Με αφορμή τη συμπλήρωση τριών χρόνων από την έναρξη της σύρραξης στην Ουκρανία, συνομιλήσαμε με τον τελευταίο πρέσβη της Ελλάδας στο Κίεβο, Βασίλειο Μπορνόβα, ο οποίος έζησε από κοντά όλα όσα προηγήθηκαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, τόσο στο Κίεβο όσο και στη Μαριούπολη και στις ελληνόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, τις οποίες επισκεπτόταν τακτικά.
- Συνέντευξη στον Παναγιώτη Παύλο – Εφημερίδα «δημοκρατία»
Όσα μας είπε ο πρέσβης για τα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην Ουκρανία και κυρίως για την απουσία μέριμνας από πλευράς της Ελλάδας για τον εκεί Ελληνισμό είναι καθηλωτικά.
- Θα ήθελα να μας πείτε τι μέλλει γενέσθαι με την ελληνική μειονότητα στην Ουκρανία. Πού βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι σήμερα; Ποια είναι η μοίρα του Ελληνισμού εκεί, την επόμενη μέρα του πολέμου;
Ξεκινώ από το γεγονός ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε η Ελλάδα να φτιάξει ένα ελληνικό σχολείο στην περιοχή, ή δύο, ακόμη καλύτερα. Θα μου πείτε, εδώ δεν έχουμε φτιάξει πουθενά ελληνικό σχολείο, γιατί να φτιάξουμε στην Ουκρανία; Οπότε δεν είναι μόνο στην Ουκρανία που απουσιάζει μια σοβαρή πολιτική διάδοσης της γλώσσας και του πολιτισμού μας. Το ελληνικό κράτος θα δεχθεί να φτιάξει ένα σχολείο στο εξωτερικό, μόνο όταν αυτό απευθύνεται σε Ελληνες πολίτες. Και εδώ παρεισφρύουν πολιτικές και ψηφοθηρικές σκοπιμότητες που έχουν σχέση με τη δυνατότητα ευκολότερης πρόσβασης στα ελληνικά ΑΕΙ, με την προσπάθεια των εκπαιδευτικών μας να υπηρετήσουν στο εξωτερικό για λόγους μισθολογικούς και ούτω καθεξής.
Κανείς δεν σκέφτηκε να δημιουργήσει ένα ινστιτούτο ελληνικής γλώσσας στον κόσμο, της γλώσσας που ομιλήθηκε σε όλη τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τον Εύξεινο Πόντο. Της γλώσσας, εν πάση περιπτώσει, στην οποία γράφηκε το Ιερό Ευαγγέλιο, τα χριστιανικά κείμενα. Της γλώσσας στην οποία συνέγραψαν οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας και της οποίας η παρουσία μαρτυρείται παντού πλούσια. Υπάρχει πλήρης αδιαφορία να διατηρήσουμε ζωντανό τον ιστορικό βηματισμό της γλώσσας μας. Δεν μας ενδιαφέρει να φέρουμε και άλλους στην παρέα της γλώσσας και του πολιτισμού μας.
Βλέπετε, οι Ισπανοί, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί ή οι Τούρκοι, που έχουν δεκάδες κέντρα πολιτισμού σε όλο τον κόσμο, είναι «βλαμμένοι». Αντί να φτιάξουμε σχολεία και πανεπιστήμια στα Σκόπια, επιδοθήκαμε στην εύκολη λύση των μεγάλων διαδηλώσεων, χάνοντας πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο και χρόνο. Η δική μου συμβολή ήταν η δημιουργία του Σισμανογλείου Μεγάρου στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο, από προξενική κατοικία μερικών στρεμμάτων, το μετέτρεψα σε πολιτιστικό κέντρο, το πλέον επιτυχημένο εκείνη την εποχή, αν κρίνουμε από τον αριθμό επισκεπτών και εκδηλώσεων, τον αριθμό των μαθητών και, τέλος, τον πλούτο των βιβλιοθηκών και των αρχείων του. Ηταν επιτυχημένο πείραμα, το οποίο χρηματοδότησαν όλα τα μεγάλα ελληνικά ιδιωτικά ιδρύματα και σεβάστηκαν απολύτως οι τουρκικές Αρχές, ενώ η υπηρεσία μου δυσανασχέτησε να μου πληρώσει ακόμα και αυτό το ηλεκτρικό ρεύμα, διότι δεν δέχθηκε ποτέ ότι αποτελούσε πολιτιστικό κέντρο. Τελικώς, μετατέθηκα γρήγορα και στη θέση μου τοποθετήθηκε συνάδελφος που εισέπραξε ποινή φυλάκισης και οριστική παύση. Από κατόρθωμα σε κατόρθωμα το ΥΠΕΞ, όπως καταλαβαίνετε!
Θα έπρεπε, επομένως, να βάλουμε κάποιες προτεραιότητες. Ηταν αυτό που μόλις αναφέραμε για τα πολιτιστικά κέντρα. Δεν είναι δυνατόν το ελληνικό κράτος να έχει μόλις ένα πολιτιστικό κέντρο στο εξωτερικό, το Σισμανόγλειο, στην Τουρκία, και αυτό να υπολειτουργεί, γιατί η Ελλάδα δεν το θέλει ούτε καν αυτό! Θελήσαμε ποτέ να ασχοληθούμε σοβαρά με τις ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό; Δεν νομίζω. Ασχοληθήκαμε μόνο στην περίπτωση που οι εμπλεκόμενοι πολιτικοί είχαν εκλογικά οφέλη.
