Σαστισμένη αρχίζει να παρακολουθεί πλέον η ελληνική κοινωνία τις επίσημες ανακοινώσεις για τον κορωνοϊό. Όπως αναφέρει στο ρεπορτάζ της η εφημερίδα «δημοκρατία», μέσα σε διάστημα μερικών εβδομάδων αφότου επιβλήθηκε η καραντίνα και τα περιοριστικά μέτρα έως σήμερα, πολλές από τις οδηγίες για την πρόληψη και αντιμετώπιση του ιού δεν είναι απλώς αντιφατικές μεταξύ τους αλλά και αλληλοαναιρούνται πλήρως, προκαλώντας εύλογες απορίες.
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, φαίνεται ότι γίνεται στροφή 180 ή και 360 μοιρών σε σχέση με τις δηλώσεις και τις κατευθύνσεις που διατυπώνονταν προς τους πολίτες προ τριμήνου. Η απάντηση που δίνουν οι αρμόδιοι είναι ότι μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, όπως η πανδημία αυτή, τα δεδομένα αναπροσαρμόζονται διαρκώς με βάση και τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Η εξήγηση αυτή δεν αναιρεί πάντως τα ερωτήματα που ανακύπτουν και τα οποία αφορούν ακόμη και θέματα κάθε άλλο παρά ρευστά όπως π.χ. οι μάσκες και η χρήση τους.
Η σύγχυση κορυφώθηκε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, μετά την τελευταία δήλωση του καθηγητή Σωτ. Τσιόδρα ότι «οποιοσδήποτε πέθαινε και είχε κορονοϊό καταγραφόταν σαν να πέθαινε από κορωνοϊό». Ενθυμούμενος «χαρακτηριστικά» μια περίπτωση εγκεφαλικής αιμορραγίας, ο κ. Τσιόδρας υπεραμύνθηκε βεβαίως αυτής της «υπερβολής», όπως την αναγνώρισε, λέγοντας ότι έγινε σωστά για να μην υπάρχει «υποκαταγραφή».
Ασχέτως της αιτιολογίας που δίνει, όμως, η παραδοχή αυτή -που γίνεται επισήμως για πρώτη φορά- οδηγεί κατ’ αρχάς στο αυτονόητο συμπέρασμα ότι οι πραγματικοί θάνατοι «από» (και όχι «με») κορωνοϊό στη χώρα μας είναι λιγότεροι από τους 147 που έχουν ανακοινωθεί.
Επίσης, συμπίπτει χρονικά με την επαλήθευση των διαπιστώσεων του διακεκριμένου Ελληνα καθηγητή του Στάνφορντ Γιάννη Ιωαννίδη ότι «ο Covid-19 είναι πολύ λιγότερο θανατηφόρος απ΄ ό,τι είχε υπάρξει αρχικά φόβος», ότι «έχει θνητότητα συγκρίσιμη μιας σοβαρής εποχικής γρίπης» και ότι το lockdown «δεν είναι πλέον η δέουσα απάντηση».
Έτσι, τίθεται αυτομάτως ένα σοβαρό θέμα, για το κατά πόσο η αντιμετώπιση του κορωνοϊού στα τυφλά, με την επιβολή μιας (παγκόσμιας) καραντίνας, ήταν η ενδεδειγμένη, ενώ θα μπορούσαν -όπως επεσήμαναν πολλοί επιστήμονες και ειδικοί ανά τον κόσμο- να προκριθούν άλλες λύσεις.
Το πόσο ασαφή και σχετικά ήταν καθ’ όλο αυτό το διάστημα τα διάφορα ευρήματα επιβεβαιώνεται και από τις νεότερες ειδήσεις στη Γερμανία. Εκεί για παράδειγμα, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο της Βόνης στην κοινότητα Γκάνγκελτ της περιφέρειας του Χάινσμπεργκ, αποδείχθηκε ότι είναι δεκαπλάσιος ο αριθμός των πραγματικών κρουσμάτων του κορονοϊού στη χώρα. Αυτό -με βάση και τον επίσημο αριθμό των θανάτων- σημαίνει ότι η θνητότητα είναι πολύ χαμηλότερη από αυτήν που έως τώρα παρουσιάζεται.
Σε λανθάνουσα μορφή, η σύγχυση ξεκίνησε στη χώρα μας από τα τέλη Ιανουαρίου, όταν οι αρμόδιοι του ΕΟΔΥ, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Τσιόδρα, έκαναν καθησυχαστικές δηλώσεις -επικαλούμενοι τον ΠΟΥ- για τη μικρή θνητότητα του νέου ιού που ερχόταν από την Κίνα, τη χαμηλή μεταδοτικότητα και την ομοιότητά του με τις άλλες ιώσεις.
