Η κλιματική αλλαγή είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής, και όχι μόνο, αμπελουργίας, και οι αλλαγές που θα φέρει η αναστάτωση στο κλίμα είναι τόσο μεγάλες που δεν μπορούν όχι οι παραγωγοί και οι ενώσεις τους, αλλά ούτε χώρες ολόκληρες να τις αντιμετωπίσουν μόνες τους.
- Του Θανάση Αντωνίου – Εφημερίδα «Έλληνας Αγρότης»
Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών, κι αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και δραστικά το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, θα δούμε δραματικές αλλαγές στην καλλιεργητική διαδικασία των αμπελώνων, εμφάνιση ή εξαφάνιση ποικιλιών ανάλογα με την ανθεκτικότητά τους, καθώς και μετακίνηση αμπελουργικών ζωνών – ποικιλίες που καλλιεργούνται στη Μεσόγειο θα… μετακινηθούν προς τον Bορρά, οινοποιητικές ζώνες που εκτείνονται στα όρια ενός συγκεκριμένου νομού θα καταλαμβάνουν πλέον περιφέρειες κ.o.κ.
Την ίδια ώρα, η Πολιτεία δεν φαίνεται πως έχει αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου, καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κορυφαίων οινοπαραγωγών της χώρας -κάποιοι από τους οποίους μιλούν στον «Ελληνα Αγρότη»-, απουσιάζει από την υλοποίηση πολιτικών ανακούφισης των πληττόμενων αγροτών, ενώ ούτε λόγος για σχεδιασμό που θα αντιμετωπίσει μελλοντικά το πρόβλημα…
Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα του συνεδρίου «Η Αμπελος και ο Οίνος στις ελληνογαλλικές σχέσεις: 2.600 έτη αμοιβαίων επιδράσεων», που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθήνας. Διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου σε συνεργασία με τη γαλλική πρεσβεία με αφορμή τα 75 χρόνια από την ίδρυση του συνδέσμου.
Στο συνέδριο αναδείχθηκε, εκτός από το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, και η τάση στη γαλλική αμπελουργία για την καλλιέργεια και οινοποίηση ελληνικών ποικιλιών, όπως το Αγιωργίτικο, το Μοσχοφίλερο και το Ασύρτικο, μια τάση η οποία, εκτός από γευστικές, έχει και κλιματικές προεκτάσεις, καθώς οι Γάλλοι είναι ήδη υπ’ ατμόν για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και αναζητούν εναγωνίως ανθεκτικές (και ποιοτικές ασφαλώς…) καλλιεργούμενες ποικιλίες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν «απάντηση» στην αύξηση της θερμοκρασίας στη λεκάνη της Μεσογείου.
Για την προοπτική αυτή, ενδεικτική ήταν η εισήγηση με τίτλο «Οι ανθεκτικές ελληνικές ποικιλίες αμπέλου ως εργαλείο αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης στη Γαλλία» του Στέφανου Κουνδουρά, ο οποίος είναι καθηγητής Αμπελουργίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Αμπελουργίας του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ. «Αν πριν από χρόνια οι Γάλλοι ευγενείς, οι κορυφαίες γαλλικές ποικιλίες, όπως το Cabernet Sauvignon, αναζητούσαν και βρήκαν τον ήλιο στην Ελλάδα για να αναπτυχθούν, σήμερα αναζητούν τρόπους για να αποφύγουμε τον ήλιο» είπε ο καθηγητής του Αριστοτελείου.
Οι απειλές για τα αμπέλια
Μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα η μέση θερμοκρασία του πλανήτη είχε αυξηθεί περίπου έναν βαθμό σε σχέση με 100 χρόνια πριν, ενώ το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα έχει αυξηθεί κατά έναν ακόμα βαθμό – το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις νυχτερινές ώρες. Ερευνες πριν από περίπου μία δεκαετία έδειχναν ότι η νυχτερινή θερμοκρασία ήταν αυξημένη κατά 2-2,5 βαθμούς Κελσίου. Και, φυσικά, έκτοτε διανύσαμε την πιο θερμή δεκαετία.
