Ο τλεως ΠτΔ κ. Π. Παυλοπούλος μιλώντας στο Κολλέγιο TRINITY του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου όπου αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας της Νομικής Σχολής, είχε περιγράψει γλαφυρά αυτό που ζούμε σήμερα (και) στο Αφγανιστάν.
Η εξήγηση που θλιβερού γεγονότος ότι το διεθνές δίκαιο ασκείται μόνο από τους «δίκαιους» αυτού του κόσμου, ενώ οι «άδικοι» μπορούν ανεξέλεγκτοι να το παραβιάζουν. Διότι απλούστατα, δεν υπάρχει μηχανισμός επιβολής του, ώστε να υποχρεώνει τους διεθνείς τραμπούκους και εγκληματίες, χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τουρκία, να συμμορφώνονται.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία, εκτός από προφητική είναι και πλήρως επεξηγηματική.
Η πορεία της εν γένει Διεθνούς Κοινότητας και η συνακόλουθη εξέλιξη των in globo Διεθνών Σχέσεων, ιδίως στους ταραγμένους καιρούς μας, φέρνουν την Διεθνή Νομική Κοινότητα -και όχι μόνο φυσικά- αντιμέτωπη με μια σκληρή αλήθεια, την οποία οφείλουμε και να συνειδητοποιήσουμε και ν’ αναλύσουμε σε βάθος, αν θέλουμε να υπερασπισθούμε την Διεθνή Νομιμότητα και την per se αποστολή της. Αν, λοιπόν, δούμε την αλήθεια «κατάματα», πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το Διεθνές Δίκαιο αμφισβητείται, θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι, a fortiori, βάλλεται.
Α. Μετά από μια περίοδο, που αρχίζει από την γέννηση του Διεθνούς Δικαίου και φθάνει, περίπου, ως τις αρχές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η οποία σηματοδότησε την σταδιακή και, κατά κανόνα, αδιάλειπτη άνοδο του θεσμικού και πολιτικού κύρους του Διεθνούς Δικαίου, ήλθε η αρχή της «πτώσης», αν όχι η αρχή ενός είδους διαβρωτικής παρακμής. Σε γενικές γραμμές και, όπως πιστεύω, δίχως αυθαίρετη αποτίμηση αυτής της κατάστασης, τρεις είναι οι «σταθμοί» της κατά τ’ ανωτέρω παρακμιακής αυτής διαδρομής:
Αρχικώς, η σταδιακή υποβάθμιση -ή, μάλλον, υπονόμευση- του Διεθνούς Δικαίου από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, προ και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδίως και δε κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου από τη ναζιστική Γερμανία και την φασιστική Ιταλία.
Ύστερα, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Ψυχρός Πόλεμος, του οποίου, μάλλον, το τέλος δεν φαίνεται να επήλθε, τουλάχιστον σε όλη του την έκταση, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Και, μετέπειτα, ιδίως δε μετά την διάλυση της τότε Σοβιετικής Ένωσης, η Οικονομική Παγκοσμιοποίηση, δυστυχώς υπό όρους ανεξέλεγκτης δράσης των πάσης μορφής «Αγορών», όπως κοινώς αποκαλούνται ορισμένοι ιδιωτικού δικαίου παράγοντες εμπλοκής στις πλήρως παγκοσμιοποιημένες οικονομικές σχέσεις, των οποίων η ισχύς διαρκώς πολλαπλασιάζεται.
Β. Επισημάνθηκε ήδη ότι κατ’ αυτή την περίοδο το Διεθνές Δίκαιο αμφισβητείται ή και βάλλεται. Ειδικότερα δε είτε αμφισβητείται, ως προς την δυνατότητά του να ρυθμίσει επαρκώς τις Διεθνείς Σχέσεις, κατ’ εξοχήν προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης της Διεθνούς Ειρήνης. Είτε, ακόμη χειρότερα, βάλλεται, πολλές φορές ευθέως και απροκαλύπτως, από οπαδούς του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, οι οποίοι θεωρούν ότι το Διεθνές Δίκαιο, πρωτίστως ως προς το οικονομικό του σκέλος, παρεμποδίζει την πλήρη εξέλιξη της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης υπό όρους επίσης πλήρους ελευθερίας της Οικονομίας της Αγοράς, επειδή, δήθεν, θέτει «ανώφελους» και «γραφειοκρατικούς» φραγμούς στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι. Πρόκειται, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, για τους οπαδούς της «απορρύθμισης», οι οποίοι αντιτάσσονται σε κάθε μορφής κρατική παρέμβαση εντός του οικονομικού πεδίου, ανεξαρτήτως του αν η παρέμβαση αυτή εξελίσσεται εντός των in concreto κρατικών ορίων ή προκύπτει από την συνεργασία των Κρατών, κατά την παραγωγή αντίστοιχων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Ι. Η διαχρονική αξία και επικαιρότητα του Διεθνούς Δικαίου.
