Η Ελλάδα και μετά την ενεργειακή κρίση του 2021 παραμένει στις τελευταίες θέσεις αναφορικά με τον δείκτη ενεργειακής φτώχειας.
Η ενεργειακή φτώχεια (energy poverty) είναι όρος που αφορά στην έλλειψη πρόσβασης σε σύγχρονες ενεργειακές υπηρεσίες. Αναφέρεται στην κατάσταση μεγάλου αριθμού πολιτών στις αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη και ποσοστού πολιτών στις ανεπτυγμένες χώρες, των οποίων η ευημερία επηρεάζεται πολύ αρνητικά από την πολύ χαμηλή κατανάλωση ενέργειας, τη χρήση μη υγιεινών ή ρυπογόνων καυσίμων και τον υπερβολικό χρόνο που απαιτείται για τη συλλογή καυσίμων για την κάλυψη βασικών αναγκών.
Στο παρακάτω χάρτη βλέπουμε ότι στην Ελλάδα κοντά στο 19,6% των νοικοκυριών έχουν περιορισμένη ή και καθόλου χρήση σε πηγές ενέργειας για την θέρμανση τους. Είμαστε στην τρίτη από το τέλος χειρότερη θέση, συγκεκριμένα, είμαστε λίγο καλύτεροι από την Βουλγαρία και την Λιθουανία. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 9,2%, ενώ στις Σκανδιναβικές χώρες ο δείκτης ενεργειακός φτώχειας είναι κάτω από 3,4%.

Επίσης, η ΕΕ είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας. Το 58% της διαθέσιμης ενέργειας στην ΕΕ παράχθηκε εκτός των κρατών μελών της.
Στο γράφημα απεικονίζεται το «ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης» κάθε κράτους μέλους της ΕΕ, καθώς και ο μέσος όρος της ΕΕ, και φανερώνεται ο βαθμός στον οποίο οι επιμέρους χώρες και η ΕΕ στο σύνολό της εξαρτώνται από τις εισαγωγές για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών. Το ποσοστό εξάρτησης της ΕΕ την τελευταία τετραετία στο σύνολό της ανήλθε σε 57,5%. Μεταξύ των κρατών μελών υπήρχαν σημαντικές διαφορές: η Εσθονία είχε ποσοστό εξάρτησης 10,5%, η Γερμανία 63,7%, η Ελλάδα 81,4% και η Μάλτα άνω του 97%.

Ειδικότερα, αυτό που αξίζει να επισημανθεί είναι πως η Γερμανία κατάφερε με ποσοστό άνθρακα κοντά στο 23% (2024) στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, να έχει τα ίδια ποσοστά εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με την Ελλάδα που είχε ποσοστό 6,6%. Η Ελλάδα είχε εκπομπές 64,78%, ενώ η Γερμανία 65,11%.
Το χειρότερο είναι ότι, ενώ είχαμε σχεδόν τα ίδια ποσοστά συμμετοχής ΑΠΕ στα ηλεκτροπαραγωγικά μείγματα, η μέση τιμή του ρεύματος στην Γερμανία το 2024 έκλεισε στα 79,57 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα στα 100,88 ευρώ η ηλεκτρική μεγαβατώρα. Δηλαδή στη Γερμανία με τετραπλάσιο ποσοστό άνθρακα (Λιγνίτης, Λιθάνθρακας) από την Ελλάδα, η χονδρική αγορά του ρεύματος ήταν κατά 20% φθηνότερη από την Ελλάδα. Επίσης έχουν σχεδόν τα ίδια ποσοστά ΑΠΕ, η Γερμανία 47%, η Ελλάδα 43%.


Τι είναι αυτό που οι Γερμανοί πέτυχαν χαμηλότερη τιμή ρεύματος από την Ελλάδα, ενώ η λιγνιτική συμμετοχή στο μείγμα τους ήταν τετραπλάσια; Είχαμε τις ίδιες εκπομπές διοξειδίου, γιατί η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη στη Γερμανία ενσωμάτωνε οικολογικές τεχνολογίες (CCUS) σε όλα της τα εργοστάσια και τα ποσοστά του φυσικού αερίου ήταν υποτετραπλάσια από την χώρα μας (11,7% vs 42,8%). Επιπλέον, στο ενεργειακό ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα της Γερμανίας συμμετείχε σε 10πλασιο ποσοστό η φθηνή βιομάζα.
Επίσης, οι Γερμανοί φρόντισαν το 2024 να μειώσουν δραστικά το φυσικό αέριο στο μείγμα τους, ειδικά το ακριβό LNG σε ποσοστό πάνω από 40% σε σχέση με το 2020 και να αντικαταστήσουν αυτό το μερίδιο με φθηνό άνθρακα και φθηνή βιομάζα.

Η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο για να φθάσει τους μέσους ποιοτικούς ενεργειακούς δείκτες των προηγμένων χωρών της ΕΕ, παρόλο που η εγκατεστημένη πράσινη ισχύ της έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία πενταετία και είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ωστόσο δεν κατάφερε να πετύχει ανάλογη μείωση στις τιμές του ρεύματος με τόσο τσάμπα ήλιο και τόσο τσάμπα άνεμο.

Τις αιτίες πρέπει να τις αναζητήσει κάποιος όχι μόνο στις ελλειμματικές υποδομές και ενεργειακές διασυνδέσεις της με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, αλλά σε θεσμικές στρεβλώσεις και παρωχημένες πρακτικές τιμολόγησης της ηλεκτρικής κιλοβατώρας.
*Μιχάλης Χριστοδουλίδης, Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ, Ενεργειακός Επιθεωρητής