«Πηγαίνουμε προς το ενδιάμεσο σενάριο των επιστημόνων που κάνουν λόγο για αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά τουλάχιστον 3 βαθμούς» ανέφερε στην εισήγησή του ο καθηγητής Στέφανος Κουνδουράς. Τι σημαίνει αυτό για την αμπελουργία; Θα υποστεί ακραίες θερμοκρασίες και, φυσικά, ακραία ξηρασία.
Στο αμπέλι, όμως, υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα συνέπεια: αλλάζουν τα καλλιεργητικά στάδια στις ποικιλίες οίνου, με επιπτώσεις στον ποικιλιακό χαρακτήρα. Η θερμοκρασία ελέγχει την ακολουθία των σταδίων της ανάπτυξης της αμπέλου. Οσο πιο υψηλές είναι οι θερμοκρασίες τόσο «επιταχύνει» το αμπέλι σε όλα τα στάδιά του. «Η κλιματική αλλαγή έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρύγο» τόνισε ο καθηγητής του ΑΠΘ και συμπλήρωσε: «Εχει υπολογιστεί πως για κάθε έναν βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας έχουμε πιο πρώιμο τρύγο κατά περίπου 10 ημέρες».
Πρώιμος τρύγος: Μέγα πρόβλημα για τα μη επιτραπέζια
Η «πρωίμιση του τρύγου», η χρονική μετατόπιση του τρύγου, ήταν το πρώτο θέμα που απασχόλησε την αμπελουργία πριν από 20 χρόνια. «Σε κάποιες ποικιλίες μάλιστα αυτό θεωρήθηκε καλό, γιατί τα σταφύλια έβγαιναν πιο γρήγορα στην αγορά, ειδικά για τα επιτραπέζια. Στην οινοποίηση όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα» είπε ο κ. Κουνδουράς.
Η μετατόπιση του τρύγου έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται η ισορροπία ποικιλίας και περιοχής. «Στην Ελλάδα τρυγούσαμε τον Σεπτέμβριο. Σήμερα ο κύκλος πηγαίνει προς τα πίσω, νωρίτερα. Τα σταφύλια όλων των ποικιλιών και όλων των περιοχών ωριμάζουν πλέον σε μια συνθήκη που δεν είχαν συνηθίσει. Κι αυτό αλλάζει τη σχέση της ποικιλίας με την περιοχή της, π.χ. του Αγιωργίτικου με τη Νεμέα» είπε ο καθηγητής του ΑΠΘ.
«Δυστυχώς, δεν… υπάρχουμε για το ΥΠΑΑΤ»
Ο Κοζανίτης οινολόγος Δρ. Γιάννης Βογιατζής, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ) και πρώην πρόεδρος στην Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου & Οίνου, θεωρείται η «ήρεμη δύναμη» της ελληνικής οινοπαραγωγικής βιομηχανίας και ο άνθρωπος που έχει πετύχει να δώσει εξωστρέφεια στον ΣΕΟ, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα τη θέση του ελληνικού οίνου στις αγορές του εξωτερικού.
Διοργανωτής του συνεδρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, ο Δρ Γ. Βογιτζής μίλησε στον «Ελληνα Αγρότη» για το ζήτημα της κλιματικής κρίσης, τονίζοντας με το «καλημέρα» ότι πρόκειται για το μείζον πρόβλημα του κλάδου. «Αυτή η κρίση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Ηδη η περυσινή αμπελουργική σοδειά ήταν η χαμηλότερη όλων των χρόνων που έχουμε διαθέσιμα στοιχεία. Ερχεται μπροστά μας κάτι πολύ δύσκολο και ο κλάδος -αμπελουργοί και οινοποιοί- προσπαθεί να οργανωθεί για να το αντιμετωπίσει. Χρειαζόμαστε αρκετές γνώσεις και πρέπει να γίνει αρκετή συζήτηση για να αντεπεξέλθουμε στο πρόβλημα» σχολιάζει.