Η ορθότερη, κατά την φύση του, μέθοδος και δυνατότητα υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου, έναντι εκείνων που το αμφισβητούν ή και βάλλουν κατ’ αυτού, συνίσταται, κατά βάση, στην ανάδειξη ορισμένων, οιονεί «εκ γενετής», θεμελιωδών του στοιχείων, τα οποία εξηγούν την διαχρονική του χρησιμότητα και επικαιρότητα στο πεδίο του διεθνούς γίγνεσθαι, δίχως βεβαίως ν’ αποσιωπάται, κατ’ ουδένα τρόπο, η κυριότερη «αχίλλειος πτέρνα» του.
Α. Το Διεθνές Δίκαιο ως θεσμική και πολιτική αντηρίδα του Διεθνούς Νομικού Πολιτισμού.
Επιχειρώντας έναν στοιχειώδη ιστορικό απολογισμό, από την δημιουργία του ως σήμερα, οφείλουμε να δεχθούμε -και προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν αμάχητα νομικά και πολιτικά τεκμήρια- ότι το Διεθνές Δίκαιο και η εξ αυτού απορρέουσα Διεθνής Νομιμότητα αποτελούν μια από τις πιο καίριες επινοήσεις του σύγχρονου Ανθρώπου, αναφορικά με την ρύθμιση των διακρατικών σχέσεων και την ειρηνική συνύπαρξη Κρατών και Λαών.
1. Πραγματικά, σε σχέση με την προϋπάρχουσα κατάσταση, η δημιουργία και η επέκεινα εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου, η οποία σημάδεψε ανεξίτηλα τις τότε εμβρυακές διακρατικές σχέσεις κατά την περίοδο της μετάβασης από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, στοιχειοθετεί ένα από τα πιο εμβληματικά βήματα προόδου για τον Άνθρωπο και την Ανθρωπότητα. Ως προς την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού μαρτυρεί αψευδώς το διάνυσμα, το οποίο διαγράφει το κατά τον Thomas Hobbes «πέρασμα» από την εποχή του «bellum omnium contra omnes», σ’ εκείνη του Διεθνούς Δικαίου και του «πρωταρχικού» κανόνα του, ήτοι της αρχής «pacta sunt servanda». Υπ’ αυτό το πρίσμα το Διεθνές Δίκαιο υπήρξε μια πραγματική θεσμική και πολιτική «επανάσταση», ως προς την υπό τον κανονιστικό θεσμικό του μανδύα εξέλιξη του διεθνούς γίγνεσθαι.
2. Πέραν τούτων όμως, το Διεθνές Δίκαιο δεν συνέβαλε μόνο στην εν γένει πορεία ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων, υπό συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Κρατών και Λαών. Συνέβαλε, εμμέσως πλην σαφώς, και στην οριστική διαμόρφωση των θεμελιωδών στοιχείων του σύγχρονου Κράτους. Και τούτο διότι, το Διεθνές Δίκαιο, θέτοντας το πλαίσιο μιας στοιχειώδους διακρατικής συνεργασίας, κατ’ αποτέλεσμα οριοθέτησε και τις βασικές συντεταγμένες της Κυριαρχίας κάθε Κράτους. Επιπλέον δε, αλλά και κατά λογική ακολουθία, το γενικό πλαίσιο του Κράτους Δικαίου, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εν τέλει, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Πράγματι αν εξετάσει κανείς σε βάθος την προοπτική του Διεθνούς Δικαίου ήδη από τις απαρχές του, πρέπει να κάνει δεκτό το συμπέρασμα ότι η τάση του ήταν -αλλά και παραμένει διαρκώς- η σταδιακή και κατά το δυνατόν μεταφορά, μέσω της Διεθνούς Νομιμότητας, των πυρήνων του Κράτους Δικαίου, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στις διακρατικές σχέσεις και στο διεθνές γίγνεσθαι.