Εβδομάδα με την εβδομάδα, όμως, η εικόνα αυτή άλλαζε έως ότου σήμανε ο γενικός συναγερμός και άρχισε η ανακοίνωση των πρώτων μέτρων μέχρι την έναρξη της γενικής καραντίνας στις 23 Μαρτίου. Τότε ο ιός παρουσιαζόταν πια ως φονικός και στο μεταξύ εκτός από κλείσιμο των σχολείων είχε επιβληθεί και το απαγορευτικό προς την επαρχία και ακόμη πιο ειδικά προς τα νησιά.
Ηταν οι ημέρες που εν χορώ τα κυβερνητικά στελέχη προειδοποιούσαν ότι αποτελούν κίνδυνο-θάνατο για τη διασπορά του ιού οι μετακινήσεις κυρίως των ηλικιωμένων στα χωριά. Το ίδιο διάστημα έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για τους νέους και τα σχολεία, τα οποία θεωρούνταν εστίες μετάδοσης του ιού.
Αλλάζοντας τακτική οι ίδιοι, συμπεριλαμβανομένου πάλι του κ. Τσιόδρα, για να δικαιολογήσουν αυτές τις ημέρες την απόφαση για το άνοιγμα των σχολείων, προσχώρησαν στη θεωρία πως «τα παιδιά δεν έχουν αποδειχθεί ότι είναι ο κύριος φορέας της μετάδοσης του ιού στην κοινότητα». Σε ανάλογο μήκος κύματος ακούσαμε αυτές τις ημέρες τους υπουργούς και τον κ. Τσιόδρα να παροτρύνουν και τους κατοίκους των πόλεων «να πάνε στα χωριά για να μην κινδυνεύουν τόσο από την κυκλοφορία του ιού στα μεγάλα αστικά κέντρα».
Με την ίδια δρακόντεια λογική των απαγορεύσεων έκλεισαν επίσης οι εκκλησίες ακόμη και την περίοδο του Πάσχα, με συλλήψεις, πρόστιμα και άλλα ευτράπελα, αλλά δεν παρατηρήθηκε η ίδια αυστηρότητα για τα τζαμιά και τους ιμάμηδες με το Ραμαζάνι. Οπως επίσης και την Πρωτομαγιά, ανεμπόδιστο το ΠΑΜΕ έκανε τη «διαδήλωσή» του στην πλατεία Συντάγματος…
Το βάλε βγάλε με τις μάσκες, τα τεστ και τα πρόστιμα
Ανάλογες παλινδρομήσεις παρατηρήθηκαν όλο αυτό το διάστημα και στις άλλες κρίσιμες πτυχές της υγειονομικής κρίσης. Έτσι στην αρχή το κυβερνητικό επιτελείο δήλωνε ότι δεν υπήρχε λόγος να γίνονται μαζικά τεστ στον ελληνικό πληθυσμό για την περιχαράκωση των κρουσμάτων. Αν και πολλοί θεωρούν ότι ο πραγματικός λόγος -παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις περί επάρκειας- έχει να κάνει με τις ελλείψεις που υπήρχαν, το βέβαιο είναι ότι έως και σήμερα η χώρα μας έχει πραγματοποιήσει συγκριτικά τα λιγότερα τεστ σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.
Τώρα, πάντως, μπήκαμε στη φάση που οι αρμόδιοι ανακάλυψαν την αναγκαιότητα των μαζικών τεστ, δρομολογώντας τις σχετικές διαδικασίες. Το ίδιο έγινε και με τις μάσκες. Αρχικά δεν αποτρεπόταν απλώς η χρήση τους. «Είναι λάθος η χρήση της από τον γενικό πληθυσμό» έλεγε ο κ. Τσιόδρας, προσθέτοντας ότι «η χρήση μάσκας ενέχει και κινδύνους όταν δεν χρησιμοποιείται σωστά».
Ακόμη πιο κατηγορηματικός ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης δήλωνε σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ότι η μάσκα κάνει «κακό». Μέσα σε λίγες ημέρες -κι ενώ θρυλούνται και καταγγέλλονται πολλά για το τι μεσολάβησε- η μάσκα όχι μόνο κατέστη υποχρεωτική αλλά, αν και «συμπληρωματικό μέτρο» κατά τη δήλωση του ίδιου του κ. Μητσοτάκη, πρέπει να (ακριβο)πληρώνεται, ενώ η μη χρήση της συμπαρασύρει και τσουχτερό πρόστιμο 150 ευρώ…