Έντονες είναι οι ζυμώσεις για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας στην ανατολή της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ.
- Του Περικλή Ζορζοβίλη
Οι εξελίξεις δείχνουν να έχουν αποκτήσει ισχυρή δυναμική και όπως τα πάντα, κρύβουν παγίδες και σημαντικές ευκαιρίες. Στις πρώτες πέφτουν οι «αδιάβαστοι», ενώ τις δεύτερες τις αξιοποιούν όσοι διαθέτουν όραμα και τεχνοκρατική γνώση, στρατευμένα στην υπηρεσία της εθνικής ασφάλειας…
Η κοινή πρωτοβουλία του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Πολωνού ομόλογου του Ντόναλντ Τουσκ έτυχε σχεδόν ενθουσιώδους υποδοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), κρίνοντας από την επίσημη τοποθέτηση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που ομνύει πλέον υπέρ της αμυντικής χειραφέτησης της γηραιάς ηπείρου. Δεν χρειάζεται πολλή σοφία για να γίνει συνείδηση ότι μια τέτοια εξέλιξη αφορά άμεσα την ελληνική εθνική ασφάλεια, καθώς θα επιδράσει ευεργετικά.
Ανάμεσα σε όσα βρίσκονται σε προωθημένο στάδιο διαβουλεύσεων, είναι η ύψους περί τα 100 δισ. ευρώ χρηματοδότηση της ανάπτυξης πανευρωπαϊκού «θόλου» αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας. Εν συνεχεία ένα κονδύλι ύψους 500 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση αμυντικών επενδύσεων. Κυρίως, όμως, η αποδέσμευση των αμυντικών δαπανών από τους κανόνες που αφορούν τη συνετή διαχείριση του δημόσιου χρέους από τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ιδιαίτερα το τρίτο, που συχνά επαναλαμβάνεται από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εθνικής Αμυνας στις δημόσιες δηλώσεις τους, αποτελεί μείζον ζήτημα για τη χώρα μας, που εδώ και πέντε δεκαετίες αντιμετωπίζει τη συνεχώς αυξανόμενη τουρκική απειλή. Η απουσία δημοσιονομικού χώρου αποτελεί το πιο σύνηθες επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αδυναμία υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων κομβικής επιχειρησιακής σημασίας. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα, με «επικίνδυνο» λόγο δημόσιου χρέους προς Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Κατά συνέπεια, η εξαίρεση των εξοπλιστικών δαπανών από τον υπολογισμό του χρέους μπορεί να μη «σβήσει» το χρέος, θα επιτρέψει όμως την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Το θετικό είναι -έστω και με τη συνήθη καθυστέρηση- ότι οι Βρυξέλλες συνειδητοποιούν ότι η δημοσιονομική πειθαρχία είναι σαφώς αρετή, αλλά απαράβατη προϋπόθεση είναι να μην πλήττει την ασφάλεια των χωρών-μελών σε καιρούς χαλεπούς. Σε συγκυρία επανακαθορισμού των γεωστρατηγικών ισορροπιών σε όλο τον πλανήτη. Με άλλα λόγια, για να έχει νόημα η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, θα πρέπει πρώτα να είναι ασφαλείς οι χώρες-μέλη και κατ’ επέκταση η ίδια η Ενωση, με το στάτους που της αρμόζει στον διεθνή καταμερισμό ισχύος.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διακηρύξεις σε πολιτικό επίπεδο είναι πολύ σημαντικές, όμως το ίδιο ισχύει και για τις τεχνοκρατικές διευθετήσεις που θα δημιουργήσουν τον μηχανισμό υλοποίησης των πρώτων. Κατά συνέπεια, η ενεργή ελληνική συμμετοχή στις διευθετήσεις, στη βάση μίας καλά επεξεργασμένης στρατηγικής, αποτελεί τη μοναδική επιλογή για να διασφαλιστεί η πρόσβαση της χώρας μας στα χρηματοδοτικά εργαλεία. Εξαιρετικά κρίσιμη είναι η βιομηχανική διάσταση της εν εξελίξει πρωτοβουλίας ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας. Οπως προκύπτει και από τις επίσημες ανακοινώσεις μετά την πρόσφατη άτυπη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, συζητήθηκαν «τα κρίσιμα κενά και τα σημεία όπου υπάρχει σαφής προστιθέμενη αξία της Ε.Ε., όπως αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα, πύραυλοι και πυρομαχικά, στρατιωτική κινητικότητα και στρατηγικοί “υλοποιητές” (enablers)».
Εφόσον οριστικοποιηθούν οι συμφωνίες για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις, άμεσες ή σε μεταγενέστερο χρόνο, στο τοπίο των ελληνικών εξοπλισμών. Το μέγεθος ή και η προτεραιότητα υλοποίησης διάφορων προγραμμάτων θα επηρεαστούν άμεσα ή έμμεσα.
Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο «θόλος» αντιαεροπορικής, αντιπυραυλικής και αντι-drone άμυνας, που έχει εξαγγείλει ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Δένδιας. Με βάση πληροφορίες της «δημοκρατίας», για την υλοποίησή του προβλέπονται πιστώσεις περί το 1,48 δισ. ευρώ για τη δωδεκαετία 2024-2035 και επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ για την πενταετία 2036-2040.