3. Βεβαίως, η πορεία εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις προσδοκίες για την δημιουργία ενός θεσμικού και πολιτικού μέσου αποτελεσματικής υπεράσπισης της Ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Κρατών και Λαών.
Ειδικότερα, και παρά το ευοίωνο ξεκίνημα που προοιωνίσθηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 για την δημιουργία ενός σύγχρονου και δυναμικού διακυβερνητικού -διακρατικού συστήματος Διεθνών Σχέσεων, η συνέχεια δεν υπήρξε η αναμενόμενη.
α) Κατά την περίοδο προ και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο -ακριβώς λόγω τη πικρής εμπειρίας του Πολέμου αυτού- παρατηρήθηκε το εξής, αντιφατικό κατά βάθος, φαινόμενο. Ναι μεν οι φωνές υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Συνεργασίας πολλαπλασιάσθηκαν και στηρίχθηκε η ιδέα της δημιουργίας κατάλληλων Διεθνών Οργανισμών, πλην όμως κυρίως οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής κατ’ αποτέλεσμα αντιτάχθηκαν στην κανονιστική καταξίωση του Διεθνούς Δικαίου, μη ανεχόμενες την προοπτική η πολιτική τους να τεθεί υπό την θεσμική και πολιτική εποπτεία του Διεθνούς Δικαίου. Το παράδειγμα της Κοινωνίας των Εθνών, και η έναντι αυτής στάση ορισμένων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, παρέχει το πιο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο της ως άνω μεγάλης αντίφασης εις βάρος του Διεθνούς Δικαίου.
β) Τα πράγματα επιδεινώθηκαν κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν ιδίως η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία όχι μόνο δυναμίτισαν, στην κυριολεξία, με την πολιτική τους τον ίδιο τον πυρήνα του Διεθνούς Δικαίου αλλά και στήριξαν, αποκαλύπτως, την επαναφορά στο προ της δημιουργίας του Διεθνούς Δικαίου καθεστώς της επιβολής του δικαίου του ισχυρού έναντι τις ισχύος του Δικαίου. Δυστυχώς, κατ’ εκείνη την περίοδο αυτή η κορύφωση της διεθνούς αυθαιρεσίας στηρίχθηκε και από σημαντικούς Νομικούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Carl Schmitt, κατά τον οποίο βασική προτεραιότητα είχε η έννοια της Λαϊκής Κυριαρχίας που δεν μπορεί, ούτε επιτρέπεται, να περιορίζεται, κατ’ ουδένα τρόπο, από τις ρυθμίσεις του φιλελευθέρου Κανόνα Δικαίου, είτε στο επίπεδο του εσωτερικού είτε στο επίπεδο του Διεθνούς Δικαίου.
γ) Την επαύριο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ύστερα από όσα άφησε πίσω το εφιαλτικό πέρασμά του, το Διεθνές Δίκαιο φαίνεται να γνωρίζει μια εντυπωσιακή δυναμική, σ’ επάλληλα επίπεδα. Αναφέρονται, ενδεικτικώς, η κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η θέσπιση Διεθνών Συμφωνιών για τον περιορισμό των όπλων μαζικής καταστροφής, η ίδρυση Διεθνών Οργανισμών πολυμερούς εμπορικής συνεργασίας, όπως π.χ. η Gatt και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, αλλά και Διεθνών Οργανισμών νομισματικής συνεργασίας και οικονομικής βοήθειας, όπως π.χ. το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Όμως, πρόοδος αυτή του Διεθνούς Δικαίου αποδείχθηκε, και μάλιστα πολύ σύντομα, άκρως επιφανειακή, δοθέντος ότι ουδόλως βελτιώθηκε ο βαθμός της αποτελεσματικής εφαρμογής του στην πράξη. Πολλώ μάλλον όταν η «αχίλλειος πτέρνα» του, ήτοι η έλλειψη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών σε περίπτωση παραβίασης των θεσμοθετημένων κανόνων του, άρχισε να μετατρέπεται σε πραγματική «χαίνουσα πληγή», θεσμικώς και πολιτικώς.
Β. Η «αχίλλειος πτέρνα» του Διεθνούς Δικαίου.