Κατά συνέπεια, στην Ουκρανία ένα σχολείο ήταν απολύτως απαραίτητο για να μπορέσει να δημιουργηθεί μια ελληνόφωνη ομογένεια. Είναι άνθρωποι, όπως τους γνώρισα εγώ, που αγαπούν πολύ την Ελλάδα. Οι λίγες ώρες διδασκαλίας ελληνικών ημερησίως είναι πολύτιμες, αλλά δεν βοηθούν να μιλήσουν τη γλώσσα οι άνθρωποι, στο μεγαλύτερο ποσοστό.

- Εννοείτε ότι δεν είναι αποτελεσματικές στην κατάρτιση για χρήση της ελληνικής γλώσσας;
Ακριβώς. Και βεβαίως, οφείλω να πω ότι και το 2014, λόγω των γεγονότων τότε, όπως και λόγω των σημερινών γεγονότων, ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ομογένειας έχει φύγει, έχουν εγκαταλείψει. Ενα πολύ μεγάλο τμήμα βρίσκεται πια στη Ρωσία, καθώς όντας και ρωσόφωνοι είναι πιο λειτουργικοί μιλώντας ρωσικά. Αυτό το οποίο συγκρατώ επίσης με μεγάλο προβληματισμό είναι το γεγονός ότι, ενώ όλοι βλέπαμε ότι συγκεντρώνονταν ρωσικά στρατεύματα στην περιοχή, όλοι διαπιστώναμε την ένταση στην περιοχή, είχαμε προβληματισμούς για το τι θα συμβεί, εντούτοις επί έναν ολόκληρο χρόνο πριν από τον πόλεμο, δεν είχαμε διορισμό Ελληνα γενικού προξένου στη Μαριούπολη. Αυτό με είχε εντυπωσιάσει. Το είχα πει και στον υπουργό των Εξωτερικών – δεν σας λέω τι μου απάντησε. Αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν έσπευσαν ποτέ να καλύψουν τη θέση, να καλύψουν μια εξαιρετικά νευραλγική για την εποχή εκείνη θέση. Δεν υπήρχε νευραλγικότερη θέση Ελληνα διπλωμάτη. Κατά συνέπεια, αποφάσισα μόνος μου να μετακινούμαι τα Σαββατοκύριακα από το Κίεβο στη Μαριούπολη και να κάνω και τον γενικό πρόξενο κατά κάποιο τρόπο, αλλά κυρίως να έχω μια εικόνα για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα στην περιοχή.
Πάντως, οφείλω να πω ότι τα ελληνικά χωριά, κυρίως αυτά που βρίσκονταν εγγύτερα της γραμμή επαφής, ήταν κακοπαθημένα χωριά και πριν από την έναρξη του πολέμου. Οι άνθρωποι εκεί δεν ένιωθαν καθόλου καλά. Μου εξηγούσαν, όσοι μπορούσαν να μου μιλήσουν, ότι δεν τα πήγαιναν καλά με τους Ουκρανούς στρατιωτικούς, οι οποίοι στον μεγαλύτερό τους βαθμό έρχονταν από τη δυτική Ουκρανία. Πολλές φορές γίνονταν προβοκάτσιες από πλευράς Ουκρανίας, με αποτέλεσμα να υπάρχουν απαντήσεις από τη ρωσική πλευρά. Δηλαδή, έπεφτε μια οβίδα από ένα μικρό όπλο στην απέναντι πλευρά και οι Ρώσοι απαντούσαν αμέσως και έριχναν την οβίδα στο κέντρο ενός ελληνικού χωριού. Αυτές ήταν προκλήσεις που από την απέναντι πλευρά δεν έμεναν ποτέ αναπάντητες. Ετσι, κατάλαβα ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολη η ζωή των ανθρώπων αυτών. Εξάλλου, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τους, κυρίως άνδρες, είχε ήδη εγκαταλείψει τα χωριά αυτά πριν από τον πόλεμο. Ενα δεύτερο ζήτημα που επίσης διαπίστωσα ήταν ότι οι ολιγάρχες της περιοχής είχαν εξαγοράσει, υπενοικιάζοντας αντί πινακίου φακής, τα κτήματα των Ελλήνων. Είχαν εισάγει εκμηχανισμό της γεωργίας τέτοιο, ώστε δεν τους είχαν ανάγκη. Ουσιαστικά, καλλιεργούσαν και αξιοποιούσαν τα κτήματά τους. Τους έδιναν 100-200 ευρώ ετησίως και κάπου εκεί τελείωνε η ιστορία. Εκεί προσπάθησα κάπως, καθώς διαθέτω τεχνογνωσία από τη θητεία μου στη Βόρειο Ηπειρο, να τους ενισχύσω την ιδέα ότι θα μπορούσαν μόνοι τους να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Σκέφθηκα ότι θα μπορούσαμε να εντάσσαμε κάποια προγράμματα, όπως, π.χ., της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, και άλλα τέτοια. Αυτά φυσικά δεν πραγματοποιήθηκαν, διότι υπήρχε ισχυρή αντίδραση από την πλευρά των ολιγαρχών.
Αρα, με παραγωγική βάση ανύπαρκτη, με γεωργική ανάπτυξη σχεδόν ανύπαρκτη, με μηδενική γεωργία, και καθώς οι περισσότεροι ήταν αγρότες, οι άνθρωποι αυτοί παρέμεναν αδρανείς στις περιοχές τους, στις ζωές τους και στην πραγματικότητά τους.