Υπάρχουν, όμως, γνώσεις; Η εικόνα που αποκομίσαμε στο συνέδριο του ΣΕΟ είναι ότι η επιστήμη έχει «σηκώσει τα μανίκια» προκειμένου να βρει λύσεις. «Υπάρχει κινητικότητα στον κλάδο του οίνου σχετικά με το ζήτημα αυτό, που, όπως αντιλαμβάνεστε, μας απασχολεί πάρα πολύ» επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΟ και συμπληρώνει: «Ο σύνδεσμος έχει εκδώσει ήδη ψηφίσματα. Εχουμε διοργανώσει δύο συνέδρια για την κλιματική αλλαγή και μας ενδιαφέρει ποια στρατηγική θα ακολουθήσουμε και πώς θα την υλοποιήσουμε».
Την ίδια στιγμή, αμπελουργοί και οινοποιοί νιώθουν τη μοναξιά του παραγωγού που παλεύει μόνος κόντρα σε υπέρτερα θηρία. «Υπάρχει παραγωγή γνώσης, αλλά πέρα από την επιστήμη έχουμε έναν δημόσιο τομέα ο οποίος, δυστυχώς, δεν κάνει απολύτως τίποτα. Εχουμε φτάσει στο σημείο να μη θέλουμε να προφέρουμε καν τη λέξη “Πολιτεία” στις συζητήσεις μας, διότι έχουμε την εντύπωση ότι… δεν υπάρχει. Να, σήμερα κλήθηκαν εδώ, αλλά δεν ήρθε κανένας» μας λέει ο Γ. Βογιατζής.
Και συνεχίζει με έκδηλη τη δυσαρέσκειά του: «Ο,τι προσεγγίσεις έχουμε κάνει προς την Πολιτεία έχουν πέσει στο κενό. Είναι δυνατόν να αναρωτιόμαστε, το 2024, αν το ΥΠΑΑΤ αντιλαμβάνεται την κρίση; Αν ακόμα το αναρωτιόμαστε αυτό, θα έπρεπε να πάψουμε να υπάρχουμε» επισημαίνει.
Γιώργος Βασιλείου: «Δεν υπάρχει κρατική μέριμνα»
Ο αμπελουργός, οινολόγος και επιχειρηματίας Γιώργος Βασιλείου, με το Κτήμα Βασιλείου και το Κτήμα Νέμειον, είναι ένας από τους σπουδαίους οινοποιούς της χώρας μας, μέλος του μεγάλου κύματος παραγωγών που πριν από περίπου τρεις δεκαετίες έστρεψε την ελληνική αμπελουργία και οινοποίηση σε νέους, ποιοτικούς και εξωστρεφείς δρόμους. Ζητήσαμε τη γνώμη του για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.
«Η κλιματική αλλαγή είναι απειλητική» μας είπε προβληματισμένος . «Θεωρώ όμως πως, με τη βοήθεια της επιστήμης και την πρόοδο που υπάρχει σε μια σειρά από ζητήματα της αμπελουργίας, θα ξεπεράσουμε το πρόβλημα αυτό. Ανεβαίνουμε σε υψόμετρα, έχουμε όλους τους αμπελώνες μας αρδευόμενους, τα φυτά που χρησιμοποιούμε είναι πλέον πολύ καλύτερα, κι αυτό σημαίνει ότι έχουν περίπου 40% μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από παλιά. Η αμπελουργία προχωρά χάριν της επιστήμης».
Οσο για την Πολιτεία, ο Γ. Βασιλείου ήταν λιτός: «Κρατική μέριμνα στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν υπάρχει. Η αγροτική πολιτική έχει αφεθεί στη μοίρα της και στον ηρωισμό των Ελλήνων παραγωγών, οινολόγων, εμπόρων».