Η Νομική Επιστήμη έχει αρκούντως επισημάνει, σε διεθνή κλίμακα, τα τρωτά σημεία της δομής του Κανόνα Δικαίου, ως θεσμικής «μονάδας μέτρησης» του Διεθνούς Δικαίου και του τρόπου εφαρμογής του. Σημεία, τα οποία υψώνουν σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια ως προς την επίτευξη της κατά τ’ ανωτέρω θεσμικής και πολιτικής του αποστολής στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας και του διεθνούς γίγνεσθαι.
1. Το σπουδαιότερο από τα τρωτά αυτά σημεία, πραγματική «αχίλλειος πτέρνα» του Διεθνούς Δικαίου, ελλοχεύει στην χρόνια -ουσιαστικά από καταβολών του Διεθνούς Δικαίου- μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των κανόνων του, ανεξάρτητα από την μορφή που φέρει το κείμενο -π.χ. συμφωνία, συνθήκη κλπ.-εντός του οποίου αυτοί περιλαμβάνονται.
α) Και η ως άνω μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των διεθνών κανόνων δικαίου έχει την πιο διαβρωτική ρίζα της στην, επίσης χρόνια, έλλειψη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών, ικανών να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου στην πράξη, και μάλιστα erga omnes. Υπό το φως των δεδομένων αυτών το Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται, από πλευράς θεσμικής και κανονιστικής «ευρωστίας», σε σαφώς πιο μειονεκτική θέση έναντι του Εθνικού Δικαίου -ήτοι του δικαίου κάθε Κράτους, όπως τούτο οργανώνει την Έννομη Τάξη του- αλλά ακόμη και έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως σαφώς καταδεικνύει η σχετικώς καλά οργανωμένη θεσμική δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.
β) Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του Εθνικού Δικαίου και, οπωσδήποτε σε μεγάλο βαθμό, του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι αντίστοιχες Έννομες Τάξεις συντίθενται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι έχουν όλα τα κανονιστικά χαρακτηριστικά των leges perfectae, ιδίως ως προς την αποτελεσματικότητα των κυρωτικών μηχανισμών διασφάλισης της εφαρμογής τους στην πράξη. Όλως αντιθέτως, είναι, όπως ήδη τονίσθηκε, η έλλειψη αντίστοιχων κυρωτικών μηχανισμών στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, η οποία καθιστά, σε μεγάλη κλίμακα, τους κανόνες δικαίου που το συνθέτουν σχεδόν leges minus quam perfectae ή, ακόμη χειρότερα, leges imperfectae.
2. Αυτή την «αχίλλειο πτέρνα» του Διεθνούς Δικαίου δεν έχει, καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή του, θεραπεύσει -και, δυστυχώς, τίποτα δεν δείχνει ότι η επικίνδυνη αυτή κατάσταση θ’ αλλάξει στο μέλλον, άμεσο ή και απώτερο- η παρέμβαση του Διεθνούς Δικαστή, οιαδήποτε μορφή και αν έχει το ad hoc όργανο του συστήματος Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίο επιλαμβάνεται για την in concreto εφαρμογή του οικείου κανόνα δικαίου και, συνακόλουθα, για την επίλυση της οικείας δικαστικής διαφοράς.
α) Για την ακρίβεια, κανένα δικαιοδοτικό όργανο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, είτε πρόκειται για stricto sensu δικαστήριο είτε για διαιτητικό όργανο, δεν έχει συμβάλει αποδοτικά σε μιαν άξια λόγου μεταστροφή αυτής της τάσης κανονιστικής απομείωσης του Διεθνούς Δικαίου. Και σε αυτό συνέτεινε το ότι τα κατά τ’ ανωτέρω δικαιοδοτικά όργανα δεν εξοπλίζονται, από τους οικείους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που καθορίζουν την οργάνωση και την λειτουργία τους, με την δικαιοδοτική εκείνη «πανοπλία», η οποία θα μπορούσε αφενός να υποχρεώσει τα αντιδικούντα στο διεθνές γίγνεσθαι μέρη να προστρέξουν υποχρεωτικώς σε αυτά. Και, αφετέρου, να θωρακίσει τις αποφάσεις τους με πραγματική δύναμη δεδικασμένου.
