί της:
«Στην καφετέρια στο Ηράκλειο έχω πάει πολύ παλαιότερα πριν το 2009. Δεν είχα μιλήσει εγώ ποτέ με κάποιον φίλο της Τζιν. Το βράδυ που εξαφανίστηκε εγώ ήμουν στο σπίτι μου. Θεωρώ ότι η Τζιν αυτοκτόνησε γιατί είχε οικογενειακά προβλήματα. Η συνήγορός μου με ενημέρωσε ότι ήταν και μεθυσμένη εκείνο το βράδυ και ίσως να παραπάτησε και να έπεσε. Δεν μου είχε πει βέβαια ποτέ ότι ήθελε να αυτοκτονήσει. Το διάστημα που ήμασταν μαζί δεν την παρακολουθούσα. (…) Έχω βάλει τη φωτογραφία της Τζιν δίπλα στη φωτογραφία των γονιών μου».
Τέλος, αναφερόμενος στη γνωριμία και στη σχέση τους τόνισε ότι δεν είχαν ποτέ προβλήματα, παραδεχόμενος ωστόσο ότι κάποιες φορές πήγαινε στο σπίτι της απρόσκλητος.
«Είχα πάει μια μέρα σε μία καφετέρια και με πλησίασε η Τζιν και μου έδωσε το τηλέφωνό της. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα. (…) Η σχέση μας κράτησε μερικές ημέρες. Δεν βγαίναμε έξω μαζί για βόλτα γιατί ήταν μεγαλύτερή μου και ντρεπόμουν. Εγώ τότε ήμουν 39 ετών και εκείνη στα 53. Κατά τη διάρκεια της σχέσης μας δεν είχαμε τσακωμούς και προβλήματα. Όταν έφευγα από το σπίτι της, της έλεγα ότι θα ξαναγυρίσω και μου έλεγε να ξαναπάω. Δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν ήθελε να πάω. Κάποιες φορές πήγαινα στο σπίτι της ενώ εκείνη δεν το ήξερε», κατέληξε.
Δείτε επίσης:
- Στο κενό οι έρευνες για τη δολοφονία της Τζιν Χάνλον: Οι περιγραφές για τον άνδρα που αφέθηκε ελεύθερος
- Ελεύθερος ο ύποπτος για την δολοφονία της Τζιν Χάνλον το 2009 στο Ηράκλειο