Για τη μεταφορά ελληνικών ποικιλιών στη Γαλλία ο πρόεδρος του ΣΕΟ σχολιάζει: «Το πρόβλημά μας δεν είναι ποιες ελληνικές ποικιλίες θα φυτευτούν στη Γαλλία. Καλό είναι αυτό που πάει να γίνει για την εικόνα της χώρας, αλλά μου φαίνεται πιο επείγον να δούμε τι θα κάνουμε εδώ, στη χώρα μας». Σύμφωνα με τον Δρα Γιάννη Βογιατζή, «ορισμένες ελληνικές ποικιλίες αμπέλου έχουν ανθεκτικότητα απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν, κι αυτό είναι ενθαρρυντικό για μας. Το ζήτημα είναι πώς θα τις διαχειριστούμε έτσι, ώστε πραγματικά να μας βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτής της κρίσης».
Θα σώσουν οι κλώνοι το παιχνίδι στο αμπέλι;
- Του Γιάννη Μουρατίδη – Εφημερίδα «Έλληνας Αγρότης»
Το καλαμπόκι που τρώμε σήμερα είναι προϊόν επιλογής κλώνων που ξεκίνησε χιλιάδες χρόνια πριν, και το ίδιο έχει συμβεί για όλα σχεδόν τα φυτά που καταναλώνει ο άνθρωπος. Πλέον, βασικός παράγοντας της έρευνας στους κλώνους είναι η ανακάλυψη κάποιων που αντέχουν σε περισσότερο ακραίες συνθήκες θερμοκρασίας και ξηρασίας, οι οποίες εμφανίζονται ολοένα συχνότερα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Οταν ξεκίνησε η συστηματική ανάπτυξη κλώνων στο αμπέλι, στόχος ήταν να μειωθούν οι ιώσεις της αμπέλου και να βελτιωθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καρπού. Οι πιο επιζήμιες από τις ιώσεις είναι ο μολυσματικός εκφυλισμός, το καρούλιασμα των φύλλων και η βοθρίωση του ξύλου. Η Ευρωπαϊκή Ενωση με νέο κανονισμό απαιτεί πλέον όλοι οι κλώνοι που διατίθενται στην αγορά να έχουν μηδενική ανοχή σε ιώσεις.
Τα φυτά εξελίσσονταν και πριν
Τα φυτά, όχι με τη σημερινή τους μορφή, ζουν στον πλανήτη εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Ενα αμπέλι σήμερα μπορεί να έχει ηλικία ακόμα και άνω των 150 ετών, ενώ αμπέλια μέχρι 50 ετών είναι πιο συνηθισμένα και συχνά δίνουν κρασιά υψηλής ποιότητας. Σε αυτή τη μακρόχρονη περίοδο ζωής, τα αμπέλια έχουν βιώσει αλλαγές στις κλιματικές συνθήκες και έχουν προσαρμοστεί με μεταλλάξεις για να επιβιώσουν.
Η εικόνα αυτής της αντίδρασης της αμπέλου σε κάθε τόπο είναι και ένας κλώνος. «Αυτές τις εικόνες ψάχνουμε μέσα στα αμπέλια, για να τις απομονώσουμε, να τις αξιολογήσουμε και να τις επιστρέψουμε πάλι στα αμπέλια κωδικοποιημένες, ώστε να δώσουμε στον αμπελοκαλλιεργητή το καλύτερο δυνατό υλικό για να δουλέψει πάνω του» λέει ο Παναγιώτης Μπακασιέτας, που εκπροσωπεί τη δεύτερη γενιά των ομώνυμων φυτωρίων αμπέλου.
Αυτό που έχει διαπιστωθεί -και όχι μόνο στην Ελλάδα- είναι ότι τα αμπέλια μεγάλης ηλικίας είναι περισσότερο ανθεκτικά σε ακραίες κλιματικές συνθήκες, γεγονός που σημαίνει ότι κάποια στιγμή στη ζωή τους βιώσαν αυτές τις συνθήκες και επιβίωσαν. Και ενώ τα παλιά αμπέλια με όλη αυτή τη γνώση που συγκεντρώνουν θα έπρεπε να θεωρούνται εθνικός πλούτος, ξεπατώνονται για να αντικατασταθούν από νεότερα που θα δίνουν πολλαπλάσια παραγωγή.
