Ο φετινός χειμώνας έφερε περισσότερη βροχή στη Θεσσαλονίκη σε σύγκριση με τον περσινό, ο οποίος είχε καταγραφεί ως ο πιο άνυδρος της τελευταίας πενταετίας. Παρά την αύξηση των βροχοπτώσεων κατά 58%, οι συνολικές ποσότητες νερού παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο των τελευταίων δεκαετιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι τάσεις των βροχοπτώσεων στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από μεγάλη διακύμανση, ενώ στο μέλλον προβλέπεται ότι τα ακραία φαινόμενα θα είναι λιγότερα αλλά εντονότερα.
Πιο αναλυτικά και σύμφωνα με τα στοιχεία του μετεωρολογικού σταθμού στο πάρκο του ΑΠΘ, τον φετινό χειμώνα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης έπεσαν 218,6 χιλιοστά βροχής, όταν πέρσι είχαν καταγραφεί μόλις 137,8 χιλιοστά βροχής (ποσοστό αύξησης 58%).
Εντούτοις, τα 218,6 χιλιοστά βροχής υπολείπονται κατά 15% (260 χιλιοστά) εκείνων που έπεσαν τον χειμώνα του 2023, κατά 30% τον χειμώνα του 2022 και μόλις 1% τον χειμώνα του 2021. Από το 1930 μέχρι σήμερα, ο μέσος όρος της βροχής το διάστημα Σεπτέμβριος-Φεβρουάριος ανέρχεται σε 254,9 χιλιοστά, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο φετινός χειμώνας με τα 218,6 χιλιοστά υπολείπεται κατά 14% του μέσου όρου.
«Η ένταση των ακραίων βροχοπτώσεων θα είναι ισχυρότερη»
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας στο τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ, Πρόδρομος Ζάνης, οι παρατηρούμενες τάσεις βροχοπτώσεων στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από υψηλή μεταβλητότητα στον χώρο και τον χρόνο.
«Οι μετρήσεις βροχής του ΑΠΘ δεν δίνουν ένα συστηματικό σήμα αλλαγής από το 1930 έως σήμερα, αλλά την τελευταία εικοσαετία είχαμε επτά επεισόδια ακραίας βροχόπτωσης. Επίσης, εκτιμάται ότι θα έχουμε τάση μείωσης της βροχής και λιγότερα επεισόδια ακραίων βροχοπτώσεων. Ωστόσο, η ένταση των ακραίων βροχοπτώσεων θα είναι ισχυρότερη, με οριακή αύξηση στο εγγύς μέλλον (2021-2050) και 8%-20% αύξηση προς το τέλος του 21ου αιώνα σε ηπειρωτικές περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Δυτική Στερεά και η Μακεδονία», υπογράμμισε ο κ. Ζάνης, μιλώντας στον Ελεύθερο Τύπο.