Η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε, όπως αναμενόταν, την παραπομπή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ σε δίκη στη Γερουσία με την κατηγορία της υποκίνησης στάσης (πολιτική και όχι ποινική η κατηγορία), ακριβώς μία εβδομάδα μετά την εισβολή των υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο, κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι.
Με ψήφους 232 υπέρ έναντι 197 κατά, ο Τραμπ γίνεται ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που παραπέμπεται δύο φορές. Δέκα Ρεπουμπλικάνοι ψήφισαν υπέρ της παραπομπής.
«Ο Πρόεδρος Τραμπ έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και των θεσμών διακυβέρνησής τους, απειλούσε την ακεραιότητα του δημοκρατικού συστήματος, παρενέβη στην ειρηνική μετάβαση της εξουσίας και διακινδύνευσε έναν ισότιμο κλάδο διακυβέρνησης», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
Μοιάζει πάντως απίθανο η παραπομπή αυτή σε δίκη στη Γερουσία να οδηγήσει στην καθαίρεση του Τραμπ προτού να λήξει η θητεία του Ρεπουμπλικάνου προέδρου. Ο Δημοκρατικός, εκλεγμένος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν πρόκειται να ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου.
Ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ, απέρριψε τις εκκλήσεις των Δημοκρατικών να συγκαλέσει εκτάκτως το Σώμα για να ξεκινήσει αμέσως η δίκη.
Για την καταδίκη του Τραμπ απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων, που σημαίνει ότι τουλάχιστον 17 Ρεπουμπλικάνοι θα πρέπει να ψηφίσουν μαζί με τους Δημοκρατικούς.
Το δια ταύτα
Στην περίπτωση που ο Τραμπ καταδικαστεί για υποκίνηση στάσης, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο η Γερουσία να ξαναψηφίσει ώστε να του απαγορεύσει να διεκδικήσει ξανά οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα, με δεδομένη την πρόθεση του Τραμπ να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2024.
Κάτι που επιβεβαίωσε ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ. Δήλωσε ότι εάν ο Τραμπ κριθεί ένοχος στη δίκη του, που αναμένεται να διεξαχθεί στη Γερουσία, θα κατατεθεί πρόταση να διεξαχθεί χωριστή ψηφοφορία προκειμένου να στερηθεί το δικαίωμα να διεκδικήσει αιρετό αξίωμα διά παντός.
Ο Σούμερ θα γίνει πρόεδρος της Γερουσίας μετά την 20ή Ιανουαρίου (οι Δημοκρατικοί θα έχουν μετά 50 ψήφους στη Γερουσία, όσες και οι Ρεπουμπλικάνοι).