Την ταραχώδη ζωή του διάσημου Αμερικανού σχεδιαστή υποδημάτων, Στιβ Μάντεν, ο οποίος ξεκίνησε να πουλά παπούτσια στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του και έχτισε μία αυτοκρατορία περιγράφει η αυτοβιογραφία του, που θα βρίσκεται στις προθήκες των αμερικανικών βιβλιοπωλείων στις 13 Οκτωβρίου.
Ο εθισμός στα ναρκωτικά, το λερωμένο ποινικό μητρώο και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ίσως να μην ήταν τα συστατικά για την επιχειρηματική επιτυχία, ωστόσο, ο Στιβ Μάντεν απέδειξε ότι πήρε τις αδυναμίες του και της έκανε κινητήριο δύναμη, για να πετύχει τους στόχους του, αφού από «πρεζόνι» και απατεώνας αλά «Λύκος της Wall Street», που τράκαρε διαρκώς και ξυπνούσε γυμνός αριστερά και δεξιά, κατάφερε να χτίσει μια αυτοκρατορία δισεκατομμυρίων στον χώρο της υπόδησης, με πελάτισσες σταρ όπως η Κριστίνα Αγκιλέρα και η Μπρίτνεϊ Σπίαρς.
«Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Δεν είχα τον παραμικρό αυτοέλεγχο» εξομολογείται ο 62χρονος σήμερα Μάντεν στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο «The Cobbler: How I Disrupted an Industry, Fell From Grace, and Came Back Stronger Than Ever», που κυκλοφορεί στις 13 Οκτωβρίου, αναφερόμενος στη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), με την οποία διαγνώστηκε στα παιδικά του χρόνια.
Οι κακοί βαθμοί του στο σχολείο είχαν αποτέλεσμα να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, όπου όμως δεν θυμάται να έδωσε το «παρών» ούτε σε ένα μάθημα. «Η ζωή ήταν
αντηλιακό και χόρτο, μέρες που περνούσαν με ύπνο και νύχτες ατελείωτου πάρτι» περιγράφει ο επιχειρηματίας, προσθέτοντας ότι σύντομα εθίστηκε στα ηρεμιστικά, που περιόριζαν μεν τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ, αλλά τον έκαναν να μπερδεύει τα λόγια του, να τρέχουν τα σάλια του και να ζει στον κόσμο του. Η φοιτητική του ζωή διήρκεσε ένα έτος, καθώς στη συνέχεια τα παράτησε για να αρχίσει να πουλάει συναγερμούς από πόρτα σε πόρτα για να χρηματοδοτεί τον εθισμό του. Επιστρέφοντας στο Λονγκ Αϊλαντ άρχισε να εργάζεται ως πωλητής παπουτσιών, καταφέρνοντας να βρει συνεταίρους και να δημιουργήσει το δικό του εργοστάσιο παπουτσιών στο Μανχάταν.
Τότε, την εμφάνισή της έκανε η κοκαΐνη, την οποία πρόσθεσε στο μείγμα αλκοόλ και ηρεμιστικών, χάνοντας παντελώς τον αυτοέλεγχο. Αλεπάλληλα τρακαρίσματα, ξέφρενα ξενύχτια και μία πολυσυζητημένη ζωή ακολούθησαν. Σύντομα προστέθηκε ακόμα ένας εθισμός στη ζωή του, που δεν ήταν άλλος από το εύκολο χρήμα. Αφορμή στάθηκε η συνεργασία του με τον παλιό φίλο και χρηματιστή Τζόρνταν Μπέλφορντ, με τον οποίο δημιούργησε την εταιρία Stratton Oakmont, γνωστή από την ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Λύκος της Wall Street».
Ο Μπέλφορντ τού υποσχέθηκε να τον κάνει πλουσιότερο κατά 600.000 δολάρια και στη συνέχεια να βάλει την επιχείρησή του στο χρηματιστήριο. Προτού περάσει πολύς
καιρός, ο Μάντεν άρχισε να κερδίζει 25.000 δολάρια την ημέρα, γεγονός που τον έκανε να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, καθώς πίστευε πλέον ότι το χρήμα είναι το παν. Ωστόσο, γρήγορα αποδείχθηκε πως ο Μπέλφορντ δεν ήταν τίποτα άλλο παρά απατεώνας, με αποτέλεσμα να τους συλάβουν και τους δύο.
Ο Μάντεν ομολόγησε το 2001 τη συμμετοχή του σε απάτη και ξέπλυμα χρήματος, όμως, παρά το γεγονός ότι κατέληξε στη φυλακή κι έπεσε εκ νέου στα ναρκωτικά, η εταιρεία του πήγαινε από το καλό στο καλύτερο και έως το 2005, που αποφυλακίστηκε, μετρούσε περισσότερα από 100 καταστήματα μόνο στις ΗΠΑ.
Το διάστημα μάλιστα που βρισκόταν στη φυλακή, η διευθύντρια της εταιρείας του Γουέντι Μπάλιου άρχισε να του γράφει και να τον επισκέπτεται, με αποτέλεσμα να γεννηθεί ανάμεσά τους ο έρωτας. Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά, όμως το 2014 κατέληξαν σε διαζύγιο. Ο ίδιος ανέλαβε την ευθύνη της διάλυσης του γάμου του, λέγοντας ότι είχε το μυαλό του μόνο στη δουλειά.