Συχνά μάλιστα στα παλιά αμπέλια, που ξεπατώνονται, βρίσκονται λίγες ρίζες, από ποικιλίες που δεν έχουν ακόμα αναγνωριστεί, άρα δεν θα ταυτοποιηθούν ποτέ. Ηδη έχουν καταγραφεί πάνω από 320 ποικιλίες και πάνω από 1.900 κλώνοι. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μπακασιέτα, υπήρξαν περιπτώσεις όπου μια ποικιλία αντιπροσωπευόταν από λιγότερα από 10 αμπέλια μέσα στον αμπελώνα.
To 2004 ξεκίνησε η συστηματική επιλογή στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τον κ. Μπακασιέτα, ο αρχικός στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένας κλώνος από κάθε βασική ποικιλία στη χώρα μας, γεγονός που θα άλλαζε σημαντικά τα εφόδια που θα είχε ένας αμπελουργός για να δημιουργήσει αμπελώνα πολύ πιο υγιή και παραγωγικό σε σχέση με τους συμβατικούς.
Μέσα όμως σε κάθε ποικιλία υπάρχουν πολύ περισσότεροι τους ενός κλώνου, εξαιτίας γενετικών παραλλαγών που έχουν οι βασικές ποικιλίες. Επομένως, στο εμπόριο είναι διαθέσιμοι περισσότεροι από ένας κλώνοι ανά ποικιλία. Παρότι η διαφοροποίηση των κλώνων βασίζεται σε μεταλλάξεις, αυτές δεν είναι τόσο σημαντικές ώστε να αλλάξουν την ποικιλία του φυτού. Ο κλώνος ενός Αγιωργίτικου παραμένει Αγιωργίτικο.
Ο αμπελουργός έχει τη δυνατότητα να επιλέξει διαφορετικούς κλώνους για να αποδώσει καλύτερα τη δυναμική και την πολυπλοκότητα κάθε ποικιλίας. Πρακτικά, κάθε εταιρία που διαθέτει κλώνους στην αγορά έχει κάνει τη δική της έρευνα και επομένως προσφέρει διαφορετικά προϊόντα. Ωστόσο, το σύνολο της αγοράς λειτουργεί στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας. Εν αντιθέσει με άλλες κατηγορίες φυτών, όπως για παράδειγμα η ντομάτα, το φυτώριο ενός αμπελιού μπορεί να ζήσει για πολλές δεκαετίες μετά τη φύτευση. Οπότε, η επιλογή του κατάλληλου κλώνου είναι μια επένδυση πολυετούς απόσβεσης.
- «Όχι» στη γενετική τροποποίηση
Η γενετική παρέμβαση θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές μεταλλάξεις που τελικά θα οδηγούσαν σε διαφορετικές ποικιλίες αμπέλου. Η νομοθεσία και οι διαδικασίες ελέγχου είναι μια δικλίδα ασφαλείας, για αυτό, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μπακασιέτα, ύστερα από 60 χρόνια πολλαπλασιασμού κλώνων στην αμπελουργία δεν έχει προκύψει μετάλλαξη. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις…
- Το DNA αποκαλύπτει την ποικιλία
Η τεχνολογία πλέον δίνει τη δυνατότητα στον αμπελουργό ή στον οινοποιό, με εύκολο και οικονομικό τρόπο, να ελέγχει αν το σταφύλι που παράγει ή αγοράζει ανήκει στην ποικιλία που επέλεξε, αρκεί να υπάρχει ο μάρτυρας ή αλλιώς το φυτικό υλικό αναφοράς. Πλέον, αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα, για αυτό οι κλώνοι που εγγράφονται στον εθνικό κατάλογο είναι ταυτοποιημένοι.