β) Τούτο ισχύει ακόμη και ως προς τα κορυφαία όργανα του δικαιοδοτικού συστήματος του Διεθνούς Δικαίου, όπως είναι π.χ. το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ως προς το τελευταίο, μόνος αισιόδοξος οιωνός, για το κύρος του Διεθνούς Δικαίου, εμφανίζεται η εκ μέρους του αυξανόμενη έκδοση αποφάσεων, οι οποίες αναγνωρίζουν την ύπαρξη γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, που είναι δεσμευτικοί erga omnes, ακόμη και για Κράτη τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε Συνθήκες, τους κανόνες των οποίων εφαρμόζει το Δικαστήριο αυτό. Το τελευταίο, σχετικώς, παράδειγμα του Δικαίου της Θάλασσας, κατά την Συνθήκη του Montego Bay του 1982, παρέχει ένα άκρως αντιπροσωπευτικό «δείγμα γραφής» προς αυτή την κατεύθυνση.
Γ. Από την διάγνωση της κανονιστικής ανεπάρκειας στην υπεράσπιση των θεσμικών πυλώνων του Διεθνούς Δικαίου.
Η εκ μέρους της Νομικής Επιστήμης -ιδίως δε από την πλευρά των Διεθνολόγων- απλή παρατήρηση της κανονιστικής ανεπάρκειας των θεσμικών πυλώνων του Διεθνούς Δικαίου και η αντίστοιχη διάγνωση των συμπτωμάτων της είναι μεν χρήσιμη από πλευράς κατανόησης των διαστάσεων αυτού του, τόσο επικίνδυνου για την Διεθνή Νομιμότητα και το διεθνές γίγνεσθαι, φαινομένου. Πλην όμως, και επειδή κατ’ εξοχήν τώρα, κατά Θουκυδίδη, «οι καιροί ου μενετοί», η κοινότητα των Διεθνολόγων έχει χρέος να στραφεί πλέον, ευθέως και ενεργώς, περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, προς την οργάνωση και εφαρμογή μιας πραγματικής εκστρατείας υπεράσπισης του κύρους του Κανόνα Δικαίου στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου. Και η εκστρατεία αυτή πρέπει ν’ αποσκοπεί στην επίτευξη των εξής δύο, τουλάχιστον, στόχων:
1. Πρώτον, στην επίτευξη του στόχου τόνωσης της κανονιστικής επάρκειας των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου κατά την παραγωγή τους.
α) Έτσι π.χ. ο Διεθνής Νομοθέτης, υφ’ οιανδήποτε μορφή και αν εμφανίζεται και οιαδήποτε είναι η φύση των κανόνων που παράγει, πρέπει να στηριχθεί, από πλευράς νομικής τεχνογνωσίας, ώστε η νομική παραγωγή του να καταλήξει στην θέσπιση από την μια πλευρά κανόνων δικαίου με όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο κανονιστικό περιεχόμενο, επιδεχόμενο ανάλογη αποτελεσματική πρακτική εφαρμογή τόσο από τα κατά περίπτωση υποκείμενά του όσο και από τα επιφορτισμένα, επίσης κατά περίπτωση, όργανα επίλυσης των εκάστοτε διεθνών διαφορών. Και, από την άλλη πλευρά, κανόνων δικαίου, των οποίων το ρυθμιστικό περιεχόμενο είναι σε θέση να συλλαμβάνει την ραγδαία εξέλιξη του διεθνούς κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι -κυρίως λόγω της εξίσου ραγδαίας εξέλιξης της Τεχνολογίας- προκειμένου να διασφαλίζεται η, μέσω της προσαρμογής τους στα δεδομένα της ως άνω εξέλιξης, απαραίτητη διάρκεια εφαρμογής τους και ν’ αποφεύγεται η υπερκέρασή τους από τα πράγματα, ήδη μάλιστα κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους.
β) Η νομοτεχνική αυτή προτεραιότητα καθίσταται τόσο περισσότερο επιτακτική, όσο είναι κοινώς γνωστή, για λόγους που αφορούν την ίδια την φύση του Διεθνούς Δικαίου, η βραδύτητα παραγωγής των κανόνων δικαίου που το συνθέτουν, είτε αυτή η παραγωγή οδηγεί στην δημιουργία νέων κανόνων δικαίου είτε στην τροποποίηση των ήδη ισχυόντων.
