Την ώρα που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκαζε δις την Τουρκία για παραβάσεις της ελευθερίας της έκφρασης, κυκλοφορούσε το αρχικό προσχέδιο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 24-25 Ιουνίου, στο οποίο η Ένωση «καλωσορίζει τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο».
Δέκα μέρες πριν τη Σύνοδο είναι ήδη έτοιμο το προσχέδιο. Αυτό και μόνο λέει πολλά γα τη «σοβαρότητα» της μάζωξης των ηγετών, αλλά και τη διάθεση την οποία (δεν) έχουν να ασχοληθούν με σοβαρά θέματα.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», στο προσχέδιο αναγράφεται ότι το στρατηγικό συμφέρον της ΕΕ είναι το «σταθερό και ασφαλές περιβάλλον στην περιοχή και η ανάπτυξη μίας αμοιβαία επωφελούς σχέσης συνεργασίας με την Τουρκία», ενώ δηλώνεται και η ετοιμότητα του μπλοκ «εμπλακεί με την Τουρκία με έναν σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο για την ενίσχυση της συνεργασίας σε μία σειρά από πεδία κοινού ενδιαφέροντος, υπό την αιρεσιμότητα που διατυπώθηκε τον Μάρτιο [στη Σύνοδο Κορυφής] και σε προηγούμενα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου».
Σε ότι αφορά το Κυπριακό, η ΕΕ αρκείται στο να εκφράσει τη λύπη της που η άτυπη πενταμερής της Γενεύης δεν οδήγησε σε επίσημες διαπραγματεύσεις. Περί τουρκικής κατοχής ούτε λόγος.
Υπό συζήτηση βρίσκεται η διατύπωση για το μεταναστευτικό και τη χρηματοδότηση της Τουρκίας, αφού φαίνεται ότι δεν έχει επέλθει συμφωνία για το πώς τελικά θα παρουσιαστεί το ότι δοθούν τα χρήματα.
Σύμφωνα με το προσχέδιο, η ΕΕ έχει «ζωτική ανησυχία» για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, αλλά ο διάλογος γι’ αυτά τα θέματα «παραμένει ακέραιο κομμάτι της σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας».
Και όσο η ΕΕ φλυαρεί ακατάπαυστα, το ΕΔΑΔ αποφασίζει τη μια καταδίκη μετά την άλλη.
Η διπλή καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ανακοίνωσε σήμερα δύο καταδίκες σε βάρος της Τουρκίας για παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης εναντίον μιας δημόσιας υπαλλήλου και ενός φοιτητή που είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους προς τις αρχές.
Η πρώτη περίπτωση αφορά μια συμβασιούχο εργαζόμενη του τουρκικού υπουργείου Εθνικής Παιδείας, η οποία είχε κάνει «like» σε ορισμένα περιεχόμενα στο Facebook επικρίνοντας κυρίως τις κατασταλτικές πρακτικές για τις οποίες κατηγορούνται οι αρχές ή ενθαρρύνοντας τις διαδηλώσεις εναντίον αυτών των πρακτικών.
Η εργαζόμενη είχε απολυθεί χωρίς αποζημίωση, καθώς οι τουρκικές αρχές θεώρησαν πως αυτές οι αναφορές θα μπορούσαν «να διαταράξουν την ειρήνη και την ηρεμία του χώρου εργασίας». Στη συνέχεια το αίτημά της να επιστρέψει στη θέση της είχε απορριφθεί από τη δικαιοσύνη.
Οι επτά δικαστές του ΕΔΔΑ αποφάνθηκαν ομόφωνα πως η απόλυση αυτής της εργαζόμενης συνιστά παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, την οποία εγγυάται το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
«Το άρθρο 10 δεν αφήνει καθόλου χώρο για περιορισμούς της ελευθερίας της έκφρασης σε δύο τομείς: αυτόν του πολιτικού λόγου και αυτόν των θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος», υπογραμμίζουν στην απόφασή τους οι δικαστές. Επισημαίνουν επίσης πως τα κίνητρα της απόλυσης «δεν μπορούν να θεωρηθούν βάσιμα και επαρκή».
Η Τουρκία καταδικάσθηκε κατά συνέπεια να καταβάλει 2.000 ευρώ στην πρώην εργαζομένη για «ηθική βλάβη».
Η δεύτερη υπόθεση αφορά ένα φοιτητή, ο οποίος καταδικάσθηκε από ποινικό δικαστήριο αφού εκφώνησε το 2012 μια ομιλία υποστήριξης προς τους φοιτητές που είχαν τεθεί υπό κράτηση επειδή είχαν αντιταχθεί στην επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν σε μια πανεπιστημιούπολη.
Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει πως η ομιλία του φοιτητή περιείχε «μια κάποια καχυποψία και μια δόση εχθρότητας» έναντι του Ερντογάν, όμως υπογραμμίζει πως «τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι ευρύτερα έναντι ενός πολιτικού, ο οποίος στοχοποιείται μ’ αυτή την ιδιότητά του, απ’ ό,τι έναντι ενός απλού ιδιώτη».
Το ευρωπαϊκό δικαστήριο εκτιμά πως «δεν υπάρχει εύλογη αναλογική σχέση ανάμεσα στην καταδίκη του φοιτητή και το θεμιτό στόχο της προστασίας της φήμης του ενδιαφερομένου».
Οι επτά δικαστές καταδίκασαν συνεπώς ομόφωνα την Τουρκία για προσβολή της ελευθερίας της έκφρασης και την διέταξαν να καταβάλει 2.000 ευρώ στο φοιτητή για «ηθική βλάβη» και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.