Ιερή κατάνυξη τις άγιες ημέρες του Πάσχα στην «Αγία Μονή», όπως ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνήθιζε να αποκαλεί την ιστορική πλέον Μονή Κολοκοτρώνη, η οποία αναφέρεται σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου το 1322. Πρόκειται για ένα μοναδικό μοναστήρι που ο σπουδαίος οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης προσευχόταν σε αυτό.
- Του Νίκου Νικόλιζα – εφημερίδα Espresso
Το μοναδικό αυτό κειμήλιο της ορθοδοξίας, που η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων, βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Μεγαλόπολη και ο επισκέπτης μπορεί στο διαδίκτυο να ακολουθήσει τη μοναδική αυτή διαδρομή μέσα από πλατάνια, χαρουπιές και την άγρια φύση να σε μαγεύει. Τις άγιες αυτές ημέρες πλήθος κόσμου από όλη την Αρκαδία παρευρίσκεται εκεί να παρακολουθήσει την ακολουθία των Αγίων Παθών καθώς και τη Σταύρωση του Κυρίου στον πέτρινο γολγοθά που βρίσκεται μέσα στην άγρια φύση που περιβάλλει το μοναστήρι.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι επόμενοι αιώνες από το 1322, που ιδρύθηκε η αγία μονή, μέχρι τα χρόνια που ζούσε ο Γέρος του Μοριά το καθολικό της μονής υπέστη πολλές λεηλασίες, βανδαλισμούς, ενώ είναι εμφανή τα σημάδια του χρόνου. Στην περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας, από το 1715 έως το 1821, η σημαντικότερη μαρτυρία που έχουμε είναι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «Μια φορά επήγα εις το πανηγύρι της Αγίας Μονής. Αυτό το μοναστήρι ήταν μεγάλο και εχαλάσθη εις την πρώτη Τουρκιά. Οταν επέρασα, ήτον μια μάνδρα χαλασμένη και σκεπασμένη εκκλησιά με κλάδους δένδρων. Τότε έταξα ότι: Παναγιά μου, βοήθησέ μας να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα μας από τον Τύραννο και να σε φκιάσω καθώς ήσουν και πρώτα. Με εβοήθησε και εις τον δεύτερον χρόνον της επαναστάσεώς μας επλήρωσα το τάμα μου και την έφκιασα». Ο Κολοκοτρώνης πραγματοποίησε το τάμα του το έτος 1823. Είναι συγκινητικό ότι ως ημερομηνία ανοικοδόμησης δεν γράφτηκε το έτος πραγματοποίησης του τάματος, αλλά το έτος κατά το οποίο ο Κολοκοτρώνης έκανε το τάμα του.

Αδελφότητα
Από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου το 1833 καταγράφεται ότι υπήρχε μια ολιγομελής μοναστική αδελφότητα στη μονή, με επικεφαλής τον ιερομόναχο Γαλακτίωνα. Η αδελφότητα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μονή μετά το διάταγμα της αντιβασιλείας του Οθωνα, τον Οκτώβριο του 1833, που προέβλεπε τη διάλυση των μονών με λιγότερους των έξι μοναχών. Τα υπάρχοντα της μονής εκποιήθηκαν και τα κτήματα νοικιάστηκαν, ενέργειες για τις οποίες ο Κολοκοτρώνης διαμαρτυρόταν με σειρά επιστολών στις κρατικές υπηρεσίες έως τον θάνατό του. Μεταγενέστερα από προφορικές μαρτυρίες ντόπιων των γύρω χωριών κατά την περίοδο των ετών 1950-1990 καταλήγουμε πως υπήρχε μια μικρή αδελφότητα, αποτελούμενη από μία έως τρεις μοναχές, οι οποίες εγκαταβιούσαν στην ιερά μονή χωρίς ασφαλώς ηλεκτρικό ρεύμα ή νερό, αλλά με τη συνδρομή πιστών των διπλανών χωριών. Μάλιστα, μία εκ των οποίων, με το όνομα Θεώνη, παρέμεινε για πολλά χρόνια έως ότου έφτασε σε προχωρημένη ηλικία κι έκτοτε εγκατέλειψε την ιερά μονή.
Νεότερα χρόνια
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2017 λειτουργούσε ως εξωκλήσι του χωριού νέα εκκλησούλα Μεγαλοπόλεως με ελάχιστες, βέβαια, λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της θείας λειτουργίας του Δεκαπενταύγουστου, της ημέρας δηλαδή που εορτάζει. Αναγνώριση ως ιερά μονή από το ελληνικό κράτος σταθμός στην ιστορία του μοναστηριού ήταν το έτος 2017. Τότε και με την παρότρυνση του μακαριστού πλέον μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρού Ιερεμίου εστάλησαν πέντε ιερομόναχοι για να επανδρώσουν την ιστορική τούτη μονή. Πρωτεργάτης υπήρξε ο πρώτος ηγούμενος της μονής και μακαριστός πλέον αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Μπάκας, ο οποίος και κατάφερε εντός λίγων μηνών να πράξει τα αναγκαία έτσι ώστε να αναγνωριστεί το μοναστήρι από το κράτος και την εκκλησία. Συνακόλουθοί του υπήρξαν ο αρχιμανδρίτης Ελπιδοφόρος Μπεναρδής (ο σημερινός καθηγούμενος της μονής), ο αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Λύκος και οι ιερομόναχοι Βαρθολομαίος Κανάκης (απεβίωσε το έτος 2020) και ο πατέρας Νεκτάριος Φουφόπουλος, ο οποίος σήμερα εγκαταβιεί με απόσπαση στην Ιερά Μονή Φιλοσόφου.


