Την ώρα που οι εικόνες από την Μιανμάρ και την Μπανγκόγκ της Ταϊλάνδης κόβουν την ανάσα, με το μέγεθος του ολέθρου να είναι ασύλληπτο και απερίγραπτο εξαιτίας του σεισμού των 7,7 Ρίχτερ που έπληξε την πρώην Βιρμανία, οι συζητήσεις στην Ελλάδα για το αν κινδυνεύει η χώρα μας από μια σεισμική δόνηση παρόμοιου μεγέθους δίνουν και παίρνουν.
Μετά τον Άκη Τσελέντη, ο οποίος το πρωί του Σαββάτου (29/3) εξήγησε ότι «δυστυχώς», η Ελλάδα «κινδυνεύει από αντίστοιχους μακρινούς σεισμούς που μπορεί σε βάθος χρόνου να συμβούν στο ελληνικό τόξο», δηλαδή «εκεί που η Ευρασιατική πλάκα συγκρούεται Νότια της Κρήτης με την Αφρικανική», ήρθε και ο καθηγητής Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Κώστας Παπαζάχος να δώσει περισσότερα στοιχεία ως προς το αν η χώρα μας κινδυνεύει από έναν σεισμό τέτοιου μεγέθους.

Είπε συγκεκριμένα ο καθηγητής στο Star:
«Ένας σεισμός σαν της Μιανμάρ δε μπορεί να γίνει οπουδήποτε. Για γίνει ένας τόσο μεγάλος σεισμός ο οποίος έχει ένα μήκος ρήγματος εκατοντάδων χιλιομέτρων, πρέπει να είναι σε μια ζώνη που μπορεί να τον φιλοξενήσει. Πρακτικά, στον ελληνικό χώρο τέτοιες ζώνες είναι τρεις.
- Είναι κυρίως το εξωτερικό ελληνικό τόξο, από την Κεφαλονιά δηλαδή, νότια από την Πελοπόννησο, κατά μήκος των ακτών της Κρήτης και από Κάρπαθο έως τη Ρόδο.
- Μετά είναι η τάφρος του βορείου Αιγαίου και στο κομμάτι προς την Κωνσταντινούπολη αλλά και η συνέχειά του το ρήγμα της Ανατολίας … έχει μεγάλα μήκη και μπορεί να δώσει τέτοιους σεισμούς.
- Οριακά υπάρχει μία τελευταία ζώνη, η οποία περνάει από την Αμοργό όπου έχει γίνει ένας σεισμός μικρότερος από τον χθεσινό, αλλά πολύ σημαντικός.
Συνεπώς, υπάρχουνε μέρη στον ελληνικό χώρο και έχουμε τέτοιους σεισμούς, αλλά πολύ σπάνια».
Σε ερώτηση για το αν θα έχουμε τις ίδιες καταστροφές με τη Μιανμάρ αν τυχόν γίνει ένας τόσο μεγάλος σεισμός στην Ελλάδα, ο κ.Παπαζάχος απάντησε:
«Δεν έχουμε καμία εμπειρία από αυτούς τους σεισμούς. Αυτοί οι σεισμοί που σας αναφέρω είναι πολύ παλιοί, το 1956 σίγουρα δεν είχαμε τέτοιες καταστροφές. Είχαμε ένα σεισμό 7,5 Ρίχτερ στην Αμοργό, αρκετά παρόμοιος σεισμός. Η θάλασσα και το θαλάσσιο περιβάλλον και η απόσταση από τις ακτές, αλλά και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ψηλά κτήρια τα οποία είναι ευαίσθητα σε τόσο μεγάλους σεισμούς μας προστάτευσαν και δεν είχαμε τέτοια φαινόμενα ούτε το 1956 στον ελληνικό χώρο».
Ο καθηγητής Γεωφυσικής σχολίασε και την απόσταση που «διήνυσε» η σεισμική δόνηση, καταστρέφοντας κτήρια και στην Μπανγκόγκ, πάνω από 1.000 χιλιόμετρα μακριά από το επίκεντρο:
«Εδώ η θάλασσα δεν θα άλλαζε ιδιαίτερα τα δεδομένα σε αυτό το θέμα. Αυτοί οι μεγάλοι σεισμοί προκαλούν και πάρα πολύ μεγάλο πλάτος, αργές ταλαντώσεις, οι οποίες επηρεάζουν τα πολύ ψηλά κτήρια. Όταν έγινε π.χ. ο σεισμός το 365 (σ.σ. στην Κρήτη – θεωρείται ο μεγαλύτερος γνωστός σεισμός της Μεσογείου) που ήταν ένας σεισμός 8,2 Ρίχτερ ο οποίος διέλυσε τη νότια Ελλάδα δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και δεν υπήρχαν πολύ ψηλά κτήρια στον ελληνικό χώρο. Δεν έχουμε εμπειρία και δεν μπορούμε να ξέρουμε το πώς θα είναι ο επόμενος σεισμός, σίγουρα όμως, είναι πολύ τυπική αυτή η επίδραση σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις από τον σεισμό. Δεν έχουμε όμως εμπειρία από τον ελληνικό χώρο, από τους πολύ σπάνιους πρέπει να πω για τον ελληνικό χώρο, σεισμούς».
Δείτε επίσης:
- Δορυφορικές εικόνες από την καταστροφή στην Μιανμάρ – Εκατόμβη νεκρών και αγωνία στα συντρίμμια
- Ταϊλάνδη: Πώς έζησαν οι Έλληνες τον φονικό σεισμό – Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες τους
- Εικόνες αποκάλυψης στη Μιανμάρ: Στους 1.644 οι νεκροί – Μάχη με το χρόνο για επιζώντες στα ερείπια
- Τι είναι τα επιφανειακά σεισμικά κύματα και πώς κινδυνεύει η Ελλάδα – Τσελέντης: «Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει…»