2. Δεύτερον, στην επίτευξη του στόχου στήριξης του έργου του Διεθνούς Δικαστή, κατά την εκ μέρους του ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, στο πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης των in concreto διεθνών διαφορών. Στο σημείο αυτό η κοινότητα των Διεθνολόγων μπορεί να συμβάλλει ουσιωδώς, στηρίζοντας τον Διεθνή Δικαστή προς πολλές κατευθύνσεις, κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού του έργου. Μεταξύ αυτών, καίρια σημασία εμφανίζουν αφενός η κατεύθυνση της κατάλληλης -και με όλες τις προσφερόμενες επιστημονικές ερμηνευτικές μεθόδους- ερμηνεία των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, κατά τρόπο που εξυπηρετεί, εν τέλει, την βασική τελολογική ερμηνεία τους, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των κατά τ’ ανωτέρω ραγδαίων εξελίξεων του διεθνούς γίγνεσθαι. Και, αφετέρου, η κατεύθυνση της ανάδειξης, μέσω του έγκυρου επιστημονικού σχολιασμού της εκάστοτε νομολογίας, της ορθότητας σημαντικών αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστή, όταν βεβαίως οι αποφάσεις αυτές, ιδίως όταν εμφανίζονται πρωτοποριακές, έχουν ως στόχο την τόνωση της κανονιστικής επάρκειας των εφαρμοζόμενων in concreto κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
ΙΙ. Το Διεθνές Δίκαιο μπροστά στο φαινόμενο της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».
Επιτρέψατέ μου να συμπυκνώσω τα όσα προελέχθησαν, ως προς το μείζον πρόβλημα της κανονιστικής ανεπάρκειας των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και των αιτίων της, κάνοντας αναφορά σ’ ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, το οποίο αναδεικνύει εναργώς το πώς το πρόβλημα αυτό όχι μόνο δεν περιορίζεται αλλά, όλως αντιθέτως, εντείνεται σταδιακώς, φέρνοντας, ταυτόχρονα, στο φως νέα σημάδια επικίνδυνης υποχώρησης του όλου θεσμικού και πολιτικού κύρους του Διεθνούς Δικαίου κατά τον προορισμό του. Το ως άνω παράδειγμα -για το οποίο έγινε ήδη λόγος ακροθιγώς- αφορά τις επιπτώσεις της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, υπό την καταλυτική επιρροή ακραίων νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων που, υπερασπιζόμενες, δήθεν, τους κανόνες της ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς αρνούνται κατηγορηματικά κάθε παρέμβαση στο πεδίο αυτό κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, είτε πρόκειται για κανόνες του Εθνικού Νομοθέτη είτε πρόκειται για κανόνες του Διεθνούς Νομοθέτη, άρα του Διεθνούς Δικαίου. Και κάπως έτσι εμφανίζεται, και στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Νομιμότητας, ένα είδος άκρως επικίνδυνης -ιδίως εξαιτίας του ότι δρα υποδορίως και υπό την «λεοντή» μιας επιστημονικοφανούς οικονομικής ορθότητας- επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Με την έννοια της επικυριαρχίας άγνωστης και μη δημοκρατικής προέλευσης οικονομικών κανόνων ακόμη και επί των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Ειδικότερα:
Α. Η έννοια της «απορρύθμισης».
Η υπό την ως άνω έννοια «απορρύθμιση» του διεθνούς κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι εντάσσεται, βεβαίως, στο πλαίσιο των παραγόντων εκείνων, οι οποίοι σχετίζονται με την επίκτητη κανονιστική σχετικότητα και, επέκεινα, ανεπάρκεια των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Με άλλες λέξεις, πέραν της εγγενούς κανονιστικής σχετικότητας και, άρα, ανεπάρκειας των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, η οποία οφείλεται στις κατά τα προαναφερόμενα «δομικές» θεσμικές και πολιτικές αδυναμίες αυτού τούτου του Διεθνούς Δικαίου και της Έννομης Τάξης που οργανώνουν, υφίστανται και παράγοντες, οι οποίοι δρουν αυτοτελώς, εκτός του stricto sensu πεδίου παραγωγής των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, που εντείνουν την κανονιστική σχετικότητα και ανεπάρκειά τους. Υπ’ αυτό το πνεύμα ερευνάται, στην συνέχεια, η «απορρύθμιση», ως ο πιο σύγχρονος και πιο επικίνδυνος παράγοντας επιδείνωσης της κανονιστικής σχετικότητας και ανεπάρκειας των κανόνων και του Διεθνούς Δικαίου.
1. Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της επιχείρησης «απορρύθμιση», επισημαίνονται τ’ ακόλουθα: «Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά την δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της Αγοράς.
α) Κατά την αντίληψη αυτή, σε γενικές γραμμές, οι παραδοσιακές αρχές του καπι¬ταλισμού, ως προς την προσφορά και την ζήτηση, αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των οικονομικών, αμιγώς, κανόνων της Αγοράς. Η κρατική παρέμβαση, σε εθνικό ή και υπερεθνικό επίπεδο, μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει.
β) Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός, εθνικός και υπερεθνικός, όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει. Υπό τα δεδομένα αυτά π.χ. η, μέσω της εθνικής ή υπερεθνικής κρατικής παρέμβασης, οργάνωση και επέκταση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, πέρα και έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της Αγοράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι λύση για τις οικονομικές κρίσεις.
2. Κατ’ ακολουθία, η ως άνω αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της Αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης, προϋποθέτει:
α) Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους και της θεσμικώς οργανωμένης Διεθνούς Κοινότητας. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό ή και διεθνές έρεισμα- είτε δρα intra muros ή συνεργαζόμενο με άλλα Κράτη, οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.
β) Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του όγκου των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων, και πάλι σ’ εθνικό ή και υπερεθνικό επίπεδο.
Β. Οι επιπτώσεις της «απορρύθμισης».
Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης επιχείρησης «απορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
1. Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του τομέα παρέμβασης του Κράτους και της θεσμικώς οργανωμένης Διεθνούς Κοινότητας, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν, με την δράση τους, νεοπαγείς φορείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης, τόσον από πλευράς Εθνικού όσο και από πλευράς Διεθνούς Δικαίου. Αυτή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη, η οποία αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορείας του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτικού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσιας εξουσίας stricto sensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου και, πέραν των άλλων, έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση με το ίδιο το Σύνταγμα κάθε Κράτους αλλά και με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
2. Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσιακή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριότητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής ή διακρατικής συνεργασίας προέλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης.
α) Επιχειρείται και μέσω «νεότευκτων» κανόνων ιδιωτικής προέλευσης και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν ορισμένοι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, διεθνώς εφαρμοζόμενοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες.
β) Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δικαίου, σ’ εθνικό και διεθνές επίπεδο, εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δη¬μόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής καταγωγής, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.
3. Οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πολιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέλειες του Κανόνα Δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αιτίες του δημοκρατικού ελλείμματος, που πλήττει καιρίως το σύγχρονο Κράτος Δικαίου, και πάλι σ’ εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από την μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων και των οργάνων που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο. Και, από την άλλη πλευρά, στην διαρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δρά¬σης αυτής.
α) Τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπονομεύει η κρίση της Αρχής της Νομιμότητας, εσωτερικής και διεθνούς. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου Κανόνα Δικαίου να τιθα¬σεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γεγονός το οποίο οφείλεται, ιδίως, στο ότι:
α1) Ο Κανόνας Δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί εποικοδόμημα. Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της Τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς ανεπαρκή τον Κανόνα Δικαίου, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του. Επέκεινα, η δράση των κρατικών και διεθνών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν -οιονεί άναρχο- κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεο και σαφές δημοκρατικό υπόβαθρο.
α2) Συνακόλουθα, οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την in concreto τήρηση της αρχής της Εθνικής και Διεθνούς Νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική του εμβέλεια, θεσμικό οπλοστάσιο, που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρατικών και διεθνών οργάνων, εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα- οργανωμένης Έννομης Τάξης.
β) Το κατά τ’ ανωτέρω φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως μεθόδου περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής -εθνικής ή υπερεθνικής- προέλευσης, υποσκάπτει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:
β1) Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, πέρα και έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορφωμένων κανόνων δικαίου κρατικής, εθνικής ή υπερεθνικής, προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικώς δομημένης προέλευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «αρμοδιότητα» των κρατικών, εθνικών ή υπερεθνικών, οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρατικής θεσμικής διάστασης, πυλώνες στήριξης του Κράτους Δικαίου, σ’ εθνικό και διεθνές επίπεδο.