Μάλιστα, περίπου τρεις εβδομάδες πριν από την άτυπη σύνοδο του του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το υπουργείο Εθνικής Αμυνας απέστειλε στο υπουργείο Αμυνας του Ισραήλ νέα επιστολή, με την οποία ζητείται η υποβολή προσφοράς για συγκεκριμένο τύπο και αριθμό συστημάτων.
Το αν και σε ποιο βαθμό η επιτάχυνση της διαδικασίας για τη δημιουργία του πανευρωπαϊκού «θόλου» θα τροποποιήσει τον υφιστάμενο ελληνικό σχεδιασμό αναμένεται να διαπιστωθεί. Αν ο σχεδιασμός παραμείνει ως έχει, η χρηματοδότηση θα απαιτήσει εθνικούς πόρους, ενώ στην περίπτωση που συνολικά ή μέρος του προγράμματος ενταχθεί σε πρόγραμμα ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, θα απελευθερωθούν πιστώσεις για άλλα εξοπλιστικά προγράμματα.
Αλλο παράδειγμα αποτελεί η ενίσχυση του πυραυλικού πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού, όπου διεξάγεται «μάχη χαρακωμάτων» μεταξύ της αναβάθμισης των υφιστάμενων στο ελληνικό οπλοστάσιο συστημάτων MLRS της αμερικανικής Lockheed Martin και της προμήθειας των Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων (ΠΕΠ) τύπου PULS της ισραηλινής εταιρίας Elbit.
Πάντως, η απόφαση της Γερμανίας να επιλέξει τον ΠΕΠ EuroPULS, που κατασκευάζεται και διατίθεται στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω της συνεργασίας της ισραηλινής Elbit Systems και της γερμανικής KNDS Deutschland, αποτελεί ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Δεν αποκλείεται η εμπλοκή της γερμανικής βιομηχανίας στην παραγωγή του να αποτελέσει τη νομιμοποιητική βάση της «πολιτογράφησης» του οπλικού συστήματος ως ευρωπαϊκού και, άρα, επιλέξιμου για χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους. Εφόσον αυτό συμβεί, τότε η δυνατότητα «πολιτογράφησης» συστημάτων θα προσδώσει ιδιαίτερη δυναμική και προοπτικές σε ευρωπαϊκές εταιρίες που αποτελούν θυγατρικές ομίλων από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Εκσυγχρονισμός σε F16, οπλικά συστήματα και η αναβάθμιση του Στόλου
Αλλο παράδειγμα, στον αντίποδα των δύο προηγουμένων, είναι το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των 38 μαχητικών F-16C/-D Block 50 σε διαμόρφωση Viper. Δεν αφορά ευρωπαϊκής προέλευσης οπλικό σύστημα, όμως η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων θα μπορούσε να «απελευθερώσει» πιστώσεις που θα αποτρέψουν το σενάριο-εφιάλτη: Την τελική απώλεια -διά της αναγκαστικής απόσυρσης- 38 μαχητικών, με τον εκσυγχρονισμό των οποίων η Πολεμική Αεροπορία εξασφαλίζει ομοιογενή, κρίσιμη μάζα μαχητικών F-16 πρώτης γραμμής και καθιστά πιο εφικτή την προοπτική οροφής 200 μαχητικών αεροσκαφών.
Εκεί όμως που η προοπτική ευρωπαϊκής χρηματοδότησης θα αποβεί καταλυτική για την έγκαιρη υλοποίησή τους είναι τα προγράμματα ναυπήγησης διάφορων τύπων μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων για την ενίσχυση και την αναβάθμιση του Στόλου.
Σήμερα λόγω δημοσιονομικών και ταμειακών περιορισμών τα προγράμματα αυτά «αγκομαχούν» και η υλοποίησή τους είτε έχει μετατοπιστεί χρονικά στην επόμενη δεκαετία ή και αργότερα είτε υπόκειται σε τέτοιες περικοπές, όπως για παράδειγμα ο εκσυγχρονισμός των φρεγατών τύπου MEKO-200HN, η αποτελεσματικότητα των οποίων καθίσταται αμφίβολη.
Το ίδιο καταλυτική θα είναι η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και για την υλοποίηση προγραμμάτων προμήθειας – εκσυγχρονισμού κύριων οπλικών συστημάτων του Στρατού Ξηράς, όπως ο εκσυγχρονισμός του υφιστάμενου αρματικού δυναμικού, η προμήθεια νέων ερπυστριοφόρων και τροχοφόρων τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης (ΤΟΜΑ), οχημάτων γενικής χρήσης και τακτικών μεταφορών, φορητού οπλισμού, κ.ά.
Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η όποια διευκόλυνση προκύψει στην υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων λόγω της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης δεν πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό, αλλά σε εντατικοποίηση των προσπαθειών για ουσιαστική ελληνική βιομηχανική συμμετοχή.
Πηγή: Κυριακάτικη δημοκρατία