β2) Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νομιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών, εθνικών και υπερεθνικών, οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Με την έννοια, ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζεται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με όλες τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου, και πάλι σ’ εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Επίλογος
Η ευόδωση της αποστολής του Διεθνούς Δικαίου συνιστά μέγεθος οριακό, με την έννοια ότι η τελική διαμόρφωση μιας Διεθνούς Κοινότητας, η οποία λειτουργεί και δρα υπό συνθήκες σταθερής Ειρήνης και πλήρους σεβασμού της Διεθνούς Νομιμότητας, φαίνεται, τουλάχιστον με τα δεδομένα της εποχής μας, εξαιρετικά δυσχερής, κατά την γνώμη δε πολλών ως και ουτοπική. Και όμως, ακριβώς μέσα σε αυτό το δυσοίωνο τοπίο, πρέπει να υπερασπισθούμε το Διεθνές Δίκαιο, όταν μάλιστα έχει ν’ αντιμετωπίσει τεράστιας σημασίας νέες προκλήσεις για το σύνολο της Ανθρωπότητας, όπως είναι π.χ. οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της τρομοκρατίας και της προσφυγικής κρίσης, η διαχείριση της οποίας αποκτά υπαρξιακές, κυριολεκτικώς, διαστάσεις για τον Άνθρωπο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του.
Α. Η υποχρέωσή μας αυτή απορρέει ιδίως εκ του ότι το Διεθνές Δίκαιο, με όλες τις ελλείψεις που προαναφέρθηκαν, συνιστά τον πιο πρόσφορο -αν όχι τον μοναδικό- θεσμικό και πολιτικό δίαυλο, μέσω του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί και, βεβαίως ως ένα σημείο, μπορεί και να επιτευχθεί η ειρηνική συνύπαρξη Κρατών και Λαών και η δια των θεσμοθετημένων διαδικασιών επίλυση των κάθε είδους διαφορών μεταξύ τους. Επέκεινα, το Διεθνές Δίκαιο συνιστά επίσης το πιο πρόσφορο -αν όχι το μοναδικό- θεσμικό και πολιτικό μέσο αποτελεσματικής άμυνας απέναντι στην αυθαιρεσία της ισχύος στο πεδίο των Διεθνών Σχέσεων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το Διεθνές Δίκαιο επινοήθηκε και θεσμοθετήθηκε για ν’ αντικαταστήσει το, προηγουμένως επικρατούν, δίκαιο του ισχυρού με την ισχύ του Δικαίου και της Νομιμότητας στο διεθνές πεδίο. Αυτή δε ακριβώς η υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου σημαίνει, κατά βάση και κατ’ ουσία, πρωτίστως ενεργό και πολύπλευρη στήριξη του Διεθνούς Νομοθέτη και του Διεθνούς Δικαστή, ώστε οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου ν’ αποκτήσουν την απαραίτητη εκείνη κανονιστική δυναμική, η οποία θα τους οδηγήσει, κατά το δυνατόν, από το σημερινό status των leges minus quam perfectae ή, ακόμη, και leges imperfectae σ’ εκείνο των leges perfectae.
B. Πέραν τούτου, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η κατά τ’ ανωτέρω ευόδωση της αποστολής του Διεθνούς Δικαίου δεν αφορά μόνο την εξομάλυνση των Διεθνών Σχέσεων και την, μέσω αυτής, ειρηνική συνύπαρξη Κρατών και Λαών. Η ευόδωση αυτή, όλως αντιθέτως, συνιστά πραγματική εγγύηση και για την διεθνή υπόσταση του κάθε Κράτους in concreto, δοθέντος ότι μέσω των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου προστατεύεται, και μάλιστα πολλαπλώς, η lato sensu Κυριαρχία του. Καθένας δε μπορεί εύκολα ν’ αντιληφθεί ότι, κατ’ αποτέλεσμα, η προστασία της Κυριαρχίας ενός Κράτους σημαίνει, εμμέσως πλην σαφώς, και προστασία, εντός αυτού, των θεσμικών αντηρίδων του Κράτους Δικαίου, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εν τέλει, της ομαλής λειτουργίας της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Υπό το φως λοιπόν των ως άνω διαπιστώσεων ας αναλάβουμε την βαριά, αλλά και τόσο τιμητική, ευθύνη της υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου ως μια «σταυροφορία» υπεράσπισης αυτού τούτου του Νομικού Πολιτισμού, σε διεθνή κλίμακα.